Η Αγία Ανάσταση στο Καστρί
Οι λιγοστοί χωριανοί, που ήτανε μόνιμοι ξωμονάρηδες στα σκυφτά πέτρινα μετόχια του νοτερού γιαλού στο Καστρί, καβαλικεύανε τα χτήματα και σε μια ώρα ξεγιαλίζανε, εβγαίνανε στο χωριό, για να λειτρουηθούνε.
Στο Καστρί απαντήχνανε τα ξωμονάστηρα τ’ Αϊ - Δημήτρη αψηλά στην Πετριθιά και τ’ Αϊ-Γιώργη πιο κάτω στο σόπατο της φλέγας. Μα τα ξωκλήσα εκείνα λειτρουγούντανε μόνο μια φορά το χρόνο της χάρης τως κι ολοχρονίς του χρόνου ήτανε αξεκλείδωτα, όσοι περαστικοί, μετοχάρηδες γή ταξιματάρηδες θέλανε να προσκυνήσουνε, ν’ άψουνε κερί γή τα καντήλια γή να προσευκηθούνε.
Μα πολλοί απ’ τις νεότερες γενιές, σα μισέψανε για τις μεγάλες πολιτείες, αποκατασταθήκανε και ριζώσανε και οι αποδέλοιποι μισέψανε στο γιαλό με τα πρώιμα κηπευτικά να πορευτούνε κι εκείνοι και το χωριό ήρχιξε να γερνά.
Καινούργιο χωριό θεμελιώσανε στα ζεστά χώματα του Καστριού οι Χοντριγιανοί. Αποξεχάσανε τα κρυγιά σοκάκια του γερασμένου χωριού, κλείσανε τα σπίθια ντως και το κλειστό σπίτι κάνει κακό ρημαγμένο. Σαν σωψυχώθηκε μιαολιά το καινούργιο χωριό, στο γιαλό θέλανε πια να κάνουνε δικό ντως και θα λαμπροσκολιάσουνε στην καινούργια ενορία ντως, στο Καστρί.
Είχε περάσει το μεσοσαράκοστο. Κάθε μέρα ανιμένανε να φανεί ο παπάς μα δε φαινότανε. Το γυναικομάνι σύρμα παραπονιότανε.
- Α δεν πάω στην εκκλησά τσ’ όμορφες μέρες ν’ κούσω δύο γράμματα δε μου κολλούνε οι σκόλες, συχνόλεγε η Στελιανή τ’ Αντρέα.
- Ετουρκέψαμε επαέ στην αμοναξά μας. Επομείναμε χωρίς Θεό, είπε η Αντώναινα.
Πέρασε και του Μεγάλου Κανόνα δίχως καμπάνα να παίξει τσ’ αγρυπνιάς. Μηδέ και την ανάσταση του Λαζάρου οι γιαλιώτες λειτρουηθήκανε. Μήδε βαγιοσταυρούς τω Βαγιώ πήρανε και όπου σμίγανε οι γιαλιώτες και οι γιαλιώτισσες λαλούσανε τουτηνιά την κουβέντα.
- Να τουρκέψομε θέλει εμείς που είμαστε ξωμονάρηδες στο γιαλό, είπε η Μαρία τσ’ Ελπίδας. Δίχως λειτουργίες κι αγρυπνιές το μεγαλοβδόμαδο και χωρίς εθίματα του τόπου μας δε νιώθω πως σιμώνουνε τα λαμπρόσκολα, είπε η Μαρία τση Στασάς.
Σωπάτε, μπρε κι ο άγιος δεσπότης ο Νεκτάριος είπε πως δα κάμει το θέλημά μας και δα το κάμει, έλεγε και ξανάλεγε ο Χριστοδουλομανώλης.
Μα σαν πάτησε η Μεγαλοβδομάδα, η στενωχωρία και η νοσταλγία, μεγάλωσε. Στης Μαρίας τσ’ Ελπίδας το σπίτι είχανε σμίξει η θεία - Καντίκω η Θεοδόσαινα, η Μαρία η Αντώναινα, η Μαυρογιαννάκαινα και η Μαρία του Χαρκιά.
