Ο Καργολάϊτ
Διαστάσεις και βάρος κανονικού ανθρώπου είχε ο Μικές.
Ανακατεμένος ανάμεσα σε τριάντα τέσσερις άνδρες που αποτελούσαν το πλήρωμα του φορτηγού « ΩΚΕΑΝΟΣ», δύσκολα θα τον ξεχώριζες από μακριά, αν δεν ήταν το κεφάλι του εντελώς καραφλό. Από πολύ νωρίς είχε χάσει όλα του τα μαλλιά τα οποία πεισματικά αρνήθηκαν να ξαναφυτρώσουν σε «τέτοια κεφαλή», όπως ο ίδιος έλεγε πολλές φορές χαριτολογώντας.
Ναυτικό σκούφο, τραγιάσκα ή οποιασδήποτε φύσεως καπέλο δεν φορούσε ποτέ του. Ακόμα και όταν περνούσαν από τα τροπικά που ο ήλιος πραγματικά σε καίει και μπορεί να σου δημιουργήσει σοβαρά εγκαύματα, ή στα βόρεια πλάτη με τους παγωμένους ανέμους και τις πολικές θερμοκρασίες, ο Μικές άφηνε το κεφάλι του εντελώς γυμνό, αρνούμενος να το σκεπάσει με κάτι που θα μπορούσε να το προφυλάξει από την ακτινοβολία του ήλιου ή από τη βροχή και το ξεροβόρι. «Τέτοιο που είναι – τέτοια θέλει», έλεγε και χαμογελούσε. Έτσι ο Μικές ήταν ορατός από μακριά, και μπορούσες εύκολα να τον εντοπίσεις και να τον ξεχωρίσεις ανάμεσα από τους άλλους.
Ναύτης παλιός. Πολλά χρόνια στις κουβέρτες των φορτηγών. Τα γκαζάδικα δεν ήθελε ούτε να τα ακούσει. Δεν τη μπορούσε τη μυρωδιά του πετρελαίου και της βενζίνας, ούτε τις αναπνοές του ανακατωμένου με θειάφι αέρα μέσα στις ραφιναρίες. Από την αρχή λάτρεψε τα φορτηγά. Πιο δύσκολη δουλειά, πιο σκληρή, πιο πολλοί οι κίνδυνοι. Όμως με τα φορτηγά άρχισε, και με τα φορτηγά συνέχισε μέχρι το τέλος της ναυτικής του ζωής.
Το πρώτο του μπάρκο πριν ακόμα πατήσει τα δεκατέσσερα. Τον πήρε μαζί του στο καράβι ο θείος του, ο Ματροβαγγέλης, αδελφός της μάνας του. Ο πατέρας του Μικέ ήταν ψαράς στο νησί τους, στη Σαντορίνη. Με την ψαρική του και τη σκληρή δουλειά, τα κατάφερνε και δεν έλειπαν και πολλά πράγματα από το φτωχικό τους τραπέζι. Η μοναδική τους περιουσία, δύο κάμερες στο χωριό και η μικρή ψαρόβαρκα στο λιμάνι. Μ’ αυτή τη βάρκα έπρεπε να τραφούν οι γονείς, ο Μικές και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές. Κάποιο πρωινό όμως, ο πατέρας δεν γύρισε στο λιμάνι στην ώρα του. Μεσημέριασε και δεν είχε φανεί ακόμα. Μαύρα φίδια έζωσαν την γυναίκα και τα τρία της παιδιά. Πριν ακόμα βραδιάσει, όλοι οι ψαράδες της περιοχής βγήκαν στο γιαλό προς αναζήτηση του αγνοουμένου ψαρά και της βάρκας του. Η βάρκα δεν άργησε να βρεθεί. Ο ψαράς όμως δεν ήταν μέσα. Πιο πέρα εντόπισαν το ένα από τα δύο καλαδούρια από τα ποντισμένα στο βυθό δίκτυα. Άρχισαν να τα μαζεύουν. Μετά από λίγο, μαζί με τα μπερδεμένα ψάρια, ανέβηκε και το πτώμα του άτυχου ψαρά. Κλασικό ατύχημα που συμβαίνει καμιά φορά στους πολύ άτυχους ψαράδες. Ενώ ρίχνεις τα δίχτυα στο βυθό, για κάποιο λόγο χάνεις την ισορροπία σου και πέφτεις στη θάλασσα. Μπερδεύεις με τα δίκτυα και σε παρασύρουν στο βυθό. Αν δεν υπάρχει δεύτερο άτομο να σε βοηθήσει να ξεμπλέξεις από τα δίκτυα, ο πνιγμός σου είναι σχεδόν βέβαιος. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον άτυχο ψαρά. Από την μια στιγμή στην άλλη χήρεψε η μάνα και ορφάνεψαν τα παιδιά. Και μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος επιβίωσης της οικογένειας, τα μάτια όλων στράφηκαν πάνω στο δεκατριάχρονο αγόρι. Όλα τα βάρη επάνω στον μικρό Μικέ.
Τότε ακριβώς παρουσιάστηκε σαν από μηχανή θεός ο μπάρμπας του ο Μαστρο Βαγγέλης.
-Ετοιμάσου. Την άλλη εβδομάδα θα πάμε στον Πειραιά, να βρούμεκαράβι να μπαρκάρουμε μαζί.
Η μαυροφορεμένη μάνα έσυρε φωνή.
-Μόλις τώρα έχασα τον άντρα μου. Δεν θέλω να χάσω και τον γιό μου. Τράβηξε τα μαλλιά της, έκλαψε, αλλά κατά βάθος γνώριζε ότι ο αδελφός της είχε δίκιο. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να επιβιώσει αυτή η ίδια και οι κόρες της, που όπου νάναι πλησίαζαν και την ηλικία της παντρειάς.
