Ο Λαγός, Ο Καβρός Και Οι Ιχθείς


Παραήταν ελκυστικό εκείνο το ανοιξιάτικο απομεσήμερο. Την ελκυστικότητα μεγέθυνε το εκπάγλου ομορφιάς σκηνικό του τοπίου, το πέριξ του Μεγάλου Πλάτανου της Άνω Βιάννου. Το νερό από το Γαμπριγιέλε, μετά από μια δαιδαλώδη διαδρομή, έφτανε στο μυλαύλακο του νερόμυλου των Καρπάθηδων κι από εκεί, γκρεμιζόταν στο ζουριό χειμαρρώδες, δίνοντας κίνηση στη φτερωτή κι αυτή, με τη σειρά της, κινούσε τις τεράστιες μυλόπετρες.
Καίτοι θα ανέμενε κανείς να κατέρχεται κατάκοπο, μετά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες να δώσει κίνηση σε 4-5 ακόμη νερόμυλους, αρχής γενομένης από εκείνο του Στυλιανάκη και, εφεξής των Δασκαλάκηδων, του Μπατζακομανώλη και του Κολιοραδάκη, εν τούτοις, κατακρημνίζονταν στο ζουριό με την ίδια ικμάδα και ζωηρότητα. Ούτε όμως και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα των κοπάνων, που χρησιμοποιούσαν οι Σωρίτισσες, κάνοντας τη λάτρα τους στα επιβλητικά Χαράκια του Λιβανού, που λες κι έστεκαν ως μετεωρίτες, μείωναν, έστω κατ’ ελάχιστο, τη δύναμή του. Ήταν δε τόσο ακμαίο, που μετά την έξοδό του από το ζουριό, συνέχιζε την πορεία του και διαμέσου του παρακείμενου του πλατάνου υδαταύλακα, οδηγείτο για να ξεδιψάσει τα περιβόλια και τα οπωροφόρα στον Κάτω Μύλο και τον Αυγό. Εκεί, έχοντας εκπληρώσει στο ακέραιο την αποστολή του, παρέδιδε ξέπνοο το… πνεύμα…
Το ανεπανάληπτο εκείνο σκηνικό του γέρο πλάτανου, του μύλου και τη θορυβώδη χλαπαταγή του νερού, συμπλήρωναν η Βενετσιάνικη βρύση και το γραφικό καφενεδάκι μιας λόγιας μορφής, του Απόστολου Ψαρολογάκη. Ήταν δε τόσο δεμένα μεταξύ τους όλα αυτά, ωσάν ένας Θεόφιλος να τα ετοποθέτησε, με τρόπο ώστε, στον πίνακα της ζωγραφικής του να αποτυπωθεί το τέλειο εικαστικό αποτέλεσμα. Όμως, πόση αξία να έχουν άραγε όλα αυτά, δίχως την ανθρώπινη παρουσία; Άλλωστε, ό,τι συνέθετε τον πίνακα αυτό, ανθρώπινα έργα ήταν. Την εικαστική πανδαισία, ολοκλήρωσε η έλευση του δικηγόρου Ιωάννη Κονδυλάκη, γνωστότερου και ως «Κοντυλογιάννη», ο οποίος κάθισε στο προσφιλές του τραπεζάκι, δίπλα στη βρύση. Πνευματώδης, φλεγματικός, χιουμορίστας, με χειμαρρώδη λόγο, χωρίς καμιά αμφιβολία, ο «Κοντύλας», όπως τον έλεγαν οι χωριανοί, ήταν μια πολύπλευρη προσωπικότητα, περιζήτητη στις παρέες των διανοούμενων της τότε σφύζουσας Βιάννου. Δεν κράτησε και πολύ η μοναξιά του. Είχε δεν είχε προλάβει να πιει μια ρουφιά καϊμακλίδικο καφέ και να ‘σου τον Μιχάλη, το Νοσοκόμο, έναν άλλο σπουδαίο χιουμορίστα, συλλειτουργό στα πειράγματα και τις ευθυμολογίες, ενώ μετ’ ολίγον εμφανίστηκε ο ειρηνοδίκης και η Μυρσινιά, η καθηγήτρια. Λίγο αργότερα, στην παρέα προστέθηκε και ο νεοφερμένος διοικητής του αστυνομικού τμήματος, ο οποίος, φάνηκε εξ’ αρχής να επιζητεί την καλλιέργεια και το χιούμορ τόσο του Κοντυλογιάννη, όσο και του Νοσοκόμου. Ο Κοντύλας, κατά το συνήθειό του, μιλούσε ακατάπαυστα για τον Κερατόκαμπο, όπου και η περιβόητη «Αρκαλιά», δηλαδή το εξοχικό του. Ανήκε στους πρωτοπόρους Βιαννίτες, που όχι μόνον «κατηφόρισαν» προς την παραλία, αλλά οικοδόμησε ένα λιτό σπίτι με το σημαντικό πλεονέκτημα της γειτνίασης με το κύμα. Ευθυτενής με αθλητικό παράστημα, πρωί-βράδυ, ο Κοντυλογιάννης, ενδεδειμένος τη σκελέα, δηλαδή το εσώβρακο, αποκρύπτοντας στοιχειωδώς τ’ αχαμνά του, ανέβαινε στο δώμα του σπιτιού του, στο Σωρό, λίγο πιο πάνω από την Αγία Αικατερίνη και επιδίδετο σε ασκήσεις σουηδικής γυμναστικής, προκαλώντας θυμηδία στους γείτονες, οι οποίοι, προφανέστατα, εν τη αγνοία και τη αφελεία τους, αδυνατούσαν να κατανοήσουν το βαθύτερο νόημα της ρήσης «νους υγιής εν σώματι υγιεί». Αναμφισβήτητα, η εικόνα του ημίγυμνου νομικού, ήταν αρκούντως εκκεντρική για τους μικρόνοες Σωρίτες, οι οποίοι ομοθυμαδόν, μικροί-μεγάλοι, καταλάμβαναν τα παρακείμενα δώματα για να απολαύσουν τις δωρικές του κινήσεις, κάνοντας ανάταση και πρόπτυξη των χειρών δια αναπηδήσεων.