- Ανεστορούμαι αλλοτινά μεγαλοβδόμαδα στo χωριό, είπε η Μαρία του Χαρκιά. Από τη Μεγάλη Δευτέρα ασβεστώναμε, πόρτεγα, μουτουπάκια μέσα κι απόξω και τα γειτονοπέζουλα. Κι αργά, μος έπαιζε η καμπάνα τσ’ αγρυπνιάς της Μεγάλης Δευτέρας, με τα καθημερνά ρούχα βαστούσανε σκούρα κεριά απ’ το σπίτι μας και πηγαίναμε στο μοναστήρι ν’ ακούσομε που διαβάζεται το Ευαγγέλιο, τα σημεία των καιρών, πότε δα γενεί η συντέλεια του κόσμου και στο προσκυνητάρι είχανε το κόνισμα του Νυμφίου.
Η Καντίκω η Θεοδόσαινα πήρε το λόγο.
- Εγώ πήγαινα από το μαγαζί του κουνιάδου μου του Νίκου γ’ Αντρέα και αγόραζα τα πιο λουλουδερά τζακόχορτα και πετούσα τα καπνισμένα, σαν ασβέστωνα. Τη Μεγάλη Τρίτη στο προσκυνητάρι επροσκυνούσαμε το κόνισμα του Μυστικού Δείπνου.
Από νωρίς εκάναμε τσι δουλειές μας να ‘μαστε λεύτερες να πηγαίνομε καθ’ αργά στις αγρυπνιές. Οι μέρες είναι όμορφες. Αν δεν τσι ζήσεις με πνεματικότητα, νηστεία και λειτουργιές και τα εθίματα του τόπου σου, δεν τσι καταλαβαίνεις.
Το μεγαλοβδόμαδο ανιμέναμε να ‘ρθει κάθε πρόσαργο το λεωφορείο από τη Χώρα να φέρει τα ξενάκια. Ζωντανεύανε τα φτωχά χωματένια σοκάκια του χωριού με το γιαγερμό των αλαργοξορισμένων. Μαλάσσαμε τις χλωρές γλυκομυζήθρες και τις κρεμούσαμε σε μια άσπρη πέτσα να συρώσουνε τον ορό, για να κάμομε τα καλιτσούνια. Στην αγρυπνιά ψάλανε τα όμορφα τροπάργια. Σήμερον ο Ιούδας... Ότε οι ένδοξοι μαθηταί...
- Μεγάλη Πέφτη, είπε η Αντώναινα, με την απόλυση της ταχινιάτικης λειτουργίας βάφαμε τα αβγά με κόκκινη μπογιά. Μαζώναμε φυλλαράκια από μαϊντανό, αρακά, άνηθο γή ροδαρές και κάναμε βιόλες απάνω στα κόκκινα αβγά. Μα τις πιο όμορφες βιόλες τις κάναμε με τα φύλλα της ροβιθιάς, γιατί κάθε φυλλαράκι είναι γύρω γύρω γεμάτο μπιμπιλάκια. Τα βαμμένα κόκκινα αβγά με μια σκουρόπετσα τα λαδώναμε να γυαλίζουνε και τα στολίζαμε στην πιατοθήκη γή σε κιασέδες. Και σ’ όσα σπίθια πενθούσανε και δε βάφανε κόκκινα αυγά, τωσε πηγαίναμε για το έθιμο.
- Ω! εκείνη η ομορφιά της Μεγάλης Παρασκής είπε η Αντώναινα. Από το πρωί ο παπά - Νικόλας άγουρες και ξετελεμένες κοπελιές μασε χώριζε σε τριάδες, γή τετράδες και κάναμε μπρόβες, για να ψάλλομε το βράδυ στο μοναστήρι τα εγκώμια. Όλο το χωριό νήστευε και το λάδι. Οι γυναίκες νηστεύανε και το νερό, για να πιούμε αγιασμό μετά την Ακολουθία των Ωρών.