Πριν ακόμα περάσει ο μήνας, ο ΜαστροΒαγγέλης και ο Μικές ανέβηκαν τη σκάλα του φορτηγού στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Το καράβι είχε φέρει κάρβουνο από την Αμερική, και μετά την εκφόρτωση, από το ίδιο λιμάνι, θα φόρτωναν καλαμπόκι για λιμάνια στις Ινδίες. Ο ΜαστροΒαγγέλης ζήτησε να πάρει μαζί του στο μηχανοστάσιο τον Μικέ σαν Καθαριστή μηχανής. «Θα τον έχω κοντά μου να τον προσέχω», σκέφτηκε. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχε θέση. Αναγκαστικά έπρεπε να μείνει στο κατάστρωμα. Ο πλοίαρχος στο ναυτολόγιο και στο ναυτικό φυλλάδιο έγγραψε την λέξη «ΝΑΥΤΟΠΑΙΣ» που σημαίνει στη γλώσσα των ναυτικών « μούτσος» ή «τζόβενο»
Σε λίγες ημέρες το κάρβουνο ξεφορτώθηκε. Τώρα πρέπει να απομακρυνθούν τα υπολείμματα του φορτίου από το πλοίο, να καθαριστούν, να σκουπιστούν και να πλυθούν όλοι οι χώροι, και να προετοιμαστούν όλα τα αμπάρια να δεχτούν το καλαμπόκι. Κάθε πλοίο όταν ξεφορτώνει κάρβουνο, σκεπάζεται ολόκληροαπό καρβουνόσκονη. Εισχωρεί παντού, σε όλους τους χώρους, διαπερνά και από την πιο μικρή χαραμάδα. Γίνεται ένα βαπόρι «έλα να δεις». Ο καθαρισμός του πλοίου και η προετοιμασία των αμπαριών να δεχτούν το νέο τους φορτίο είναι αποκλειστική δουλειά των ανδρών της κουβέρτας. Με οδηγίες του υποπλοιάρχου, ο λοστρόμος, οι υπολοστρόμοι, ο μαραγκός, όλοι οι ναύτες και τα τζόβενα αναλαμβάνουν αυτό το δύσκολο πραγματικά έργο που πρέπει να τελειώσει σε πολύ μικρά χρονικά όρια, γιατί για το πλοίο ο χρόνος είναι χρήμα. Ξεχνούν το οκτάωρο, δουλεύουν τουλάχιστον δωδεκάωρο, και πολλές φορές δεκαεξάωρο ή ακόμα και εικοσιτετράωρο όταν πλησιάζουν στα τελειώματα. Αφού πλυθούν και ξαναπλυθούν τα αμπάρια και γίνουν πεντακάθαρα, ειδικός επιθεωρητής των φορτωτών θα τα επιθεωρήσει σχολαστικά, θα εκδώσει ειδικό πιστοποιητικό για την καταλληλότητα των χώρων, και τότε μόνο μπορεί να αρχίσει η φόρτωση.
Έτσι για τον μικρό Μικέ, με το που ανέβηκε από την αρχή άρχισαν τα δύσκολα. Από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα πάλευε με την καρβουνόσκονη. Τα χέρια του, τα πόδια του, η μούρη του, ολόκληρο το σώμα του σκεπασμένα και κατάμαυρα από το κάρβουνο. Το μοναδικό μέρος από το σώμα του που ήταν άσπρο, ήταν τα δόντια του τη στιγμή που άνοιγε το στόμα του. Η κούραση δεν τον πείραζε τόσο πολύ, όσο η καρβουνόσκονη, και η διαδικασία για να καθαρίσει το σώμα του κάθε βράδυ πριν ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Έπρεπε να πλυθεί με πολύ λίγο νερό, γιατί όπως του είπε ο λοστρόμος και ο θείος του, το νερό της λάτρας είναι λιγοστό σε κάθε καράβι και πρέπει να το προσέχομε και να μην το σπαταλάμε. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τις λίγες ώρες που έπρεπε να πάει να κοιμηθεί, προτιμούσε να μην κάνει το απαραίτητο ντούζ να φύγει η καρβουνόσκονη από πάνω του, αλλά να ξαπλώσει όπως ακριβώς ήταν με τα κατάμαυρα ρούχα. Φυσικά δεν ξάπλωνε στην κουκέτα του για να μην μαυρίσουν οι κουβέρτες και τα σεντόνια, αλλά στο πάτωμα πάνω σε δύο άδεια τσουβάλια.
Κάποτε τελείωσε και αυτή η δοκιμασία, το πλοίο φόρτωσε το καλαμπόκι και ξεκίνησε για το μακρινό του ταξίδι. Λίγες μόνο ημέρες πριν φθάσουν στο πρώτο λιμάνι, ο Γραμματικός (υποπλοίαρχος) συμπλήρωσε και τα πρώτα εμβάσματα, να είναι έτοιμα να σταλούν στην πατρίδα την πρώτη ημέρα της άφιξης. Πενήντα ολόκληρες λίρες Αγγλίας δήλωσε ο Μικές. Τα πρώτα χρήματα που έστειλε στην μάνα και στις αδελφές. Χαρά απερίγραπτη. Ικανοποίηση. Στο κάτω – κάτω δεν έπαθε και τίποτα με την καρβουνόσκονη. Η μαυρίλα του κάρβουνου δεν υπήρχε πια. Μα και την κούραση την ξέχασε. Δεν την θυμόταν καν. Με την φαντασία του έβλεπε την μάνα του και τις αδελφές του την ώρα που θα τους κτυπούσε την πόρτα ο ταχυδρόμος και θα τους μετρούσε τα τέσσερα ολόκληρα χιλιάρικα δραχμές που αντιστοιχούσαν στις πενήντα εγγλέζικες λίρες. Τόσα χρήματα μαζεμένα ίσως να μην είχαν δει ποτέ μέχρι τώρα.
Μετά από δύο χρόνια δουλειάς στο πλοίο, ο πλοίαρχος τον προβίβασε σε ναύτη. Ο μισθός, από εικοσιοκτώ λίρες που είχε ως τζόβενο, ανέβηκε στις σαράντα, χώρια τα έξτρα και τις υπερωρίες. Την επόμενη εβδομάδα ήλθε η σειρά του να κάνει το πρώτο του βατσιμανικλίκι. Βατσιμάνης είναι λέξη της ναυτικής διαλέκτου που προέρχεται από την Αγγλική“watchman” που σημαίνει «άνδρας φυλακής», ή φύλακας. Για το πλήρωμα καταστρώματος όμως στην κυριολεξία σημαίνει νυχτοφύλακας. Είναι ο ναύτης που θα πιάσει δουλειά στις 18:00 το απόγευμα και θα παραδώσει στον λοστρόμο την επομένη το πρωί στις 06:00. Θα πάρει βέβαια και τέσσερις ώρες υπερωρία για κάθε νύχτα, που αυξάνουν σημαντικά τα χρήματα που θα πάρει στο τέλος του μήνα. Γι’ αυτό και το βατσιμανιλίκι πάει με τη σειρά, κάθε ναύτης κάνει μία εβδομάδα, και στη συνέχεια αναλαμβάνει ο επόμενος. Ο βατσιμάνης όλη τη νύχτα περιφέρεται σε όλους τους χώρους του πλοίου, προσέχει τους κάβους προσδέσεως σε πλώρη και πρύμνη, ανεβοκατεβάζει την σκάλα επιβίβασης ανάλογα με την παλίρροια, είναι υπεύθυνος για το ποιος θα ανέβει και ποιος θα κατέβει από το πλοίο και ένα σωρό άλλες δουλειές που δεν τον αφήνουν ούτε λεπτό να ξεκουραστεί. Ιδιαίτερα όταν γίνεται νυχτερινή φορτοεκφόρτωση τρέχει και δεν προλαβαίνει μια που πρέπει να είναι πανταχού παρών. Εκτός των άλλων, μια από τις κυριότερες δουλειές του είναι να κρεμάσει φωτιστικά σε όλα τα αμπάρια, από ένα σε κάθε γωνιά, για τον επαρκή φωτισμό των λιμενεργατών που βρίσκονται στα κατάβαρα (το κάτω μέρος του αμπαριού) ή στους κουραδόρους (πάνω μέρος του αμπαριού). Αυτά τα φωτιστικά έχουν χοντρό και μακρύ καλώδιο, και αρκετό σχοινί για να το ανεβοκατεβάζεις στο επιθυμητό ύψος. Ο Μικές δεν είχε ξανακάνει βατσιμάνης. Τα τζόβενα δεν κάνουν βατσιμανιλίκι. Είναι αποκλειστικό προνόμιο των ναυτών. Να όμως που έγινε ναύτης και πολύ γρήγορα ήλθε η σειρά του για το πρώτο του βατσιμανιλίκι.