Άλλωστε, η έκθεση του γυμνού σώματος, ακόμη και του ανδρικού, εθεωρείτο ταμπού τα χρόνια εκείνα. Ακόμη κι η Φωτεινιά του Μπάτζακα, παρά την ανημποριά της, ανέβηκε υποβοηθούμενη στο μπαλκονάκι της αδερφής της, της Αριάδνης, για να δει τα κατάλευκα-σπανά ατζά του Κοντύλα.
Ο Κοντυλογιάννης όμως δεν αρκείτο στη σουηδική γυμναστική, αφού, όπως προελέχθη, έτρεφε μεγάλη αγάπη και προς το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα. Ήταν όμως και αφόρητα φοβητσιάρης και όχι άδικα, αφού, την παρακείμενη της «Αρκαλιάς» παραλία, την Μονομπούκα, την συνόδευαν διάφοροι θρύλοι, που την ήθελαν ρουφήχτρα και πνίχτρα, με ποταμούς γλυκού νερού προερχομένους από το χώνο του Αμαλού, να την κατακυριεύουν και να της προσδίδουν ενίοτε ερεβώδεις διαστάσεις! Τους φόβους αυτούς καταπράυνε η ιδέα ενός συγχωριανού του, ο οποίος, μεταξύ σοβαρού και αστείου, του συνέστησε να αγοράσει ένα φόρτωμα, δηλαδή ένα σκοινί, μήκους είκοσι σχεδόν μέτρων και οσάκις θα έκανε μπάνιο, θα έδενε τη μια του άκρη σε κάποιο σκίνο και με την άλλη θα έδενε το σώμα του! Λαμπρή βρήκε την ιδέα ο Κοντυλογιάννης και την εφήρμοσε κατά γράμμα, οπότε και έκανε το μπάνιο του χωρίς φόβο, αν και οι φοβίες του, δεν είχαν να κάμουν μόνο με το Ποσειδώνειο κράτος, αλλά και με τα διάφορα… νεραϊδικά, που η οργιάζουσα φαντασία του, τα ήθελε να υπάρχουν εν παντί τόπω και χρόνω! Σίγουρα τα φανταζόταν να διαφεντεύουν την καταπράσινη ρεματιά, την γειτνιάζουσα με το πατρικό του σπίτι, του επιβλητικού Μπαλέμιδου, όπου και το φόβητρο τσ’ Αλεπούς ο Σπήλιος, ενώ δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να διαβιούν και στους παρακείμενους της «Αρκαλιάς», δίδυμους πέτρινους θαλάσσιους γίγαντες, που συνθέτουν την Αρμενόπετρα. Υιοθέτησε λοιπόν την ιδέα του δεσίματος με το φόρτωμα, ώστε να απαλλαγεί από τις φοβίες του. Επόμενο ήταν, το όλο σκηνικό, του εν είδει άγκυρας βουτώντος στα νερά του Λιβυκού ανδρός, να γίνει θέμα συζήτησης στα καφενεία της Βιάννου και του Κερατόκαμπου, με ποικίλα περιπαιχτικά σχόλια. Ο Γιώργης ο Σινής, ομού και ο Αραπομανώλης, δύο από τους μόνιμους κατοίκους του Κερατόκαμπου, ησχολήθηκαν επί μακρόν για την καινοτομία του δικηγόρου, σχολιάζοντάς τη στα καφενεία του Κοκόλα και του Νικήτα, με το λαϊκό-σκωπτικό και ενίοτε δηκτικό τους χιούμορ. «Ωσάν το Λάζαρο ετυλίχτηκε το σκοινί η πουτάνα ο Κοντύλας», εσχολίασε πικρόχολα ο Σινής, ενώ ο Αραπομανώλης εσκέφτηκε κάτι το πανούργο: Να κρυφτούν στους παρακείμενους της παραλίας δενδρώδεις σκίνους και όταν ο Κοντυλογιάννης, ξεθαρρεμένος, θα ανοιγόταν στο πέλαγος, να του λύσουν το σκοινί. «Ετοτεσάς θα κάνεις τα σεῒρια ντου», είπε θριαμβολογών για τη σύλληψη της ιδέας!
