Γιατί αρνήθηκαν
Φυσιολογικά, ο Στυλιανός θα είχε φτάσει τα 95 χρόνια, η Μαρία τα 92 και η Ευαγγελία τα 88. Φυσιολογικά.
Το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου του 1943, σημειώθηκε ένα από τα φρικιαστικότερα εγκλήματα της Γερμανικής Κατοχής στην περιοχή της Βιάννου. Ένα έγκλημα που όπως συμβαίνει συνολικά με τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή, δεν διδάχθηκε κανένας μαθητής, σε κανένα σχολείο. Δεκάδες ή και εκατοντάδες ιστορίες κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, όπως οι ιστορίες για τα φαντάσματα, πριν μπει το διαδίκτυο στη ζωή μας.
Τα αδέρφια Βερβελάκη, ο Στυλιανός 15 ετών, η Μαρία 12 και η Ευαγγελία 8, δεν ήταν τα μικρότερα σε ηλικία θύματα των Γερμανών. Ο γιος του Μανώλη Συμβουλάκη σκοτώθηκε από σφαίρα στα 6 του στην αγκαλιά του πατέρα του, όμως ούτε αυτός ήταν ο μικρότερος. Το μικρότερο θύμα ήταν...αγέννητο και βρισκόταν στην κοιλιά της 19χρονης Κατερίνας Παπαδημητροπούλου, η οποία ήταν 8 μηνών έγκυος, όταν την ξεκοίλιαζαν οι Ναζί με μια ξιφολόγχη.
Για το φρικιαστικό έγκλημα, όλη η Ελλάδα έμαθε μόλις πριν λίγα χρόνια, όταν κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο η συγκεκριμένη φωτογραφία, του Μανώλη Σπανάκη:
Τα γεγονότα όπως τα κατέγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης κατά τις επισκέψεις του στους μαρτυρικούς τόπους της Μεγαλονήσου για την “Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων στην Κρήτη”:
Εις το αγρόκτημα του Αργουλίδα είχε καταφύγει ο εκ του χ. Κεφαλοβρύσι Βερβαλάκης μετά των 3 τέκνων του, Στυλιανού ετ. 12, Μαρίας ετ. 8, και Ευαγγελίας ετ. 6.
Ο πατήρ βλέπων τους Γερμανούς να πλησιάζουν (14/9) απεμακρύνθη από το αγρόκτημα και εκρύβη εντός σχοίνου, οπόθεν ηδύνατο να παρακολουθήση τα συμβαίνοντα.
Οι Γερμανοί εισελθόντες εις τον οικίσκον του κτήματος ευρόντες σακκίδια (βούργες) πολλά με τρόφιμα, ανήκοντα εις τους φεύγοντας κατοίκους, υποψιάσθησαν ότι ταύτα προορίζονται δια τους αντάρτας.
Τότε συνέλαβον τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και ήρχισαν να τα βασανίζουν, δια να προβούν εις αποκαλύψεις· τα ωδήγησαν έξω, εχαράκωσαν με την ξιφολόγχην τα μάγουλά των και τας κνήμας των, τα εκέντησαν εις τα πέλματα και επειδή εκείνα δεν είχον τι να μαρτυρήσουν, τους απέσπασαν τα δόντια με την ξιφολόγχην και τέλος τα έσφαξαν δι αυτής· έπειτα τα εξήπλωσαν επί του τοίχου του κτήματος με κρεμασμένας τας κεφαλάς.”
Η πιο λεπτομερής και αρκετά σκληρή περιγραφή, υπάρχει στο κείμενο που μοιράστηκε στο μνημόσυνο των θυμάτων της Λυγιάς στις 8 Σεπτέμβρη του 2019, το οποίο δημοσίευσε ο κ. Γιώργος Κονδυλάκης:
Ο Γεώργιος Βερβελάκης με τα παιδιά του και το Μιχάλη Βραχνάκη από το Κεφαλοβρύσι. Από εκεί παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Γερμανών στ’ απέναντι χωριά και πιο κάτω από το μετόχι του Βερβελάκη έβοσκαν τα ζώα τους.