Παρ’ όλο που γνώριζε τα καθήκοντά του, ο λοστρόμος τον φώναξε και του τα υπενθύμισε αναλυτικά για ακόμα μια φορά. Δύο πόστες λιμενεργατών θα δούλευαν μέχρι τα μεσάνυχτα. Έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα και να βάλει φωτιστικά και στις τέσσερις γωνίες των αμπαριών.Τα συγκεκριμένα φωτιστικά ονομάστηκαν «καργολάϊτ» από την Αγγλική λέξη «cargolight». Όταν πεις σε κάποιο ναύτη «φέρε μου ένα φωτιστικό» δεν ξέρει τι είναι. Όταν του πεις όμως «φέρε μου ένα καργολάϊτ» ξέρει ακριβώς τι να σου φέρει. Του Μικέ όμως του ερχόταν λιγάκι δύσκολο να προφέρει την Αγγλική λέξη. Φώτα τα ανέβαζε, φώτα τα κατέβαζε. Ο λοστρόμος τον διόρθωνε και κάποια στιγμή του έκανε παρατήρηση.
-Αυτά τα μαραφέτια δεν θα τα ξαναπείς φώτα ή φωτιστικά. Τα λένε «καργολάϊτ» και θα τα λες με αυτό το όνομα για να μην μπερδευόμαστε με τα άλλα φώτα του πλοίου που υπάρχουν πάρα πολλά. Συνεννοηθήκαμε;
Συνέχισε ο Μικές τη δουλειά του, και ο λοστρόμος μπήκε στο καπνιστήριο να παρακολουθήσει την ξερή που έπαιζαν μερικοί από τους ναύτες. Μετά από κάμποση ώρα ο Μικές δίψασε και μπήκε να πιεί νερό. Μόλις τον είδε ο λοστρόμος του φωνάζει. --Έλλα εδώ ρε. Καργλάιτ εντάξει;
-Οι ναύτες άφησαν κάτω τα χαρτιά τους και ξέσπασαν στα γέλια. Τη φράση του λοστρόμου την άκουσαν διαφορετικά. Έλα εδώ ρε Καργολάιτ. Εντάξει;
Μόλις είχεδοθεί νέο όνομα στον Μικέ, με ανάδοχο τονλοστρόμο. Διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το πλήρωμα.Από την επομένη το πρωί όλοι φώναζαν τον Μικέ με το νέο του όνομα «Καργολάιτ» . Συνήθως εάν σου κολλήσουνκάποιο παρατσούκλι και είναι και κάπως επιτυχημένο, σε ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή. Πολύ γρήγορα το νέο όνομα βρήκε έξω από το πλοίο, διαδόθηκε σε άλλα πλοία, έφθασε στο ναυτιλιακό γραφείο στον Πειραιά, ακόμα και στο νησί του, στην Σαντορίνη.Το Μικές ξεχάστηκε και έμεινε μόνο το Καργολάιτ.
Σε αυτό το μπάρκο με τον μπάρμπα του τον Μαστροβαγγέλη, οΚαργολάιτ έμεινε τριάντα πέντε μήνες. Όταν ξεμπαρκάρισαν και πήγαν στο νησί, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά προς το καλύτερο. Ο πνιγμός του μακαρίτη του πατέρα-όχι πως είχε ξεχαστεί- αλλά φάνταζε πια λίγο μακριά. Η μάνα και οι αδελφές μια χαρά. Μεγάλες κοπέλες πια. Η μικρή η Ελένη είχε πατήσει τα είκοσι, και η μεγάλη η Άννα τα είκοσι δύο. Το βράδυ στο τραπέζι, του ανακοίνωσαν και το μυστικό. Τώρα και αρκετό καιρό, ένα καλόπαλληκάρι από την γειτονιά, ο Γιώργος, ο πρωτογιός του Νίκου του Μενδρινού θέλει να πάρει την Άννα μας για γυναίκα του. Την σταμάτησε στο δρόμο και της το είπε καθαρά. Μετά ήλθε και στο σπίτι και μάς την ζήτησε. Είπε ότι θα σου έστελνε και γράμμα, αλλά ίσως τον πρόλαβε ο ερχομός σου. Τώρα που ήλθες, θέλει να έλθει στο σπίτι μας να την ζητήσει επίσημα. Να το κουβεντιάσετε εσείς οι άντρες. Να βάλουν και κάποιο αρραβώνα, και όταν με το καλό ξαναέλθεις στο νησί, να βάλουν και τα στέφανα. Ο Μικές γνώριζε τον γαμπρό. Καλό παιδί. Καραβομαραγκός. Δούλευε στο καρνάγιο του νησιού μαζί με τον πατέρα του. Όχι μόνο δεν είχε αντίρρηση, αλλά το θεωρούσε και τύχη για την αδελφή του που την διάλεξε για γυναίκα του ένα τέτοιο παλληκάρι.
Την επομένη το μεσημέρι συναντήθηκαν οι δύο οικογένειες. Δεν είχαν και πολλά πράγματα να πουν. Γνωρίζονται μεταξύ τους από χρόνια. Ήξεραν ότι προίκα δεν υπήρχε. Ούτε και ζήτησε ο γαμπρός. Ο Καργολάϊτ όμως υποσχέθηκε ενώπιον όλων ότι με έξοδα αποκλειστικά δικά του θα τους έκτιζε σπίτι με δύο κάμερες σε οικόπεδο που είχε ο γαμπρός. Δώσανε τα χέρια και η δουλειά θεωρήθηκε τελειωμένη.