Μεγάλη Παρασκή εμείς οι γυναίκες είχαμε τον πρώτο λόγο. Τα κοπέλια ξεχυνόντανε στσι οξοχές να μαζέψουνε αγριολούλουδα. Σπαθάτες μαχαιρίδες, κρινάκια, κουλουκάκια, της πέρδικας τα αμάθια, από τις αυλές τω σπιθιώ μαζώναμε ρόδα και κοντζέδες, αγιόκλημα κι αρισμαρί. Κάναμε τσι βιόλες ματσάκια και στολίζαμε όλο τον Επιτάφιο. Και κολαΐνες με λεμοναθούς για το σταυρωμένο.
Τόσο πολλά ματσάκια βάναμε στο στόλισμα του Επιταφίου, που το βράδυ οι χωριανοί απάνω στις βιόλες του Επιτάφιου βάναμε τ’ αναμμένα λαμπαδάκια και λαμπάδες. Ευλαβικά προσκυνούσαμε το Άγιο Ευαγγέλιο και τον Αμνό. Σε κάθε στάση στα εγκώμια ο παπάς έραινε τον Επιτάφιο με μύρα μαζί με τις κοπελιές που ψάλανε τα εγκώμια. Το βράδυ μόνιμη θέση είχε στα πόδια τ’ επιταφίου η κακομοίρα η χήρα γρα Μαγδαληνή και άλλα λιανόπουλα του χωριού. Οι χωριανοί λέγανε πως η πεντάφτωχη γρα Μαγδαληνή επήε μια Μεγάλη Παρασκευή στο ποταμό να πλύνει ρούχα τ’ αποθαμένου, την ώρα που διαβάζανε τη λειτουργία των Ωρών και γράντισε. Σαν τελειώσανε τα Εγκώμια, άρχιζε η περιφορά του Επιταφίου σπίτι προς σπίτι, γειτονιά προς γειτονιά. Στις αυλές των σπιθιών στα θυμιατήρια καίανε τα μοσχολίβανα. Κάθε φαμελιά περνούσε από κάτω από τον Επιτάφιο και ανταλλάσσανε ευκές:
Να ‘σαι καλά, γείτονα, με το καλό να αξιωθούμε και την Αγία Ανάσταση.
Στον Επιτάφιο κλουθούσανε πολλοί χωριανοί και ελέγανε “όσα ζάλα κάμεις να κλουθάς την περιφορά, τόσες αμαρτίες σου κόβονται”. Μυροφόρα αργατινή, άγια ανοιξιάτικη βραδιά για το χωριό.
Με νοσταλγικές θύμησες και λύπησες έκλεισε η αποσπερίδα. Οι μέρες του μεγαλοβδόμαδου περνούσανε και ο δεσπότης δεν εσύβαζε κιανένα παπά να μετατεθεί στο ερημικό Καστρί. Αυτή η ξέμακρη ενορία λογούτανε εξορία. Ο τόπος ήτανε όμορφος μα ξεκομμένος απ’ τη πολιτεία, ο δρόμος ήτανε χωματένιος και οι μετοχάρηδες διασκορπισμένοι όπου ‘χει καθένας το γονικό του. Και για τους ξένους ήτανε πραγματική ενορία της εξορίας. Οι γιαλιώτες είχανε πια απογοητευτεί. Ανήμερα του Μεγάλου Σαββάτου κατάφταξε στο γιαλό ο καλλίφωνος παπάς Γιώργης Κογιός. Ανερώτηξε που ‘ναι η εκκλησά και είπε στους γιαλιώτες πως τον έπεμψε μόνιμα ο άγιος δεσπότης να τους λειτουργά. Σαν δεν είχε ο τόπος άλλη εκκλησά, του δείξανε το ξωμονάστηρο του Αϊ Γιώργη στο σόπατο, της φλέγας.