Γύρω στις 10 η ώρα το πρωί πήγε ένα αγόρι του Βερβελάκη στο χωριό του, για να μάθει τι γίνεται και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στους Γερμανούς, που εκτελούσαν τους συγχωριανούς του. Δεκαπεντάχρονος ο Στυλιανός, φαινόταν όμως για μικρότερος. Ένας Γερμανός τον κτύπησε με την κάννη του όπλου του και τον πέταξε στην άκρη. Τρομαγμένος έφυγε και γύρισε στον Αμυγδαλόλακκο, όπου διηγήθηκε στους άλλους τα φοβερά γεγονότα.
Ο Βερβελάκης με τον Βραχνάκη απομακρύνθηκαν, παράγγειλε όμως στο γιο του Στυλιανό να κρύψει μερικά πράγματα και μια Αγγλική Μέθοδο που είχαν στο μετόχι. Δεν υπολόγιζε ο δυστυχής πατέρας πως το παιδί του διέτρεχε κίνδυνο, αφού στο χωριό το άφησαν ελεύθερο.
Σε λίγο δεύτερο παιδί του Βερβελάκη, η δωδεκάχρονη Μαρία, έφυγε από το Κεφαλοβρύσι, για να πάει κι αυτή στο μετόχι κοντά στ’ αδέλφια της, την Ευαγγελία 8 χρόνων που τη βρήκε μαζί με τον Στυλιανό στο μετόχι, και την πιο μεγάλη αδελφή, την Καλλιόπη, που έβοσκε τα ζώα πιο πέρα. Καθώς το Κεφαλοβρύσι ήταν ανάστατο από τις εκτελέσεις των ανδρών του χωριού, ανησύχησαν η μάνα και η γιαγιά των παιδιών του Βερβελάκη. Έφυγε η γιαγιά για το μετόχι κι όταν συνάντησε την Καλλιόπη στην πλαγιά που έβοσκε τα ζώα, οι Γερμανοί τις πυροβόλησαν από μακριά και κρύφτηκαν, με ελαφρό τραύμα στο πόδι η γιαγιά. Αλλά, όταν σε λίγο οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και είδαν να βγαίνουν καπνοί από το μέρος που ήταν το μετόχι, η τραγική γιαγιά έτρεξε με την Καλλιόπη και τι να δουν!
Το μετόχι καιγόταν και τα τρία εγγόνια της ήταν ξαπλωμένα στην αυλή σαν σφαγμένα αρνιά. Τις κραυγές απελπισίας που πρόλαβαν να βγουν από το στόμα της, πριν πέσει πάνω στ’ αθώα πλάσματα να τα φιλεί και να φωνάζει τα ονόματά τους, άκουσε ο δυστυχής πατέρας, που έτρεξε κι αντίκρισε κι αυτός το φρικτό θέαμα.
Μια σφαίρα δέχτηκε ο Στυλιανός στο μέτωπο που βγήκε από το σβέρκο. Κτυπημένη με σφαίρα όπλου στο στήθος η Μαρία και η μικρή Βαγγελιώ στο σαγόνι που βγήκε από το αυτί. Σπασμένα δόντια του Στυλιανού και μαχαιριές κάτω από τα πόδια της Μαρίας. Σημάδια των φρικτών βασανιστηρίων που υπέστησαν τ’ ανυπεράσπιστα πλάσματα, πριν δεχτούν τις φονικές σφαίρες
Γιαγιά, πατέρας και αδελφή κλάψανε, κλάψανε πολύ και ύστερα τα φόρτωσαν στο γάιδαρο και με πιασμένη την καρδιά τα μετέφεραν στο Κεφαλοβρύσι και τα έθαψαν στο νεκροταφείο δίπλα στ’ άλλα θύματα του χωριού.
Η λαϊκή μούσα της εποχής τραγούδησε τη θυσία τους με τους εξής στίχους:
Τρία παιδιά σκοτώσανε εις το Κεφαλοβρύσι,
η απονιά των Γερμανών είναι παρά τη φύση,
πως δεν εμαρτυρούσανε πού είναι ο μπαμπάς τους
τις σάρκες τους εκόβανε γουλιές με τα σπαθιά τους.
Οι αιμοβόροι Γερμανοί που δεν τα λυπήθηκαν,
κομμάτια κόβαν τα παιδιά, ώσπου νεκρά τ’ σφήκαν...