Μετά από μία εβδομάδα ο Καργολάϊτ έφυγε για τον Πειραιά. Δεν περίμενε αυτή τη φορά τον μπάρμπα του τον Μαστροβαγγέλη. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε υποσχεθεί ότι θα φτιάξει το σπίτι της αδελφής του και έπρεπε να κρατήσει το λόγο του. Το νοικοκυριό πρέπει να είναι έτοιμο στην ώρα του. Γρήγορα το ναυτιλιακό γραφείο τού βρήκε θέση, και τον έστειλε στην Ισπανία στο φορτηγό «ΙΚΤΙΝΟΣ» ( Αρχαίος αρχιτέκτονας μηχανικός. Μαζί με τον Καλλικράτη έχτισαν τον Παρθενώνα) που φόρτωνε γενικό φορτίο για λιμάνια της Βραζιλίας στην νότιο Αμερική. Κάθε λιμάνι σε αυτούς τους τόπους είναι ένας μικρός παράδεισος για τους Έλληνες ναυτικούς. Κάτι σαν τις σειρήνες που περιγράφει ο Όμηρος στην Οδύσσεια είναι οι Βραζιλιάνες. Ο έρωτας, ιδιαίτερα ο παράνομος, ο περιστασιακός, ακόμα και αυτός, ο αγοραίος, είναι μέσα στο πετσί τους. Δεν μπορούν να διανοηθούν ότι θα περάσει έστω και μία ημέρα χωρίς τις χαρές έρωτα. Την θεωρούν ημέρα άχρηστη. Χαμένη από τη ζωή τους. Και οι ναυτικοί βέβαια – ιδιαίτερα οι Έλληνες – ανταποκρίνονταιμε το παραπάνω. Στερημένοι από τέτοιου είδους υπηρεσίες, θέλουν να αναπληρώσουν τα όσα έχασαν στην διάρκεια των μακρινών ταξιδιών τους. Και το κάνουν χωρίς κανένα μέτρο, χωρίς καμιά λογική. Μισθοί ολόκληροι χάθηκαν, κομποδέματα που δημιουργήθηκαν με κόπους και στερήσεις, άνοιξαν και θυσιάστηκαν στο βωμό αυτού έρωτα. Τακτικά εμβάσματα δεν εστάλησαν στο νησί, μάνες ξεχάστηκαν, η προίκα της αδελφής μπήκε σε δεύτερη μοίρα, η γυναίκα σύζυγος έπρεπε να κάνει υπομονή και να περιμένει. Οι Έλληνες ναυτικοί, ακόμα και όταν είναι στον Πειραιά και ψάχνουν για δουλειά, στις προτιμήσεις τους είναι τα καράβια που πιάνουν Νότιο Αμερική, ιδιαίτερα τα λιμάνια της Βραζιλίας. Αυτοί που είναι καψούρηδες από προηγούμενα μπάρκα, η πρώτη τους ερώτηση στο ναυτιλιακό γραφείο δεν είναι για τις απολαβές και τους όρους της σύμβασης που θα υπογράψουν, αλλά εάν πιάνει το πλοίο Βραζιλιάνικα λιμάνια. Τα μπάρκα αυτά είναι μακροχρόνια, συνήθως ξεπερνούν τα δύο χρόνια ή και περισσότερο. Όταν έλθει η ώρα της επιστροφής στο νησί, κατά κανόνα η μία και μοναδική βαλίτσα που κουβαλάει μαζί του ο ναυτικός περιέχει μόνα τα ρούχα του και ελάχιστα προσωπικάήδη. Όσο για την τσέπη, άστο καλύτερα. Μην το ρωτάς. Έφταιγε το πλοίο που δεν είχε υπερωρίες, η εταιρεία που του χρωστά ακόμα κάποιους μισθούς και δεν έχει να τον πληρώσει, αλλά και ο καπετάνιος που τους έκλεβε στις υπερωρίες και τα έξτρα. Από ωραίες αναμνήσεις όμως είναι γεμάτος και θα τις διηγείται στον καφενέ με περισσήυπερηφάνεια και ικανοποίηση. Δεν είναι και λίγοι αυτοί που επέστρεψαν στην πατρίδα παντρεμένοι με το Βραζιλιάνικο αμόρε τους, ή και έμειναν στη χώρα αυτή νομίζοντας ότι θα τους εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή.
Όλα αυτά ο Μικές δεν τα γνώριζε. Συχνά-πυκνά άκουγε τέτοιες ιστορίες από τους παλαιότερους. Στο καπνιστήριο την ώρα του καφέ, στην τραπεζαρία στο φαγητό, αλλά και στις ελεύθερες ώρας πάνω στον μουσαμά του Νο 4 αμπαριού έδιναν και έπαιρναν τέτοιες ιστορίες. Τις άκουγε αλλά δεν τις πίστευε. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξει άνθρωπος που θα βάλει πάνω από την μάνα και την αδελφή το αμόρε μιας Βραζιλιάνας. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ένας πρόσκαιρος έρωτας και μάλιστα πληρωμένος μπορεί να μπει «πάνω από όλα» και να πάνε περίπατο όλοι οι στόχοι που βάζει ο κάθε ναυτικός την ημέρα που φεύγει από το νησί του.
Λίγο πριν τη δύση του ήλιου μπήκαν στο καράβι οι τελευταίες σαμπανιές φορτίου, και αμέσως άρχισε το σπατσαμέντο από το πλήρωμα καταστρώματος. Πριν τα μεσάνυχτα τα ρυμουλκά τράβηξαν από το ντόκο το βαρυφορτωμένοκαράβι, το συνόδεψαν μέχρι τη μπούκα του λιμανιού. Πλησίασε και κόλλησε η πιλοτίνα στη υπήνεμη πλευρά και παρέλαβε τον πλοηγό από την σκάλα του πιλότου. Πάμε ολοταχώς είπε ο πλοίαρχος στον ανθυποπλοίαρχο. Έβαλε τον τηλέγραφο στο «FULL» και ανεβοκατέβασε τρεις φορές το μοχλό, σημάδι για τους μηχανικούς ότι το STAND BY τελείωσε και να αυξήσουν τις στροφές μέχρι την ταχύτητα πελάγους. Σε λίγο ο ΙΚΤΙΝΟΣ οργώνοντας με την πλώρη του τα νερά του Ατλαντικού, με νοτιοδυτικές πορείες άρχισε το ταξίδι του για την μακρινή Βραζιλία.