Επαέ, παπά - Γιώργη, θα λειρουγούμαστε, μέχρι ν’ αξιωθούμε να κτίσομε μεγάλη εκκλησία. Το ξωκλήσι ήτανε ανάδια απ’ την απεραντοσύνη του Λυβικού πέλαγου, αντικρυστά στου Καστροχάρακου που τα χωρίζει με την εκκλησά η βαθιά ρεμαθιά Απάνω και Κάτω Φλέγας που δροσοποτίζει το κάμπο με τις λιανολιές και τα καλόγεννα καρπερά χώματα του γιαλού. Στη ρεμαθιά απαντήχνεις τρυφερά μερθιοφούνταλα, μπατανιές, που θυμίζουν τη Μπαρμπαργιά, κατσικρέβατους, δεσπολιές που στολίζανε τσάμπες, τσάμπες, τσάμπες τα χρυσά γενωμένα δέσπολα. Ο μόσχος των δεσπολαθών έσμιγε με το μύρο των λεμοναθών και σου μεθούσανε την αναπνιά σου. Ημέρες αγιασμένες, λιανολιές, μυρωδάτοι σκίνοι και κέδροι της Κρητικής γης. Ολοπράσινες χαρουπιές, αθισμένο αρισμαρί, αγριολούλουδα συνεορτάζανε και δοξολογούσανε με τον ανοιξιάτικο ουρανό το θάμα της Ανάστασης.
Στου Χαρικιά το πέραμα είχε το κονάκι του ο ασπρομάλης και βαθύς θρήσκος, ο Χριστοδουλομανώλης που για συντομία τον λέγανε Χριστοδούλη. Εκείνος ανέλαβε να διαλαλήσει σ’ όλους τους γιαλώτες τον ερχομό του παπά-Γιώργη Κογιού, πήε σ’ όλα τα μετόχια μέχρι του Κυριακού. Έπαιξε χαρούμενα τη μικρή καμπάνα του ξωμονάστηρου, μήνυμα χαράς σ’ όλο το γιαλό να πέψει.
Το γυναικομάνι μαζώχτηκε στην εκκλησά, καλωσόρισε τον πρώτο παπά που θ’ εγκαινίαζε την ενορία τους. Μετακόψανε το δροσονέρι της Απάνω φλέγας, γέμισε ο χωματένιος καταπότης πεντακάθαρο νερό που περνούσε σύντοιχα από τον αυλόγυρο του ξωμονάστηρου να μπορούνε να πλύνουνε και να διαρμιστούνε.
Στα απλά ξύλινα τέμπλα του ξωμονάστηρου τρεις μεγάλες εικόνες της Παναγιάς, του Χριστού και του Αϊ-Γιώργη, που τις στόλιζε λαμπερό φύλλο χρυσού και χώριζε το μικρό ιερό του ξωκλησού και στον κυρίως ναό κρεμόντανε τρία λαδοκάντηλα. Γιαλίσανε και έλαμψε ο δίσκος τση εκκλησάς, φέρανε ένα άσπρο κεντημένο τραπεζομάντιλο και στολίσανε το μικρό στρογγυλό τραπεζάκι. Βαθιά θρήσκα η Αννίκα του Χριστοδουλομανώλη, έκοψε χαρουπόφουντες κι έκαμε παρασύρα και παράσυρε μέσα κι όξω το ξωκλήσι για την Αγία Ανάσταση. Η θεία Καντίκω ασβέστωσε τα πέτρινα δυσικά πεζούλια, η Μαρία του Μαντογιώργη με την Αντώναινα σαπουνίζανε τα λαδοκάντηλα, τα γεμίσανε λιόλαδο, τ’ άψανε και μέρωσε το εσωτερικό του μικρού ξωκλησού, ενθουσιάστηκε ο Νίκος τουΜαντογιώργη και ρώτηξε:
- Παπά, να πεταχτώ να φέρω τη σημαία;
- Πετάξου και η Λαμπρή είναι ελληνική γιορτή.
Στο νοτικό αυλόγυρο του ξωμονάστηρου έστησε τον ιστό και έδεσε την ελληνική σημαία. Το μυροφόρο ανοιξιάτικο αγέρι σιγοφυσούσε και παιγνιδιάριζε με τη γαλανόλευκη και έδιδε τόνο χαράς στα φτερά της ψυχής τω δουλευτάδω της γης. Ξεθωριασμένες βυζαντινές αγιογραφίες γεμάτες χαραγιές από πετρόσμιλα. Η αγνωσία θα οδηγούσε τα χέρια κάποιου χωριανού τεχνίτη να σοβαντίσει το εσωτερικό του ξωκλησού, να το μορφαίνει τάχατες.
