Γυμνάσιο Βιάννου - Αναδρομές - Οδοιπορικό


Διάβασα στην «Ηχώ της Βιάννου» ένα εύστοχο άρθρο με τίτλο «Εφ’ ω συνετάχθη η παρούσα πράξις». Αναφέρεται με πολύ γλαφυρό τρόπο στο Γυμνάσιο Βιάννου και συγκεκριμένα στις προ του ’60 δεκαετίες.
Επειδή κι εγώ υπήρξα μαθητής, στο επίκεντρο αυτών των δεκαετιών, ξύπνησαν, οι συγκινήσεις και οι μνήμες και αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω ορισμένα τινά, τα οποία ίσως αποβούν χρήσιμα για τους μεταγενέστερους.
Οι μετακατοχικές αυτές εποχές ήταν σκληρές και δύσκολες. Ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε αυτοκίνητο, ψυγείο ή τηλεόραση. Μόνον ο λύχνος.
Εμείς οι μαθητές από τα «μέσα» χωριά κάναμε τις διαδρομές (αλερετούρ) στο Γυμνάσιο Βιάννου με τα πόδια. Η ένδυση, η υπόδηση, ήταν πράγματα υποτυπώδη.
Φεύγαμε νύχτα από τα χωριά. Περνούσαμε ποταμούς και ορθές ανηφόρες (σκάλες), με χαλίκια και πέτρες. Εάν το άλμα για να περάσεις το τεράστιο ρέμα του ποταμού, ήταν ατυχές, ήσουν χαμένος. Οι μύτες των ποδιών είχαν μια αμοιβαία, φιλική, μαθηματική σχέση με τα χαλίκια. Δεν περπατούσαμε στις ανηφόρες, τρέχαμε! Πώς στην ευχή είχαμε αυτή τη χειρουργική ακρίβεια και επιτηδειότητα; Λάθη ασυγχώρητα. Εάν παραπατούσες, έστω και λίγο, ο αστράγαλος θα σπούσε. Ήσουν καταδικασμένος.
Το ξημέρωμα μας έβρισκε στα Αμιρά (τότε Αμυρά ή Κρεβατάς, τότε Κρεββατάς). Εκεί συναντιόμασταν σχεδόν όλα τα παιδιά, και από τ’ άλλα χωριά και προχωρούσαμε πατούλιες πατούλιες. Τις περισσότερες φορές, τους χειμερινούς μήνες, καθότι ριζοβουνιές, περπατούσαμε υπό καταρρακτώδεις βροχές και χιόνια μισό μέτρο! Για να περάσουμε τα δύσκολα περάσματα του αέρα, Κεφάλες, Άγιο Χαράλαμπο κ.λπ. όλα τα παιδιά, αγόρια κορίτσια, σφιχτά δεμένα χέρι χέρι, μας χτυπούσαν τα σκάγια του χιονιού και περνούσαμε. Λεφτά ανύπαρκτα. Ένα λεωφορείο κόκκινο περνούσε, που έκανε σαν τανκς επιστρατεύσεως, αλλά ο μαθητής σ’ αυτό ήταν ανεπιθύμητος, διωκόμενος…
Καμιά φορά περνούσε κάποιο φορτηγό φορτωμένο πυρήνα και πολλοί μαθητές κρέμονταν πίσω απ’ αυτό, προκειμένου να κερδίσουν λίγο δρόμο. Σύντομα όμως κουράζονταν κι έπεφταν!
Όταν έβρεχε, στάσεις δεν υπήρχαν κι επειδή ο χρόνος «πίεζε», εμείς περπατούσαμε βρεχόμενοι ακατάπαυστα. Πέντε λεπτά καθυστέρηση ίσον αποβολή… Ομπρέλες δεν υπήρχαν. Ήταν είδος πολυτελείας. Μόνον ο δάσκαλος του χωριού είχε ομπρέλα, την οποία καμάρωνε, παίζοντάς την ψηλοκρεμαστά με πολύ κομπασμό.
Όταν φθάναμε στο γυμνάσιο, άρχιζε η σύνταξη για την πρωινή προσευχή. Θυμάμαι ένα συμμαθητή μου, ο οποίος είχε για δυο χρόνια έκθετο ένα μαλάθρακα στο πόδι (ατζί). Ο κερατάς βρήκε φαίνεται ψαχνερό έδαφος κι αναπτύχθηκε. Έπαθε συρίγγιο και η Μαία του είπε ότι «οπωσδήποτε θα του κόψουν το πόδι». Δεν τον ένοιαζε.