Το ταξίδι ήταν ήσυχο. Ο κεντρικός και νότιος Ατλαντικόςδεν τους δυσκόλεψε με φουρτούνες και τρικυμίες. Μετά από είκοσι δύο μερόνυχτα, χωρίς κανένα απρόοπτο έφθασαν στη ράδα του Ρίο ντε Τζανέιρο. Την επομένη με το πρώτο φως της ημέρας το φορτηγό μπήκε στο λιμάνι και πλεύρισε στους ντόκους του τεράστιου λιμανιού. Τα αμπάρια ορθάνοιχτα, τα πέντε ζευγάρια μπίγες (φορτωτήρες) αρματωμένες και όρθιες στη σωστή τους θέση με τα σαμπάνια κρεμασμένα από τους γάντζους, έτοιμα για να αρχίσουν οι λιμενεργάτες την εκφόρτωση. Όταν ο λοστρόμος βεβαιώθηκε ότι όλα είναι έτοιμα και τίποτα δεν ξεχάστηκε, με ένα νεύμα κάλεσε τους ναύτες να μπουν στη τραπεζαρία για πρωινό. Αυγά τηγανιτά με μπέικον βούτυρο και μαρμελάδα είχαν ετοιμάσει οι μαγειροκαμαρότοι. Κάθισαν στις προκαθορισμένες τους θέσεις, και με λαιμαργία άρχισαν να τρώνε.
-Το μεσημέρι στις 12:00 θα σπάσουν οι βάρδιες. Όποιος έχει σειρά για βατσιμάνης να σχολάσει το μεσημέρι και να πάει για ύπνο, ανακοίνωσε ο λοστρόμος. Κανονικά σειρά έχουν οι παλιοί. Οι καινούργιοι που μπήκαν στην Ισπανία πρέπει να περιμένουν να ολοκληρώσουν την εβδομάδα τους όσοι παλιοί και μετά θα ακολουθήσουν οι υπόλοιποι. Όμως κανένας από τους παλαιούς δεν μιλούσε. Ο ένας κοιτούσε τον άλλο.
-Κανονικά εγώ έχω σειρά, φώναξε σε κάποια στιγμή ο Νίκος ο Κερκυραίος αλλά παραχωρώ τη θέση μου σε όποιο παλιό ή καινούργιο θέλει.
Τα μάτια όλων στράφηκαν στο τραπέζι που με σκυμμένο το κεφάλι έτρωγε «ο Γραμμάτιος». Παρατσούκλι κι αυτό. Κανένας δεν τον φώναζε με το όνομά του. Ακόμα και ο πλοίαρχος όταν τον φώναζε στη γέφυρα να κάνει τιμόνι την ώρα της άγριας φουρτούνας επειδή ήταν άριστος τιμονιέρης, «πέστε στον Γραμμάτιο να έλθει στη γέφυρα» έλεγε. Βέβαια το παρατσούκλι δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Κάθε φορά που το πλοίο έπιανε λιμάνι στην Ευρώπη, ο Γραμμάτιος έλεγε στην τραπεζαρία και στο καπνιστήριο. «Εγώ δεν θα ξεμπαρκάρω αυτή τη φορά. Θα μείνω ακόμα ένα – δυο ταξίδια γιατί έχω γραμμάτιο στο νησί, εννοώντας προφανώς την απάντρευτη αδελφή που έπρεπε να δουλέψει περισσότερο για την προίκα της. Όταν είπε και στην Ισπανία περί γραμμάτιου, ο Κώστας ο μαραγκός ένα λεβεντόπαιδο από την Χίο δεν άντεξε να ακούει ξανά και ξανά τα ψέματα του Γραμμάτιου.
-Σταμάτα ρε τα ψέματα και τις μαλακίες. Πως να ξεμπαρκάρεις ρε αλήτη αφού σου τα φάγανε όλα οι πουτάνες. Δεν έχεις να παίρνεις ούτε δολάριο και χρωστάς και δυο μηνιάτικα. Το ίδιο θα ξανακάνεις τώρα που θα επιστρέψουμε στη Βραζιλία. Θα τα ακουμπήσεις πάλι στη «μούνα-μπάνκα» Εκεί είναι εσένα οι καταθέσεις σου.
- Όχι. Λόγω τιμής ρε παιδιά, δεν θα ξαναγίνει αυτό. Θα δηλώσω μόνιμος Βατσιμάνης. Άμα με ξαναδείτε να κατεβώ τη σκάλα του καραβιού, να με φτύσετε όλοι σας. Φουστάνια θα βάλω ρε, αν με ξαναδείτε στις μπάρες. Αυτές ήταν οι δηλώσεις του Γραμμάτιου στην Ισπανία. Τώρα όμως όλα αυτά ξεχάστηκαν όπως και τόσες άλλες φορές κατά το παρελθόν. Ντρεπόταν να σηκώσει το κεφάλι και να αντικρίσει το άλλους ναύτες. Τον περίμενε το βράδυ η Αμάντα και του ήταν αδύνατον να μην τη συναντήσει. Ο μαραγκός όμως σηκώθηκε, πήγε και κάθισε στην διπλανή το Γραμμάτιου καρέκλα.
-Το βράδυ να φορέσεις φουστάνια να πας στις μπάρες να βρεις την Αμάντα.
-Όχι ρε μαραγκέ. Μόνο την πρώτη εβδομάδα θα βγω. Μετά θα με δείτε μόνιμο βατσιμάνη. Όλοι οι ναύτες άρχισαν να κτυπούν τα πιρούνια τους στα πιάτα και στα ποτήρια για να μην πει ο Γραμμάτιος περισσότερα ψέματα.
Την κατάσταση έσωσε ο Καργολάϊτ.
-Εγώ παιδιά. Από σήμερα αναλαμβάνω βατσιμάνης για όσες εβδομάδες θέλετε. Εγώ ούτως ή αλλιώς δεν έχω σκοπό να βγω και να ξοδέψω.
Ανακούφιση στους παλιούς. Ικανοποίηση σε όσους ήθελαν κάθε βράδυ μετά που θα σχολάσουν να βγαίνουν έξω και να απολαμβάνουν την Βραζιλιάλικη διασκέδαση.
Πέρασε ολόκληρη η εβδομάδα με τον Καργολάϊτ βατσιμάνη. Ήσυχο βατσιμανιλίκι, μιας και οι λιμενεργάτες δούλευαν μόνο την ημέρα. Την δουλειά του την ήξερε καλά και δεν χρειάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια κανενός. Έβλεπε βέβαια και ποιοί από το πλήρωμα βγαίνανε κάθε βράδυ, ποιοι γυρνούσαν μετά τα μεσάνυχτα, τους ξενύχτηδες και τους μεθυσμένους. Πολλά τα διδάγματα, και οι προβληματισμοί.
-Αύριο το μεσημέρι εσύ Καργολάϊτ γυρνάς σε ντεϊμάνη, και βατσιμάνης πιάνει ο Στέλιος. Ανακοίνωσε ο λοστρόμος την ώρα του καφέ. Ο Καργολάϊτ αιφνιδιάστηκε, γιατί νόμιζε ότι θα ήταν μόνιμος βατσιμάνης καθ’ όλη την διάρκεια της εκφόρτωσης. Δεν ήταν όμως σωστό αφού κι άλλος ναύτης ζήτησε να μπει. Είπαμε ότι αυτά πάνε με την σειρά.