Αψηλός, ψαρομάλλης, ο Χριστοδουλομανόλης μεσημέρι του Μεγάλου και Αγίου Σαββάτου καβαλίκεψε το κτήμα και πήε στο χωριό, αγόρασε από το μαγαζί του Νίκου τ’ Αντρέα πέντε οκάδες άσπρα κεριά μικρά, μικρομέγαλα λαμπαδάκια και μεγάλες ολάσπρες λαμπάδες. Έσφαξε ένα ρίφι, έκαμε μαγειρίτσα και προσκάλεσε τον παπά για τραπέζι σαν θα απολούσε τη λειτρουγιά του Χριστός Ανέστη. Η γυναίκα του η Αννίκα πρόσαργο έψησε καλτσούνια και λαμπροκούλουρα, τη Μεγάλη Πέμπτη είχε βάψει κόκκινα αβγά να στολίσει το μεσονυχτικό λαμπριάτικο τραπέζι. Εκείνος εγάτεχε τον τρόπο τση εκκλησάς κι ανέλαβε ανεπισήμως τα καθήκοντα του καντηλανάφτη.
Πρεκατσαριζότανε, έσβηνε τα αγιοκέργια από το μοναδικό ξύλινο μανουάλι, να μπορούνε ν’ άψουνε και άλλοι ενορίτες. Ο γλυκόλαλος παπα-Γιώργης έφερε μαζί του τα άγια χαρθιά, που θα διάβαζε τα λαμπριάτικα γράμματα. Δυσικά στο χαρουπόκλωνο, κρεμότανε ένα μικρό καμπανάκι που θα διαλαλούσε κοντά στο μεσονύχτι στο γιαλό τον ερχομό της Λαμπρής. Λαμπροφορεμένοι οι ενορίτες λαμπροφορούσανε και οι ψυχές τους και όλων τα πρόσωπα ελάμπανε από χαρά. Ω! ήταν αναστάσιμες ώρες. Μα κιανείς χωριανός από τους δουλευτάδες της γης και τους ψάλτες λαμπροφορούσανε και οι ψυχές τους όλων τα πρόσωπα ελάμπανε από χαρά.
Ω! ήταν αναστάσιμες ώρες. Μα κιανείς χωριανός από τους δουλευτάδες της γης και τους ψαράδες δεν εγάτεχε να ψάλλει και δεν τολμούσε να σταματήσει στο στασίδι. Πολλοί είπανε του Γιώργη του Αντώνη να σιμώσει στο αναλόγιο.
- Έβγα στο στασίδι και ο κύρης σου έψαλλε κάθε Κυριακή. Ο κύρης του, ο μπάρμα Αντώνης βαστούσε το ψαλτικό στασίδι και έλεγε κάθε Κυριακή μονάχα το χερουβικό. Συγκινήθηκε, σαν άκουσε του κυρού ντου την αθιβολή και δειλά δειλά και σεμνά στάθηκε σιμά στο αναλόγιο, φόρεσε τα γυαλιά του και ντροπιάρικα κίνησε να ψάλλει τα λαμπριάτικα τροπάρια. Ο παπάς εδιάβασε τα προμοιακά, τα ειρηνικά, έψαλε σε πλάγιο δεύτερο ήχο τον ειρμό “κύμα τη θαλάσση”, έβαλε τα λαμπριάτικα άμφια, πήγαινε στο στασίδι και έψαλε μαζί με τον ψάλτη που μαθήτευε ποια τροπάρια και με πιο ήχο θα τα πούνε. Κοντά στο μεσονύχτι άρχισε να σβήνει τα κεριά ο Χριστουδούλης. Ο Μιχάλης τ’ Aλέξαντρου ξάνοιξε το ρολόι της τσέπης και είπε:
- Ασ’ τα μην τα σβήνεις, πρέπει ακριβώς να ‘ναι μεσάνυχτα, δώδεκα η ώρα, για να δώσει ο παπάς το άγιο φως στο δίκιο μεσονύχτι.
- Ε! καλά, δεν πειράζει, είπε ο Γιώργης ο τηλεφωνητής.
Και ανταπάντησε ο Μιχάλης του Αλεξάντρου βαθιά και κείνος θρήσκος.
