Μες της μάχης τη φωθιά με πήρες Χάρε…


Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι άναψε ένα φως
Χερουβείμ, Σεραφείμ σ’ έφεραν στη γη…
Και τώρα;
Νύχτα μέσα στα μάτια σου, νύχτα και στην καρδιά σου….
Αγαπημένε μου Μιχάλη…
Στις ατέλειωτες κουβέντες μας, πάντα μού έβαζες δύσκολα…
Δεν μπορούσα όμως να φανταστώ, ότι θα σήκωνα και το μαρτυρικό ετούτο σταυρό τού αποχαιρετισμού σου…
Το χαστούκι αυτό δεν αντέχεται…
Ξάφνου, σακατεύτηκε ο νους, το λεξιλόγιό μου στέρεψε, και το χέρι δήλωνε αδυναμία για να γράψει.
Με τα μάτια θολά, προσπαθούσα να γυρίσω πίσω τη μπομπίνα των αναμνήσεων…
Μπροστά στην αδυναμία μου αυτή, πήρα την απόφαση να σου μιλήσω με τους μελοποιημένους στίχους των ποιητών μας που ήταν τα δικά μας-θλιμμένα τραγούδια.
Γιατί τα θλιμμένα τραγούδια αγαπήσαμε. Αυτά τραγουδούσαμε. Αυτά μας άγγιζαν, αυτά μας εξέφραζαν, αυτά μιλούσαν στις καρδιές μας, αυτά μας έφερναν εγγύτερα.
Ίσως επειδή, γράφτηκαν από πολυβασανισμένους ανθρώπους που διώχτηκαν για την ιδεολογία τους. Αυτά τα τραγούδια εξέφραζαν τις διώξεις και τις φτώχειες και των γονέων μας.
Με τα ίδια αυτά-θλιμμένα τραγούδια ξορκίζαμε και τις δικιές μας ανέχειες, αλλά μ’ αυτά τραγουδήσαμε τον έρωτα όπως και τις αγωνίες μας για ένα καλύτερο κόσμο.
«Και τώρα πού να κρατηθώ, πού να σταθώ πού θάμπω»;
Μου λες;
«Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν»;
Μετά από την γκρίζα-καταραμένη προχθεσινή Κυριακή, αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω ίσαμε τη γειτονιά σου, εκεί στην απαρχή της πολυτραγουδισμένης σκάλας του Άη Γιώργη… Το τραπεζάκι άδειο… άδειες κι οι καρέκλες, αυτές που καθόμασταν μέχρι και τον περασμένο Ιούλη, ενώ τα κιτρινισμένα φύλλα της βερικοκιάς συμπλήρωναν το θλιμμένο σκηνικό…
«Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
Και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη δύση
Κι εγώ σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
Και σαν ανατολή»…
Κοίταξα τις κλειστές πόρτες του πατρικού σου σπιτιού κι ύστερα απέστρεψα το πρόσωπό μου.… Η χειμωνιάτικη βροχή με βίτσιζε αλύπητα και τα υγρά μάτια μου, θόλωσαν εντελώς την εικόνα…
«Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής
που πηγαίνεις μονάχος
Ούτε πόρτα να μπεις
Πέτρα να σταθείς
Κι όπου πας, χλωμό παιδί
Ο καημός σου στη γωνιά
Σε καρτερεί»…
Έριξα μια τελευταία ματιά στην μυρτιά της αυλής. Ήταν κατάλυπη….
Κι όταν τη ρώτησα:
«Πες μου μυρτιά να σε χαρώ
Πού θα βρω χώμα και νερό»…
Και τότε, την ώρα π’ άνοιγα πανιά είδα και δάκρυσε η μυρτιά…
Έφυγα….