Την επομένη ο Καργολάϊτ μετά το βραδινό φαγητό δεν είχε σκοπό να βγει έξω από το πλοίο. Με τα ρούχα της σκάντζας, κάθισε επάνω σε μια μπίντα και παρακολουθούσε τους εξοδούχους. Όλοι του πληρώματος, παρέες – παρέες ή και μοναχοί, πλυμένοι, ξυρισμένοι, καλοντυμένοι, κατέβαιναν τη σκάλα του καραβιού και έφευγαν για την πόλη. Άλλοι περπατούσαν με τα πόδια, άλλοι με ταξί και ορισμένοι πιο τυχεροί τους περίμενε η κοπέλα του με κάποιο αυτοκίνητο. Την ώρα που κατέβαινε τη σκάλα ο γραμματικός είδε τον Καργολάϊτ καθισμένο στη μπίντα να καπνίζει το τσιγάρο του.
-Εσύ ρε Καργολάϊτ δεν θα βγεις;
-Όχι γραμματικέ. Δεν είμαι εγώ για εξόδους. Θέλω βέβαια να βγω αλλά φοβάμαι και τα έξοδα.
-Τότε να βγεις και δεν είναι ανάγκη να ξοδέψεις πολλά. Να πιείς μια μπύρα και να γυρίσεις. Έτσι για να σκοτώσεις την ώρα σου και μην σε κτυπήσει η λαμαρίνα.
Έφυγε ο γραμματικός, αλλά ο Καργολάϊτ προβληματίστηκε. Να βγει ή να μην βγει. Αλλά ο διάβολος έχει πολλούς τρόπους να σε παρασύρει. Μετά από λίγο βλέπει τον Γραμμάτιο ντυμένο στην πένα, με γραβάτα παρακαλώ, να περνά από μπροστά του και να κατευθύνεται στη σκάλα του καραβιού.
-Έλα ρε μαλάκα μαζί μου. Η Αμάντα έχει μια φιλενάδα που είναι χωρίς παρέα απόψε. Μπουκιά και συχώριο. Έλα σου λέω και θα καλοπεράσεις. Πήγαινε να βάλεις τα ρούχα σου και σε περιμένω. Άντε κουνήσου γιατί έχω αργήσει και με περιμένουν. Σαν ελατήριο πετάχτηκε όρθιος από την μπίντα. Περίμενε να αλλάξω ρούχα και έρχομαι. Ούτε δρομέας να ήτανε. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά οι δύο ναύτες κατέβαιναν τη σκάλα του πλοίου και με ταξί έφυγαν να συναντήσουν τα κορίτσια τους στο “BELUGA BAR”
Η Τερέζα ήτανε η φίλη της Αμάντας. Πολύ όμορφο κορίτσι που με το προκλητικό ντύσιμό της,- όπως ντύνονται όλα τα κορίτσια στα μπαρ-, εντυπωσίασε τον άπειρο και άβγαλτο ναύτη.
-Πώς σε λένε μίο αμόρε; ρώτησε η Τερέζα με καλά ελληνικά που είχε μάθει τόσα χρόνια που δούλευε σε αυτή τη δουλειά.
-Μικές είναι το όνομά μου. Αλλά λέγε με Καργολάϊτ για να μην μπερδευόμαστε. Όλοι έτσι με φωνάζουν. Η Τερέζα τον αγκάλιασε και τον φιλούσε με πάθος, την ώρα που το γκαρσόνι άφηνε την ψευτοσαμπάνια επάνω στο τραπέζι. Το δίκτυ έκλεισε με τον έρημο τον Καργολάϊτ μπλεγμένο στα βρόχια του.
Πέρασαν δέκα οκτώ ημέρες από την πρώτη ημέρα που βγήκε έξω ο Καργολάϊτ και γνώρισε την Τερέζα και ήλθε το πρωινό που το «ΙΚΤΙΝΟΣ» έλυσε τους κάβους του για να επιστρέψει στην Ευρώπη. Όλο αυτό το διάστημα κάθε βράδυ παρών στο μπαρ BELUGA χωρίς καμία απουσία παρακαλώ. Την τρίτη φορά που ζήτησε προκαταβολή από τον υποπλοίαρχο δεν του έδωσε. Ήδη είχε πάρει όλα τα δουλεμένα και χρωστούσε και ένα μηνιάτικο.
-Κατάντησες χειρότερος από τον Γραμμάτιο του είπε. Να δούμε τώρα πού θα βρεις λεφτά να στείλεις στο νησί.
Έκανε πως δεν άκουσε. Στην απελπισία του να βρει λεφτά για το τελευταίο βράδυ, πούλησε δύο ζευγάρια κουβέρτες που μόλις είχε αγοράσει από την Ισπανία για δώρο στις αδελφές του. Δε γίνεται να μην αποχαιρετήσει την Τερέζα. Πάντοτε τα φιλιά του αποχαιρετισμού είναι πιο νόστιμα και οι τελευταίες αγκαλιές πιο θερμές για να τις θυμάσαι..
Διπλοχρόνισε ο Καργολάϊτ στο πλοίο, που συνέχιζε τα ταξίδια του μεταξύ Ευρώπης και Νότιας Αμερικής. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα ξεμπαρκάρισαν, ήλθαν καινούργιοι, έφυγαν και αυτοί για να έλθουν άλλοι. Ακόμα και ο Γραμμάτιος ξεμπαρκάρισε. Δεν έφυγε κανονικά όπως όλοι οι άλλοι με τις βαλίτσες του γεμάτες και χοντρό νούμερο στο λογαριασμό του. Τον έδιωξε ο καινούργιος πλοίαρχος. Όταν έμαθε με τι κουμάσι είχε να κάνει, τον ξεμπαρκάρισε. Ας πάει στην Ελλάδα μήπως και βάλει μυαλό. Ο επόμενος θα είναι ο Καργολάϊτ εάν δεν συμμορφωθεί. Μάζεψε σε μια παλιά βαλίτσα τα λιγοστά του ρούχα και χωρίς δεκάρα στην τσέπη έφυγε για την Ελλάδα.
Ο Καργολάίτ στη ίδια πάντα θέση. Στην ίδια κατάντια. Κάθε φορά που το πλοίο έφευγε από την Βραζιλία, να χρωστά ένα και δυο μηνιάτικα. Πώς θα σταματήσει αυτό τον κατήφορο. Υποσχέσεις στον πλοίαρχο και στον εαυτό του, όρκους ότι στο επόμενο ταξίδι δεν θα ξοδέψει, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι δεν θα τους τηρήσει, αφού η Τερέζα κυριαρχούσε στη ζωή του.
