Ο ήλιος που ήρθε απ’ τα σκαλοπάτια…
«O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν’ ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα… χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό…».
Αυτό είπε ο μακαρίτης ο Γκαίτε, και με πρώτη ανάγνωση, αισθάνεσαι μεγάλη ικανοποίηση. Μπροστά όμως σ’ αυτό που βίωσα το πρωινό εκείνης της Τετάρτης, ο Γκαίτε και οι σοφίες του φαντάζουν φτωχά λογύδρια.
Κάθισα να πιω τον πρωινό καφέ μου, εκεί, στο γνωστό πια-αγαπημένο τραπεζάκι, κάτω απ’ τη φυλλωσιά του Γέρο Πλάτανου.
Όμως η μέρα είχε εκπλήξεις… Νάσου και βλέπω να κατέρχεται το φως! Παρά τα σχεδόν ενενήντα της χρόνια, η γνώριμη-αέρινη σιλουέτα κατέρχεται με εφηβική άνεση τα κακοσχεδιασμένα-ακανόνιστα σκαλοπάτια, που λες και τα σχεδίασαν γιατροί ορθοπεδικοί για να γκρεμοτσακίζονται οι άνθρωποι! Καμιά σημασία δεν έχουν τα ονοματεπώνυμα. Ή μάλλον έχουν, αλλά, ξέρω πως, δεν θα της άρεσαν τέτοιες αναφορές…
Παράξενο, αλλά σ’ όλες αυτές τις εννιά δεκαετίες, νομίζεις πως η ανατολή του ήλιου γίνεται από το πρόσωπό της! Έτσι τη θυμόμαστε και στη νεότητά της. Απαστράπτουσα και λαμπερή, να εκπέμπει άπλετο φως! Το φωτοστέφανό της, πάντα ευδιάκριτο στο μακρόστενο πρόσωπό της, σαν μια φωτεινή γιρλάντα. Γαλανά μάτια, άσπρο σαν κρίνος πρόσωπο, καθαρή ματιά… Άτυχη όμως. «Το καλό απίδι το τρώει ο χοίρος», λέει σοφά μια παροιμία που λες κι ειπώθηκε για κείνη! Όλη αυτή τη λαμπηράδα, την κατανοείς απόλυτα, μόλις ανοίξει το στόμα της. Γιατί αμέσως αντιλαμβάνεσαι πως, το στόμα είναι απλά το εργαλείο της εκφοράς του λόγου. Το αργαστήρι των λέξεων είναι βαθιά, στο χρυσορυχείο του μυαλού της!
Την καλημέρισα εγκάρδια κι ένας ποταμός Καζαντζάκειων στοχασμών ξεχύθηκε εμπρός μου!
«Ακούω κάποιους και λένε πως έχουνε βάσανα. Το Χαράκι του Λιβανού* έχω καταπιεί και δεν βαρυγκώμησα ποτέ μου κι αυτοί κλαίνε κι οδύρουνται γιατί σπάσανε ένα ποτήρι»!!!
Πιάνω το φλιτζάνι, αλλά… το χέρι δεν υπακούει να το ανεβάσει ίσαμε τα χείλη μου. Τόσο απορροφημένο ήταν το μυαλό που δεν είχε καμιά διάθεση για… αλλότρια. «Και δε με γνοιάζει ωστοσονά για τσ’ άλλους, αλλά έχω και τσοι παπάδες να με φοβερίζουνε πως θα ποθάνω. Ντα ήζησα μπρε παιδί μου για να ποθάνω; Ας φοβερίζουνε τσ’ απατούς τους»…
Επιχειρώ να πιάσω το ποτήρι με το νερό, να υγράνω τα ξεραμένα χείλια μου, αλλά… αισθάνομαι ολοκληρωτική αιχμαλωσία από το χειμαρρώδη-στοχαστικό λόγο: «Με φοβερίζουνε που λες με την κόλαση, αλλά… δεν γνωρίζουνε πως σαν την κόλαση που έχω ζήσει αποκλείεται να είναι η δική τους! Κι ύστερα αυτοί άραγε προς τα πού θα τραβήξουν; Μήπως νομίζουνε πως κι εκεί έχει άμβωνες»;;;
«Με φοβερίζουνε με τη φωθιά, μα εγώ δεν τη φοβούμαι γιατί έχω καεί πολλές φορές…»…
Αδυνατώ να ψελλίσω ο,τιδήποτε. Μέσα από τη στοχαστική σήραγγα του Βιαννίτη θηλυκού Καζαντζάκη διέρχονται αλλεπάλληλες σοφίες που δίνουν χαστούκια στους καθωσπρεπισμούς και στα μικρόψυχα φετίχ. Γιατί εδώ που τα λέμε, είναι γνωστό το πως καθορίζονται τα κοινωνικά πρότυπα, ποιοι κραδαίνουν πύρινες ρομφαίες, και ποιοι προσδιορίζουν την ηθική ορθότητα.
Ομολογώ πως, δυσκολεύομαι να ταξινομήσω τα όσα ενδιαφέροντα μου εμπιστεύεται. Ο λόγος της εκφέρεται με άπιαστες ταχύτητες, που μόλις προλαβαίνω να τον εισαγάγω στο σκληρό δίσκο του μυαλού μου…
«Οι άνθρωποι είμαστε ανήμερα θεριά… Σκοτώνομε καλού κακού… Κι επειδή κόβει το μυαλουδάκι μας, ανάμεσα στα άλλα, ανακαλύψαμε και τις γομολάστιχες. Μόνο που αυτές, μπορούν να σβήνουν τα γραφτά μας λάθη. Τα προφορικά όμως; Πώς σβήνουνε»; Μένω ενεός… Την κοιτάζω με θαυμασμό! Την παρακαλώ να καθίσει, να την κεράσω ένα καφέ… Να κερδίσω χρόνο. Ποιο χρόνο; Σοφία θέλω να κερδίσω… Ο χρόνος δεν κερδίζεται… Το περιεχόμενό του έχει την αξία, κι εγώ θέλω να γεμίσω τα κενά του με το στοχαστικό λόγο της συνομιλήτριάς μου. «Α, δεν σου ’πα και το άλλο με τα σβηστήρια», συνεχίζει στον ίδιο ειρμό… «Δεν τους έφταναν οι γομολάστιχες, ανακάλυψαν και τη μπογιά; Πώς διάβολο το λένε; Ναι, αυτό, το… μπλάνγκο! Αλλά ξεχνούν πως αυτό σκεπάζει τις ψευτιές, δεν τις σβήνει… Όταν θέλει κάποιος να μάθει για τις βρωμιές μας, μπορεί να σκαλίσει και θα τις βρει»…..
… Να το ’χετε υπόψη ετούτο το τελευταίο… Το μπλάνγκο μουτζαλώνει, αλλά δεν σβήνει… Αργά ή γρήγορα θα τα βρούνε… Μην έχετε αυταπάτες γιατί, κάπως έτσι την πάτησε η στρουθοκάμηλος…
*Το Χαράκι του Λιβανού, είναι ένας θεόρατος βράχος, ψηλά στη συνοικία Σωρός, της Άνω Βιάννου.
**Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 10 Οκτώβρη του 2019