Η ευχή του πατέρα

Γιε μου δεν ήβρηκα χρυσό και λύρες να σ’ αφήσω,
ούτε αμπέλια δίστυλα με τα κελάρια οπίσω.
Μήδε Μαδάρες με οζά, ούτε ελιές τσουνάτες,
ούτε φαμέγιους για δουλειά και δυνατούς εργάτες.
Δεν έχω μήδε κατοικιές ούτε περβόλια ορίζω,
μήδε μουλάρια άγκριγια έχω να κουλαντρίζω.
Το μόνο που εκατάφερα σε τούτηνέ τη ζήση,
στο κούτελο μου όποιος στραφεί να τόνε καθρεφτίσει.
Γι’ αυτό κι εγώ κληρονομιά όξω από τσοι ευκές μου,
σου ’φηνω δώρο ακριβό να ’χεις τσοι ορμινιές μου:
Μη κάμεις φίλο στο κρασί,
κι εχθρό με μια κουβέντα
στ’ αλλού τον πόνο μη γελάς
τον εδικό σου γλέντα.
Να μη ζηλεύεις τα λεφτά,
κι άδικο να μη κάνεις
και μόνο για τη λευτεριά
τα άρματα να βγάνεις...
Θεόφιλος Χριστουλάκης