Δεν γνωρίζω εάν πράγματι, έκαναν πράξη το σατανικό τους σχέδιο, αλλά φαντάζομαι τον Κοντύλα, να ίπταται των κυμάτων, ως θυμωμένος Ποσειδώνας και με την στεντόρεια φωνή του να εκλιπαρεί: «Σύρε μωρή καρά – πουτάνα Αράπη το σκοινί όξω»!
… Η παρέα των διανοουμένων και των αρχών, άκουγε με ανοιχτό το στόμα τον Κοντυλογιάννη να ρητορεύει εκθειάζοντας τις ασύγκριτες ομορφιές της παραλίας. Ο νέος διοικητής της αστυνομίας, άκουγε επί ώρα να γίνεται λόγος για «μαγικές εξωτικές παραλίες, με αμμόλοφους και κρινάκια» και αισθάνθηκε την ανάγκη να κατηφορίσει το συντομότερο προς το Λιβυκό. Οι αντικειμενικές ομορφιές του Κερατόκαμπου μεγεθύνονταν από τις απερίγραπτες, πλην ενίοτε υπερβάλλουσες, περιγραφές του Κοντυλογιάννη, που άλλοτε έβαφαν τουρκουάζ τα νερά της Μονομπούκας κι άλλοτε κατάμπλαβα, ενώ ήταν τόσο πειστικός, που κάποιοι εκ των ακροατών του, είχαν την ψευδαίσθηση ότι σε λίγο θα αναδυόταν από το βράχο της Αρμενόπετρας η Γοργόνα αναζητώντας τον Μέγα Αλέξανδρο!
Όλοι τον κοιτούσαν εκστατικά, κρεμάμενοι (κυριολεκτικώς) από τα χείλη του, αναμένοντες κι άλλες, εξ’ ίσου μαγευτικές περιγραφές. Οι καθηγητές, αν και ξένοι, είχαν από μακρού διεισδύσει εις τα ενδότερα του ψυχισμού του Κοντύλα, σε αντίθεση με τον αστυνομικό, ο οποίος, αδυνατούσε να αποκωδικοποιήσει τη φιλοσοφία του ρητορεύοντα δικηγόρου, αφού το διάστημα της γνωριμίας τους ήταν βραχύ. Δίνοντας όμως το στίγμα του, ερώτησε με κίβδηλη ευγένεια: «Έχει τίποτις να φάμε στην παραλία;». «Έχει της Παναγίας τα μάτια», είπε ο Νοσοκόμος, αλλά ο Κοντύλας, αντιλαμβανόμενος «που πάει το πράμα», με μια νομική πιρουέτα, αντιπαρήλθε τις βουλιμιακές προθέσεις του κυρίου διοικητού, αλλάζοντας κουβέντα. «Γατές ιντάνε αγαπητέ μου να κοιμάσαι στην «αρκαλιά» και να αφυπνίζεσαι από τους θωπευτικούς ήχους του θαλάσσιου φλοίσβου, τις χιαχιρντισμένες οκτάβες των ερωτευμένων κοσύφων και το ερωτικό κακάρισμα των περδίκων στον Τίμιο Σταυρό;»!
Ο κ. διοικητής, άρτι μετατεθείς εκ Φολεγάνδρου, και προφανώς, έχοντας συνδέσει το υγρό στοιχείο με κακαβιές, αχινοσαλάτες, αστακομακαρονάδες και σαργούς, επαναδιατυπώνει το ρεαλιστικό γαστριμαργικό και συνάμα σελέμικο ερώτημα: «Καλά όλα αυτά κ. Κονδυλάκη, αλλά όταν κάποιος πεινάσει θα βρει κάτι να φάει ή θα πρέπει να κουβαλήσει μαζί του φαγητό»;
Ο Κοντύλας, που είχε λάβει το «μήνυμα» και το βαθύτερο νόημα των αλλεπάλληλων ερωτήσεων του εκπροσώπου της έννομης τάξης απάντησε: «Ο λιμήν Κερατοκάμπου προσφέρει τριών ειδών κυνήγι: και λαγόν και καβρόν και ιχθείς»!
Η απάντηση για το «ποιος πληρώνει «δια τον λαγόν, τον καβρόν και τους ιχθείς», εδόθηκε την επιούσαν εις τον Κερατόκαμπο, οπότε διαπιστώθηκε ότι στην τσέπη του Κοντυλογιάννη δεν υπήρχαν λαγοί και ιχθείς. Καβούρια όμως ήταν γεμάτη…
*Έχει δημοσιευτεί στην «Ηχώ της Βιάννου»
Λεζάντα φωτογραφίας: Δυο θρυλικές μορφές: Αριστερά ο Δημήτρης Δροσατάκης, γνωστότερος ως «Νταντάλας» και ο δικηγόρος Ιωάννης Κονδυλάκης (Κοντυλογιάννης), έξω από την «Αρκαλιά», στον Κερατόκαμπο…