Κάθε λίγο κοιτούσα πίσω, σ’ αυτή τη γνώριμη-αγαπημένη σου θέση, έχοντας την φρούδα ελπίδα πως θα σε ξαναδώ να κάθεσαι και να περιμένεις το Γιώργη το σύντεκνο, τον Μπάμπη, το Σπύρο, τον Αποστόλη κι εμένα…
Πόσο ανέφικτη ήταν η επιθυμία μου…
«Ξάφνου η ομίχλη έκρυψε το σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει…
Συνειδητοποίησα την πικρή αλήθεια, τη σκληρή σαν ατσάλι…
«Πώς να σε λησμονήσω
πες μου, πώς να σ' απαρνηθώ;
Πώς να σε συντροφέψω καλέ μου
στον ουρανό που πας,
κουράγιο πού να κλέψω αητέ μου
που δε φτεροκοπάς;
Πού 'ν' τ' άνθη να σκεπάσω
το κορμί σου τ' ασάλευτο,
πού να βρω να σωπάσω
της καρδιάς τ' αναφιλητό»;
Έφυγα από το πατρικό σου ηττημένος κατά κράτος… Για μια στιγμή σκέφτηκα να πιάσω τα βουνά και τις λαγκαδιές… Να ανέβω το Μυρταρά, να φτάσω ψηλά ίσαμε το Χαλασιά…
«Σε ποιο βουνό απόψε που πονώ
να πάω να βρω τ' αθάνατο νερό
Σε ποια οξιά θα βρω τη μοναξιά
Σε ποια πηγή θα γειάνω την πληγή»;…
Κοντοστάθηκα στο δισταύρι του Σηφάκη σαστισμένος… Ένοιωθα να είμαι χαμένος που δεν ήξερα προς τα πού να τραβήξω…
Δεν ήξερα
«Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός
Να βγω να περπατήσω
Να βρω τη μαύρη μοίρα μου
Βαριά να της μιλήσω
Να κάτσουμε σε μια γωνιά
Και να τα πούμε οι δυο μας
Ποιος είναι αυτός που έφτιαξε
Το μαύρο ριζικό μας»….
Κατέβηκα στη δημοσιά… Τράβηξα πέρα για το μεγάλο πλάτανο… Ερημιά… Ο Κονδυλάκης μόνος, κρύο μάρμαρο κι εκείνος…
«Νύχτωσε νωρίς στην οικουμένη
ψάχνω σε φωνάζω δεν μ' ακούς
βλέπω τα ηφαίστεια στους δρόμους
με φωτιές να καίν' τους ζωντανούς»…
Προχωρώ προς το Καρύδι… μήπως καταφέρω να ξελαμπικάρω, να διαχειριστώ την αφόρητη εντός μου ερημία. Αισθάνομαι να πνίγομαι από τα «γιατί», τα «αν» και τα «ίσως»…
Περιστεράκι της φτωχιάς μου αυλής
Που σ' είχα συντροφιά κι ελπίδα μόνη
Ξεψύχησες απόψε μεσ’ στα χέρια μου
Και κλείσαν τώρα τ' ουρανού οι δρόμοι…
Βροχή στα δειλινά κι ελπίδα πουθενά…
Γύρισα ξανά απ’ την αρχή τη μπομπίνα των αναμνήσεων… Καρέ καρέ να σκάνε οι μαγικές μας παρέες… Κι εσύ να τραγουδάς με τη γλυκιά φωνή σου:
«Παίρνω την ανηφοριά και σου φέρνω την καρδιά μου
καρδιά μου σ’ αποθύμησα και τούτη τη βραδιά
Και σεργιανώ τις γειτονιές τους δρόμους τα σοκάκια
σε βρίσκω μπρος στην πόρτα σου σε παίρνω αγκαλιά»…
Κι ύστερα ένα άλλο αγαπημένο σου τραγούδι: …
«Ήταν πρωί στα μάτια σου
Κι ο ήλιος στα μαλλιά σου
Που 'γειρα και κοιμήθηκα
Μέσα στην αγκαλιά σου»
Ναι, έτσι ακριβώς αγαπημένε μου Μιχάλη…
Ξαναγυρίζω στα παλιά… στα πρώτα μεταχουντικά χρόνια, σ’ εκείνες τις φανταστικές ατέλειωτες λαοθάλασσες στις επετειακές εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου με μάτια δακρυσμένα στους μεγάλους δρόμους κάτω απ’ τις αφίσες!!!