Την ώρα της σύνταξης, στο ζόρε επάνω, κάποιος συμμαθητής, άθελά του, του έπαιξε μια αρβυλιά με μπροκαδούρα, εγκαρσίως, στο σημείο αυτό, πολύ δυνατή! Ευθύς εξήλθαν άφθονα, ακάθαρτα αίματα και πνεύματα από τον καταραμένο τούτον πόρο και ούτω επήλθε ριζική θεραπεία…
Ο ασθενής θεραπεύτηκε επί τόπου και ευφράνθη τα μέγιστα. Η φύση φαίνεται, ήταν με το μέρος μας.
Από τη διαδρομή ερχόμασταν συνήθως παγωμένοι και κατάβρεχτοι. Έτσι καθόμασταν κι έτρεχαν τα νερά στα θρανία και στο δάπεδο. Θέρμανση ανύπαρκτη και στεγνώναμε πάνω μας. Πώς στην ευχή επιβιώσαμε κανείς δεν γνωρίζει. Βγαίναμε στον πίνακα, τα δάκτυλα παγωμένα, ξυλιασμένα, δε συγκρατούσαν την κιμωλία, έπεφτε κι έσπαγε, «κάτσε κάτω». Πάντα ταύτα, εντελώς συνοπτικά και εν τάχει διότι δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν αναλυτικά και με λεπτομέρειες, καθώς γι’ αυτό απαιτούνται πολλές σελίδες. Μολύβια, μπικ κ.λπ. δεν υπήρχαν. Γράφαμε με τα γλωσσίδια και δοχεία με μελάνη, τους κουκουμάδες. Τα μολύβια
Faber (Φάμπερ), όταν πια δε πιάνονταν, τα συνδέαμε, σα χερούλι, μ’ ένα καλάμι, μέχρι να καταλυθούν τελείως. Κάθε φορά κι ένας μαθητής έλεγε την πρωινή προσευχή: «Πάτερ ημών…». Στο τέλος ο υπεύθυνος με Κικερώνειο ύφος διόρθωνε: «όχι εν ουρανόν, αλλά εν ουρανώ, δοτική»…
Τότε ήταν συνήθεις οι φράσεις: «άγομεν, παντάπασι, εν χρω κεκαρμένοι κ.λπ. ».
Γράφαμε σε βαθειά ή απλή καθαρεύουσα. Η βαθειά καθαρεύουσα προσέδιδε περισσότερο κύρος και μόρφωση. Επ’ ευκαιρία, παρενθετικά, παραθέτω κάτι συναφές. Μπήκα κάποτε στο καφενείο του χωριού, γεμάτο θαμώνες τότε, παρόντος και του αειμνήστου πατέρα μου. Με συλλαμβάνει κάποιος σεβαστός γέροντας, «ο μπάρμπα Γιάννης», από άλλο χωριό, με τις παλαϊνές γραφικές βράκες. Ήταν του σχολαρχείου και αισθανόταν διάκριση. Αυτοί, οι τότε απόφοιτοι του σχολαρχείου, κυνηγούσαν τα γυμνασιόπαιδα για να δείξουν τις γνώσεις τους! Ήταν οι μορφωμένοι της εποχής τους.
Μου λέει: «Θα σου κάμω μια ερώτηση, στην οποία μόνον ένα μεγάλο μυαλό, ο Μικρογιαννάκης έχει απαντήσει μέχρι σήμερα απ’ όλη την επαρχία. Εάν απαντήσεις θα είσαι ο δεύτερος». Βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση κι ακόμη σε δυσκολότερη ο πατέρας μου. Το καφενείο ήταν γεμάτο ανθρώπους και όλοι τους επικεντρωμένοι στο… μεγάλο γεγονός. Αργούσε να μου υποβάλει την ερώτηση, κρατώντας σε αγωνία όλους.
Λοιπόν… «Αιθιοπάς τις ωνήσατο παίδας δύο». Αυτό ήταν. Άκρα σιγή. Τότε εγνωρίζαμε καλά τα Αρχαία, ανωμάλους καταλόγους ρημάτων, Ρώσση, Φιλικού και απάντησα αμέσως: «Κάποιος Αιθίοπας αγόρασε δύο παιδιά».