Στο νησί άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα. Πολύ εύκολα και γρήγορα κυκλοφορούν διαδόσεις, φήμες, υποθετικά γεγονότα ανακατεμένα με πολλή φαντασία. Η ταλαίπωρη μάνα και οι αδελφές δεν ήξεραν τι να πιστέψουν. Αποφάσισαν να γράψουν και δεύτερο γράμμα στον πλοίαρχο. Στο πρώτο δεν πήραν απάντηση. Ο προηγούμενος καπετάνιος ήξερε ότι ο Καργολάϊτ δεν είχε στείλει έμβασμα στο νησί τα τελευταία δύο χρόνια. Έκανε όμως το κορόιδο. Στο κάτω- κάτω δεν τον ενδιέφερε τι κάνουν οι ναύτες του τα λεφτά τους. Αρκεί να κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Και ο Καργολάϊτ την έκανε και με το παραπάνω. Έτσι θεώρησε σκόπιμο να μην απαντήσει στη μάνα. Το δεύτερο γράμμα το παρέλαβε ο νέος Πλοίαρχος. Αυτός που είχε διώξει το Γραμμάτιο. Μόλις το διάβασε κάλεσε τον ναύτη στο γραφείο του. Ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε.
- Να ξέρεις ότι μόλις το πλοίο επιστρέψει στη Ευρώπη θα σε ξεμπαρκάρω. Θα σε διώξω γιατί αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Σου το λέω από τώρα καθαρά και ξάστερα για να μην μου παραπονεθείς μετά. Και οι μπροστάντζες στα λεφτά τέρμα. Ίσα-ίσα που θα έχεις εξοφλήσει τα όσα θα χρωστάς την ημέρα που θα σε απολύσω.
Με το που έφθασαν στο Ρίο, το πρώτο βράδυ ο Καργολάϊτ βρέθηκε στην αγκαλιά της Τερέζας. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει. Πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις του. Την στεναχώρια του όμως δεν μπορούσε να την κρύψει.
-Τερέζα δεν έχω δεκάρα. Και το χειρότερο είναι ότι ο νέος καπετάνιος είπε ότι θα με διώξει μόλις το πλοίο φθάσει στην Ευρώπη. Αυτός έδιωξε και το φίλο μας τον Γραμμάτιο.
- Αυτό είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα. Πρέπει να το πούμε στο miopatron που είναι και το αφεντικό εδώ μέσα. Αυτός σίγουρα θα μας λύσει το πρόβλημα. Πάω να τον φωνάξω...
Πήγε η Τεράζα να φωνάξει το αφεντικό, αλλά απουσίαζε σε άλλη δουλειά. Τα αφεντικά αυτού του είδους πάντοτε έχουν πολλές δουλειές. Καλό θα είναι να περιμένομε μέχρι να επιστρέψει. Πράγματι δεν άργησε να φανεί. Ενημερώθηκε ότι τον ζητούσε η Τερέζα. Βεβαίως τον Καργολάϊτ τον γνώριζε. Είναι ποτέ δυνατόν, να είσαι αφεντικό και να μην ξέρεις τον άνθρωπο που τώρα και δυο χρόνια δουλεύει για πάρτη σου και σου ακουμπάει ό,τι έχει και δεν έχει; Ολόκληρο περιουσιακό στοιχείο. Δεν πρέπει να το χάσεις. Πήγε και κάθισε στο τραπέζι τους. Ο Καργολάϊτ άρχισε κάτι να ψελλίσει, αλλά τον σταμάτησε η Τερέζα.
- Άφησε θα τα πω εγώ μίο αμόρε. Πριν ακόμα τελειώσει η Τερέζα το αφεντικό τη σταμάτησε
- Κατάλαβα. Δεν θέλω να ακούσω άλλα. Πες μου μόνο σε ποια ευρωπαϊκά λιμάνια πιάνει το βαπόρι σου όταν φεύγει από Βραζιλία;
- Άμστερνταμ, Ρότερνταμ, Αμβέρσα, Αμβούργο και πολλά άλλα απάντησε ο Καργολάϊτ.
- Τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Βάζει το χέρι στην τσέπη και βγάζει τον πάκο. Πάρε εκατό δολάρια για να μην αφήσεις το κορίτσι σου παραπονεμένο. Πριν φύγει το πλοίο θα τα ξαναπούμε. Ό,τι χρειαστείς πέστο στην Τερέζα. Και έφυγε βιαστικός. Ο Καργολάϊτ δεν πίστευε στα μάτια του. Εκατό δολάρια. Σχεδόν ένας ολόκληρος μισθός. Κόντευε να τελειώσει η φόρτωση και το αφεντικό δεν είχε ξαναφανεί στο τραπέζι της Τερέζας. Φρόντισε όμως και έφθασαν στα χέρια του Καργολάϊτ άλλα εκατό δολάρια όταν κόντευαν να τελειώσουν τα πρώτα. Την παραμονή της αναχώρησης του πλοίου εμφανίστηκε ξανά το αφεντικό και κάθισε στο τραπέζι τους. Ένα μπουκάλι από το πιο ακριβό ουίσκι, πάγος και τρία ποτήρια σερβιρίστηκαν άμεσα στο τραπέζι.
- Αύριο λοιπόν φεύγει το πλοίο. Θα μας λείψεις ρε φίλε μέχρι να ξαναγυρίσεις. Τα χρήματα είπαμε δεν θέλω να σε στεναχωρούν. Θα τα κανονίσω εγώ μιας και είσαι καλός φίλος. Θα σε στείλω εγώ φραγκάτο στο νησί και όχι αδέκαρο όπως είσαι τώρα. Γι’ αυτό υπάρχουν οι φίλοι. Να βοηθά ο ένας τον άλλο στην ανάγκη. Θα μου κάνεις όμως και εσύ μια μικρή χάρη. Αύριο λίγο πριν φύγει το πλοίο, θα περάσει η Τερέζα να σε αποχαιρετήσει. Θα είναι και κάποιος άλλος μαζί. Θα σου αφήσουν ένα μικρό δέμα. Έχω κάποιο φίλο στο Άμστερνταμ και του στέλνω κάποιο δώρο. Μόλις φθάσει το πλοίο, θα έλθει ο ίδιος να το παραλάβει. Όχι τίποτα σπουδαίο ή μεγάλο. Μέχρι πέντε κιλά δηλαδή. Θα το βάλεις μέσα στην ντουλάπα σου να μην το βλέπουν οι άλλοι και σου το κλέψουν. Εσύ δεν έχεις τίποτα να κάνεις. Μόλις φθάσεις στην Ευρώπη στο πρώτο λιμάνι θα έλθει ο φίλος μου να το παραλάβει. Απλά πράγματα. Κάτι πήγε να πει ο Καργολάϊτ, ίσως κάποια ερώτηση ή απορία, αλλά το αφεντικό δεν του επέτρεψε ούτε το στόμα του να ανοίξει.