Κι ύστερα έρχεται η ψυχρή πραγματικότητα…
Τα νέα δυσάρεστα από την πρωτεύουσα… Ο Στέλιος, η Μαίρη σε ένα ατέλειωτο τηλεφωνικό μπαράζ….
Ώσπου, στις 22 Σεπτέμβρη, λίγο πριν εισαχθείς στο Αττικό Νοσοκομείο για να χειρουργηθείς, χτυπάει το τηλέφωνό μου. Ήταν πρωί, 8 παρά 5 ακριβώς… και στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η γνώριμη-μπάσα δική σου φωνή. Πρώτη φορά ήσουν τόσο τηλεγραφικός! «Μπαίνω… Χαιρετώ, αλλά δεν αποχαιρετώ…»!
Κι ύστερα… η κλιμάκωση της αγωνίας όλων μας για την εξέλιξη της υγείας σου…
Όλοι προσευχόμασταν… Όλοι ελπίζαμε…
Όλοι προσπαθούσαμε να αλληλοπαρηγορηθούμε…
Ώσπου… ήρθε ένα άλλο τηλεφώνημα, να μας αποτελειώσει….
Ήταν το τηλεφώνημα του στενού σου συνεργάτη, του Γιώργου, για να μου πει… ότι, δυστυχώς, ταξίδεψες για τα επουράνια…
«Και στάλαξε πίκρα η Κυριακή
και η πικρή μου η ρακή
φωτιά στον ουρανίσκο»
Να μιλήσω για τα επιτεύγματά σου… Θα χρειαζόμουν πολύ ώρα…
Θα αρκεστώ τηλεγραφικά να αναφέρω τα ελάχιστα:
- Η αγάπη σου για τη Βιάννο μας… η οποία θα πρέπει να αποτελέσει το μπούσουλα για όλους τους Βιαννίτες της διασποράς….
- Το γραφείο σου, που ήταν το λίκνο της φιλοξενίας των Βιαννιτών της Αθήνας… και το απάγκιο κάθε Βιαννίτη που είχε ανάγκη νομικής υποστήριξης…
- Ο κρυφός αλτρουισμός σου…
- Οι αδιαπραγμάτευτες ιδεολογικές σου αξίες…
- Και τέλος, η οικογένειά σου… Η σύζυγός σου και τα δυο πανάξια παιδιά σας που κοσμούν τον κόσμο μας…, όπως και η αδερφή σου, η Μαρίνα…
Αδερφέ μου…
«Έφυγες νωρίς και όλα μείνανε στη μέση
Ό, τι και να πω, ακροβασίες στο κενό»
Πολύ βιαστικός ήσουν… Μιχάλη μου
Γιατί τόση βιασύνη ρε φίλε… γιατί τόση σπουδή να πετάξεις στα αστέρια;
Σου διπλοπαραγγέλνω:
«Στον άλλο κόσμο που θα πας
Κοίτα μη γίνεις σύννεφο
Κι άστρο πικρό της χαραυγής
Και σε γνωρίσει η μάνα σου
Που καρτερεί στην πόρτα…
Μην πιεις νερό και μας ξεχάσεις
μην πιεις νερό της λησμονιάς
Σύννεφο γίνε και σεριάνα
στον ουρανό της γειτονιάς…
Τα μάτια δώσ’ μου να σε δω,
τα χέρια να σ’ αγγίξω.
Κουράγιο στείλε να σωθώ,
τον πόνο μου να πνίξω.
Τώρα που πας στη ξενιτειά
πουλί θα γίνω του νοτιά
γρήγορα να σ’ ανταμώσω.
Με τι καρδιά να σ' αποχαιρετήσω
Με τι καρδιά τραγούδι να σου πω
στον ουρανό με τ' όνειρο θα ζήσω
στον ουρανό σαν άστρο θα χαθώ
Να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς
Καλό ταξίδι καρδιά μου…
*Πρόκειται για τον αποχαιρετισμό που εκφωνήθηκε στην εξόδιο ακολουθία του πολυαγαπημένου μου-αδερφικού φίλου, του Μιχάλη Μπριντάκη (Δικηγόρου) που ετάφηκε στο Β’ Νεκροταφείο Αθηνών