Σσσς!!!! Μεγάλο κεφάλι! Δεύτερος Μικρογιαννάκης! Το τι έγινε δεν περιγράφεται. «Συγχαρητήρια ξάδελφε για το γιο σου» και πολλά τοιαύτα. Ο πατέρας μου ξεχείλισε από ευτυχία, ευχαριστήθη σφόδρα.
Αυτά ήταν τα τερτίπια και τα ωραία της εποχής. Τώρα στα του Γυμνασίου ξανά: το συντακτικό και η γραμματική του Τζαρτζάνου ήταν αριστουργήματα, ποιήματα. «Πάσα λέξις αρχομένη από ρ αυξανομένη εν αρχή, διπλασιάζει το ρ, όταν προ του ρ, υπάρχει…». Όλα συνέκλιναν στη μάθηση.
«Το εις την υποτείνουσαν τετράγωνον και μόνον, ισούται με το άθροισμα των δύο τετραγώνων όπερ αι δύο κάθετοι πλευρές αποτελούσι και τούτο Πυθαγόρειον θεώρημα καλούσι». Επίσης:
«Σπεύσον ειπείν τη ση μητρί τεκείν κόρην ετέραν πιμπράναι κ’ έτερην καρδιάν ως και την ημετέραν». Θέλω να σημειώσω ότι τα αναφερόμενα εδώ εκφράζονται στον πληθυντικό, αλλά απηχούν προσωπικές μου απόψεις. Σήμερα δεν απορρίπτουμε τη Δημοτική. Ενδόμυχα ίσως να αρνούμαστε όμως να απορρίψομε και τα όσα τότε με πολύ κόπο μάθαμε. Για παράδειγμα γράφουμε με δυσκολία, κατά παράβαση «νεότερος», αναζητούμε ως πλέον ορθόν το «νεώτερος». Γράφουμε με δυσκολία «συντάχθηκε», αναζητούμε το «συνετάχθη» ή «ορισμένος» αντί «ωρισμένος» ή «ασφαλισμένος» αντί «ησφαλισμένος».
Έτσι βρισκόμαστε μπερδεμένοι και άλλοτε γράφουμε στη Δημοτική, άλλοτε στην απλή καθαρεύουσα, άλλοτε πάλι ανάμεικτα.
Από το Γυμνάσιο πέρασαν αξιόλογοι καθηγητές, επιστήμονες και άνθρωποι. Άλλοι ήσαν αυστηρότατοι, άλλοι λιγότερο αυστηροί, μέτριοι, προσιτοί, καθένας με την προσωπικότητά του. Κατά κανόνα υπήρχε άπειρος σεβασμός, αλλά και φόβος προς τους καθηγητές. Υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον καθηγητή και τον μαθητή. Ο τίτλος «καθηγητής» είχε βαρύνουσα σημασία. «Γυμνασιάρχης» ήταν ένα σκαλοπάτι κάτω απ’ το Θεό! Συνήθως οι γεωργικές εργασίες δεν συνήδαν με την ιδιότητα του καθηγητή. Ντύσιμο άψογο, γραβάτα απαραίτητη και γενικώς ευπρεπώς ενδεδυμένοι. Οι μαθητές υποχρεωτικώς με το πηλήκιο. Οι μαθήτριες με ειδικές στολές και χαρακτηριστικά για να ξεχωρίζουν. Εκκλησιασμός υποχρεωτικός. Κανόνες στη σχολική και εξωσχολική συμπεριφορά. Κυλικείο; Για βάφλες, κρέπες, παγωτά, λόγος δε γίνεται… αυτά ήταν εξωγήινα! Μόνο στραγάλια από τη Ζαχαρένια. Μιας δραχμής στραγάλια απ’ του Περβολαράκη ήταν αξιόλογο γεύμα! Από ‘κει τα αγοράζαμε συνήθως γιατί έβαζε περισσότερα…