- Τελειώσαμε τις κουβέντες. Αύριο, την ώρα που είπαμε θα παραλάβεις από τη σκάλα του πλοίου το δέμα. Χωρίς να περιμένει απάντηση άφησε άλλα εκατό δολάρια επάνω στο τραπέζι και έφυγε βιαστικός.
- Είδες αγάπη μου πόσο καλός είναι το αφεντικό; Μας άφησε κι άλλα χρήματα. Στο επόμενο ταξίδι θα σου δώσει αρκετά χρήματα για να πας στο νησί σου. Σου το υποσχέθηκε και ό,τι υπόσχεται το κάνει. Ο λόγος του είναι συμβόλαιο.
-Τι έχει μέσα το δέμα Τερέζα; Ξέρεις;
- Όχι αγάπη μου δεν ξέρω. Σίγουρα κάποιο δώρο. Έχει στείλει πολλές φορές δέματα σε φίλους του στην Ευρώπη. Ποτέ όμως δεν υπήρξε πρόβλημα. Έλα mioamore. Μην το σκέφτεσαι. Όλα θα πάνε καλά.
Την επομένη λίγη ώρα πριν τον απόπλου, η Τερέζα έφθασε με ταξί. Μαζί με τις αγκαλιές και τα φιλιά του αποχωρισμού, παρέδωσε το δέμα στον Καργολάϊτ , ο οποίος βιαστικά ανέβηκε την σκάλα του καραβιού και το κλείδωσε στην ντουλάπα της καμπίνας του, όπως ακριβώς του είχε πει ο προϊστάμενος.
Το πλοίο βγήκε από το λιμάνι του Ρίο και ανοίχτηκε στον Ατλαντικό. Χωρίς κανένα απρόοπτο, την ημέρα και την ώρα που είχαν υπολογίσει, το «ΙΚΤΙΝΟΣ» πλεύρισε σε εμπορική προβλήτα στο τεράστιο λιμάνι του Άμστερνταμ. Ανέβηκε ο επιθεωρητής γιατρός, και μετά από λίγο ο δόκιμος κατέβασε την κίτρινη σημαία της καραντίνας. Η ελευθεροκοινωνία είχε δοθεί. Ο λοστρόμος με τους ναύτες άρχισαν να απασφαλίζουν τις μπουκαπόρτες και να ανοίγουν ένα – ένα τα αμπάρια. Η εκφόρτωση θα άρχιζε άμεσα. Ξαφνικά μία ομάδα τελωνειακών ανέβηκε στο πλοίο και κατευθύνθηκε στο γραφείο του πλοιάρχου. Οι τελώνηδες στα λιμάνια της βόρειας Ευρώπης δεν προκαλούν καμία ανησυχία. Συνήθως κάνουν ένα δειγματοληπτικό έλεγχο, και γρήγορα αποχωρούν. Αυτή τη φορά όμως δεν έφυγαν. Θα ψάξουν το πλοίο – είπαν-. Όλο το πλήρωμα στις καμπίνες τους. Ανοιχτές πόρτες και κλειστά τα φινιστρίνια. Όταν μπήκαν στην καμπίνα του Καργολάϊτ ήταν πολύ φιλικοί μαζί του. Χαμογελούσαν. Μόνο αυτό το αναθεματισμένο σκυλί γαύγιζε συνεχώς και προσπαθούσε με τα νύχια του να ανοίξει την κλειδωμένη ντουλάπα. Με ένα κατσαβίδι η πόρτα άνοιξε πολύ εύκολα και το δέμα βρέθηκε σκεπασμένο με μία κουβέρτα. Την επόμενη στιγμή φόρεσαν χειροπέδες στον Καργολάϊτ.
- Πεντέμισι χρόνια έμεινε στις Ολλανδικές φυλακές. Και στάθηκε πολύ τυχερός που τον έπιασαν στην Ολλανδία και όχι σε κάποιο από τα λιμάνια της νότιας Αμερικής στην Βραζιλία ας πούμε. Εκεί οι φυλακές είναι πολύ διαφορετικές από τις Ευρωπαϊκές. Συνήθως με τέτοια αδίκημα δεν ξαναβγαίνεις ποτέ. Στην Ολλανδία όμως τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα και ο χρόνος πέρασε γρήγορα. Φυλακισμένος έμαθε πολλά πράγματα που δεν τα γνώριζε. Καλά λένε ότι οι φυλακές είναι μεγάλο σχολείο. Στις φυλακές έχασε και όλα του τα μαλλιά. Από την πολλή στενοχώρια. Όταν πλησίαζε ο καιρός να αποφυλακιστεί ντρεπόταν. Με τι μούτρα θα πάει στο νησί; Στη μάνα του. Στις αδελφές του. Τι να τους πει; Πώς να δικαιολογηθεί; Οι άλλοι κρατούμενοι τον συμβούλεψαν να μην πει τίποτα. Δεν χρειάζεται. Κανένα δεν ωφελεί να μιλάνε για το παρελθόν. Πρέπει να ξεχάσει το παρελθόν. Να πάει στο νησί σαν να μην συνέβη τίποτα.
- Στο νησί του φέρθηκαν καλά. Κανένας δεν τον ρώτησε πώς και γιατί. Για την φυλάκισή του ούτε κουβέντα. Ούτε οι αδελφές του που είχαν παντρευτεί και οι δύο. Οι γαμπροί πολύ εξηγημένοι. Κάποια μέρα όμως την πέταξε την κουβέντα του στο πρώτο γαμπρό.
-Εγώ το σπίτι που σου υποσχέθηκα θα σου το φτιάξω. Δεν το ξέχασα ποτέ.
-Αυτά είναι παλιά Μικέ. Εγώ και η αδελφή σου είμαστε μια χαρά. Καιρός είναι να κοιτάξεις τώρα τον εαυτό σου.
Ο Μικές έμεινε στο νησί λιγότερο καιρό από όσο υπολόγιζε. Όταν ετοιμάστηκαν τα καινούργια χαρτιά και το νέο ναυτικό φυλλάδιο γιατί το παλιό είχε χαθεί, έφυγε για τον Πειραιά να βρει καράβι. Πολύ γρήγορα βρέθηκε επάνω στον «ΩΚΕΑΝΟ» φορτωμένο σιτάρι για Ινδίες. Μια καινούργια ναυτική ζωή άρχισε για τον Μικέ….
Σημείωση: Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο με τίτλο "Θαλασσόλυκοι του Αιγαίου"
*Ο Μιχάλης Καρπαθάκης είναι συνταξιούχος Πλοίαρχος Ε.Ν.