«Ο Θείος» - Του Ιωάννη Κονδυλάκη
Ο Ι. Κονδυλάκης επανήλθε στην γενέτειρά του, Άνω Βιάννο, αρχές Σεπτεμβρίου 1919 και παρέμεινε στην κωμόπολη ολόκληρο σχεδόν τον μήνα. Οι αναγνώστες δεν θα διαπιστώσουν μόνο τον γλωσσικό πλούτο του συγγραφέα, αλλά και τις μεγάλες αλήθειες των γραφομένων του. Δυστυχώς, ο αναγνώστης θα νομίσει ότι κάποιες από τις επισημάνσεις του συγγραφέα γράφτηκαν πριν από… λίγο!!! Αυτό βέβαια, υποδηλοί αφενός τον προφητικό λόγο του συγγραφέα και αφετέρου την κρατική αβελτηρία. Η εν λόγω ανταπόκριση έχει τον τίτλο «Ο Θείος».
«Ευρίσκομαι περίπου εις την κατάστασιν, που ο μύθος αποδίδει εις τον αρχαίον συμπολίτην μας Επιμενίδην. Αφού εκοιμήθη επί σειράν ετών επανεύρεν όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα άγνωστα και παρηλλαγμένα. Οι νέοι του χωριού απουσιάζουν εις τον στρατόν. Υπολείπονται μόνον μεσόκοποι, γέροντες και παιδιά. Εκ των πρώτων δε ελαχίστους αναγνωρίζω και αυτούς μετά μεγάλης δυσκολίας. Εις των πλείστων τας γηρασμένας μορφάς διακρίνω μίαν απωτάτην τρόπον τινά ομιχλώδη ανάμνησιν. Και αν αναγνωρίζω δύο ή τρεις φυσιογνωμίας, δεν ενθυμούμαι τα ονόματα. «Γνωρίζεις με»; Με ρωτούν τινές εκ των προσερχομένων να με χαιρετίσουν. «Τουλόγου σου γνωρίζεις με»; Ερωτώ κι εγώ. «Όϊ, λέγει με το συνειθισμένον αστείον∙ κι ανέ σε θώρουνα να σε δέρνουνε, ίσως σου ’διδα μερικές κι εγώ». Τα παιδιά και τα κορίτσια είναι πληθυσμός άγνωστος. Και είναι, ζωή νάχουν, αληθινός πληθυσμός τα παιδιά των συγγενών μου. Έρχονται και έρχονται δια να χαιρετίσουν τον θείον. Εδώ είμαι κυρίως θείος και το χέρι μου έχει γίνει εικονοστάσιον. Εις εκ των συγγενών μου μου λέγει: «Επειδή είναι η εποχή των ρογδιών, τα μούτρα των παιδιών έχουν αράπικα χάλια. Αλλ’ ο περιμενόμενος ερχομός σου συνετέλεσε να περιποιηθούν την καθαριότητα. Από ημερών που σε περιμέναμε, όλο τσι βρύσες επολιορκούσανε». Παρατηρώ όμως ευχαρίστως ότι τα πολυάριθμα παιδιά του χωριού είναι εύρωστα και ζωηρά. Το σπίτι όπου κατέλυσα είναι εις το κάτω μέρος του χωριού, όπου είναι η αγορά και όπου ήτο άλλοτε το κέντρον και το τζαμί των Τούρκων. Και το πρωί, αφυπνισθείς, βλέπω το χωριό αναρριχώμενον εις την κατωφέρειαν, εντός πλαισίου από ελιές, καρυάς, πλατάνους και άλλα υψηλά δένδρα. Ως απόσπασμα δε προπορευόμενον φαίνεται ο συνοικισμός Λουτράκι. Και ως να έφυγα χθες, ακούω να έρχονται από τας αμφιθεατρικάς στέγας αι φωναί των γυναικών, τας οποίας ήκουα κατά τους παιδικούς μου χρόνους, από αυτά τα δώματα: «Γιωργιό ε Γιωργιό! Μωρή Γαρεφαλιά»! Το κάτω, το επίπεδον μέρος του χωριού διασχίζει η λεγομένη αμαξιτή οδός, την οποίαν η επελθούσα νυξ δεν επέτρεψε να θαυμάσω κατά την άφιξίν μου. Η οδός αυτή είναι η μεγάλη ελπίς και η πικρά απογοήτευσις των δυστυχών κατοίκων αυτού του απόκεντρου μέρους. Η οδός αύτη έγινεν ως αρχή της συγκοινωνίας με το Ηράκλειο, με την επιφύλαξιν να προχωρήσει αντιθέτως και μέχρις Ιεραπέτρου. Αλλ’ αφού κατεσκευάσθη εν χιλιόμετρον, εγκατελείφθη. Και οι χωρικοί της επαρχίας, δια να μεταβαίνουν εις Ηράκλειον, είναι ηναγκασμένοι να κινδυνεύουν εις την Κουτσούραν και την κατάβασιν της Εμπάρου. Ενώ δε η μέχρις Ηρακλείου απόστασις δεν έπρεπε να είναι ανωτέρα των 7 ωρών με μουλάρια, τώρα, κατά τον χειμώνα, και 14 ώραι δεν είναι αρκεταί. Μεταβαίνω εις τον Πλάτανον, αρχαίον γνώριμον. Σκιάζει την μικράν προ των σχολείων πλατείαν και εκεί κάνω ευρυτέραν αναγνώρισιν με τους χωριανούς μου. Καίτοι δεν έχω και άλλας αφορμάς, πείθομαι έτι μάλλον ότι εγήρασα βλέπων να προσέρχονται εις το χειροφίλημα ανεψιοί και ανεψιαί με λευκάς τρίχας. Αλλά δεν μου φαίνεται ολιγώτερον πικρόν ν’ ακούω από γεροντότερους: «Μα πώς εγήρασες ετσά»; Κάνω όμως και μίαν ανακάλυψιν. Περί της ηλικίας μου δεν είχα βεβαίαν ιδέαν. Αλλ’ ο Νικολάκης Στιωτάκης, ο οποίος μου εχρησίμευσεν ως πρότυπον του Αστρονόμου εις τον «Πατούχαν» και σήμερον έχει φθάσει εις βαθύ γήρας μου λέγει: «Εγώ ξέρω πότε γεννήθηκες. Το Δεκέμπρη του ’62. Και λες πως εγέρασες από ’δα»;
Ι. Κονδυλάκης («Νέα Εφημερίς» 17-9-1919)