Σήμερα αν ένας καθηγητής τραβήξει ελαφρώς το αυτί ενός μαθητή, μαθητές, γονείς και κανάλια θα ορμήσουν πάνω του να τον ξεκάνουν. Τότε αυτά ήταν αδιανόητα. Οι καθηγητές είχαν κύρος και πάντα δίκιο. Στο κύρος τους υπάκουαν οι πάντες: μαθητές, γονείς, αρχές, κοινοτάρχες. Το γυμνάσιο εθεωρείτο ανώτατο σχολείο και ο καθηγητής ανώτατο λειτούργημα. Ουδείς απέδιδε μομφή ή άδικο. Όπως προανέφερα υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα, παράλληλα και υπέρμετρος, υπερβάλλων ζήλος για τα παιδιά και τη μάθησή τους. Γεννάται το ερώτημα: από πού αντλούσαν αυτή την ακαταμάχητη όρεξη και δύναμη και μάλιστα χωρίς οικονομικά κίνητρα; Μισθοί ψίχουλα. Επίσης πλείστα άλλα ερωτήματα: γιατί, ύστερα από τόσα χρόνια γνώση, ενώ θα έπρεπε η παιδεία να βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη, να συμβαίνει οι γνώσεις των τότε εποχών να είναι ίσως υπέρτερες των σημερινών; Γιατί σήμερα τόση άμετρη χαλαρότητα, ασυνέπεια και ασυδοσία; Πράγματι τότε υπήρχαν ακρότητες. Αλλά μήπως σήμερα ζούμε την εκ διαμέτρου αντίθετη ακρότητα την χωρίς περιεχόμενα και αξίες;
Δεν ξέρω αν προσεγγίσαμε το μέτρο, τη λογική. Είναι ερωτήματα που δεν είναι του παρόντος. Χρήζουν όμως βαθύτερης και εκτενέστερης ανάλυσης. Σκέπτομαι και συμπεραίνω ότι και αυτοί οι άνθρωποι, προερχόμενοι από ξένους τόπους, ζούσαν το δικό τους Γολγοθά. Έζησαν κι αυτοί μέσα στη φτώχεια, τη μοναξιά, χωρίς χλιδή, πολυτέλειες και ψυχαγωγίες σε συνθήκες αντίξοες.
Είχαν τεράστιες ηθικές αρχές, μεθερμηνευόμενες σε άκρα αυστηρότητα. Δηλαδή, άκρα δικαιοσύνη ίσον άκρα αδικία. Ίσως να έπεσαν θύματα της Σημαίας, της διάκρισης, του τίτλου, αιχμάλωτοι μιας εποχής που κι εκείνοι κληρονόμησαν κι εμείς μαζί τους πληρώσαμε…
Εικάζω ότι πολλοί καθηγητές δε συμμερίζονταν αυτή την υπέρμετρη αυστηρότητα, αλλά υποτάχθηκαν στο «πνεύμα» της εποχής και το φόβο των ιθυνόντων. Τα αίτια είναι βαθύτερα και μόνο ύστερα από ενδελεχή ανάλυση μπορεί να δοθεί απάντηση. Εμείς ως μαθητές, παραδόξως, ουδέποτε κρατήσαμε κακία στους καθηγητές μας. Δεν ξέρω γιατί… και παρ’ όλο που βιώσαμε αυστηρότατες, ζοφερές στιγμές, χτυποκάρδια και άγχος, διατηρούμε αλώβητο το σεβασμό μας προς τη μνήμη τους. Ο χώρος του Γυμνασίου Βιάννου για μας είναι κειμήλιο, χώρος ιερός, στον οποίο υποκλινόμαστε, δακρύζουμε. Υπήρξε ο σημαντικότερος σταθμός στη ζωή μας…
Όλοι όσοι «άντεξαν» τις δοκιμασίες αυτές και αποφοίτησαν, βγήκαν όλοι επιφανείς και καταξιωμένοι άνθρωποι. Πολλοί από τους αποφοιτήσαντες έδωσαν το «ραντεβού» για τον προσκύνημά τους, ύστερα από 20,30,40 χρόνια, πιστοί και ειλικρινείς στους μαθητικούς τους όρκους.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"
Λεζάντες
Κεντρική: 1958. Εκδρομή του οκτατάξιου Γυμνασίου Βιάννου στη θέση «Μουρελάκια» της Άνω Βιάννου.
Λεζάντα 2η: Αριστουργηματική φωτογραφία από τις γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της δεκαετίας του ’50, υπό την επιμέλεια και τα παραγγέλματα του αξιόλογου γυμναστή Κώστα Παπαλάμπρου.