- Ούτε ένα νι, μήδε ένα σίγμα δεν πρέπει να προσθέσεις ούτε ν’ αφαιρέσεις, στα άγια χαρθιά.
Ξανανάψανε τα κεριά και ανιμένανε να περάσει το δεκάλεπτο. Ώρα δώδεκα χαράκι είχε σβήσει όλα τα κεριά και τα λαδοκάντηλα· ήθελε σαν καινούργιος καντηλανάφτης, να δείξει πίστη και αφοσίωση στα καινούργια του καθήκοντα. Επήε να σβήσει και το λαδοκάντηλο της Αγίας Τράπεζας από τη βιασύνη του ο Χριστουδούλης.
- Ω! ευλοημένε, του ‘πε ο παπάς σιγανά σιγανά να μη τους ακούσουνε, το καντήλι της Αγίας Τράπεζας καίει ακοίμητο. Και άναψε την πιο μεγάλη άσπρη λαμπάδα, βγήκε στην Ωραία Πύλη ψάλλοντας “Δεύτε λάβετε φως”.
Ο ένας άναφτε από τον άλλο τα άσπρα λαμπαδάκια της Λαμπρής που βαστούσανε από τα σπίθια τως βγαίνοντας στον αυλόγυρο χαρωποί, για να διαβαστεί το Αναστάσιο Ευαγγέλιο “Διαγενομένου του Σαββάτου”.
Οι γιαλιώτες ενορίτες βαστούσανε στις χούφτες τω χεριώ ντως τ’ αναμμένα αγιοκέρια να μη τα σβήσει το ανοιξιάτικο αγέρι.
Ο παπάς χαρωπά έψαλε “Δόξα τη Αγία και Ομουσίω και Ζωοποιώ και Αδιαιρέτω Τριάδι”. Ο Χριστοδουλομανώλης κτυπούσε χαιράμενα στο λαμπριάτικο μεσονύχτι το μικρό καμπανάκι. Σαν ο παπά-Γιώργης με τη γλυκιά λαλιά του έψαλε ως ορίζει το τυπικό πρώτος το Χριστός Ανέστη, τότε πήρε το θάρρος ο καλοσυνάτος και καλοστεκούμενος εβδομηντάχρονος Γιώργης του Αντρέα, πρωτοξάδελφος του Γιώργη του Αντώνη του τηλεφωνητή, που ήτανε για πολλά χρόνια κοινοτικός σύμβουλος και αντάρτης στα βουνά για τ’ όραμα της λευτεριάς, απολαμβάνοντας βαθιά εκτίμηση από τους χωριανούς.
Το πρόσωπό του έλαμψε από αγιοσύνη. Μα και όλων των ενοριτών που βαστούσανε τα αναμμένα αγιοκέρια στις φούχτες των χεριών να μην τα σβήσει αέρας και ψάλλανε το Χριστός Ανέστη. Έψαλλε τόσο σεμνά και γλυκά το Χριστός Ανέστη, που συμπαράσυρε και τους άλλους ενορίτες και όλοι μαζί στον αυλόγυρο της εκκλησάς, συνεψάλλανε μαζί του. Ω! θεία μέθεξη, ω! γλυκύτατη χαρά των δουλευτάδω τσ’ οξοχής, που δοξάζανε την Αγία Ανάσταση στο γιαλό. Οι μετοχάρηδες ενορίτες άψανε τα φενέρια με το άγιο φως και σαν τέλεψε η λειτουργιά του Χριστός Ανέστη, ανταλλάσσοντας ευκές “βοήθειά μας η Αγία Ανάσταση”, φέροντας το άγιο φως στα ξέμακρα σκυφτά πέτρινα γιαλομετόχια του. Κάνοντας λαμπροσταυρούς στα ανώφυλλα, ανάψανε τα καντήλια τους και βαστούσανε για σαράντα μέρες άσβηστο το άγιος φως. Οι γιαλιώτες ενορίτες του Καστριού ήταν τρισευτυχισμένοι που αξιωθήκανε να εορτάσουνε την Αγία Ανάσταση στο ερημικό γιαλιώτικο ξωμονάστηρο, στο καινούργιο ντως πια χωριό.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"