Ένας αληθινός φίλος
Συγγραφέας του κειμένου που σας παραθέτουμε είναι μια σπουδαία φυσιογνωμία της Βιάννου, ο Σπύρος Σπυριδογιαννάκης, ο Βιαννίτης «Σουρής».
Το ενδιαφέρον στο κείμενο αυτό, είναι η προφητική γραφή του συγγραφέα, ενώ παρά το ότι έχει γραφτεί πριν 35 χρόνια περίπου αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι γράφτηκε… χθες.
Όλοι μας κλάψαμε για το χαμό του. Μέρες ολόκληρες, η καλοσυνάτη και ήρεμη μορφή του ερχόταν μπροστά στα μάτια μας και πολλές φορές μας φαινόταν ότι ακούγαμε τη γνώριμη φωνή του. Μια ολόκληρη ζωή ζήσαμε μαζί. Μια ζωή με τόσα κοινά γνωρίσματα για κείνον και για μας. Φτωχοί, δουλεύαμε από τη μια νύχτα στην άλλη, χειμώνα –καλοκαίρι, για να μη στερηθούμε το ψωμί εμείς κι εκείνος τ’ άχυρά του. Συνεργαζόμασταν με αληθινή κατανόηση και κανένας μας δεν είχε παράπονο απ’ αυτή τη συνεργασία, γιατί βλέπαμε πως η μοίρα μας ήταν κοινή και από κοινού έπρεπε να την αντιμετωπίζουμε. Επικεφαλής, βέβαια, τούτης της συνεργασίας ήταν ο πατέρας μου, μα ποτέ του δεν πήρε κάποια απόφαση χωρίς να υπολογίζει στην πολύτιμη βοήθεια εκείνου. Σε κάθε δουλειά, μπορώ να πω, ότι εκείνος είχε το προβάδισμα κι ύστερα ακολουθούσαμε εμείς. Ποτέ δεν καταδεχόταν να ’ρχεται ξοπίσω μας και αν καμιά φορά καταλάβαινε ότι αυτό μπορούσε να μας κακοφανεί, προτιμούσε να μας πάρει στη ράχη του, φτάνει να προηγείτο εκείνος, έστω και κατά κεφαλή. Έτσι περνούσε ο καιρός και, καθώς φαίνεται, μέναμε όλοι ευχαριστημένοι, τόσο που κανείς δεν περίμενε ότι τούτη η ήρεμη και σίγουρη συνεργασία μας θα ’φτανε στο τέλος… και μάλιστα τόσο άσχημο…
Γνωρίζαμε, βέβαια, ότι ο καλός μας φίλος και συνεργάτης από καιρό είχε ξεπεράσει το μέσο όρο της ζωής του και ότι, εκτός από τα χρόνια, η κούραση και, γιατί όχι, η κακοπέραση δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια για την τρίτη… ηλικία του, όμως δε θέλαμε ή καλύτερα φοβόμασταν να πιστέψουμε ότι…
Αλλά, ξαφνικά, εκείνο που φοβόμασταν, μας ήρθε τόσο αναπάντεχα ένα πρωινό. Καταμεσής του χειμώνα, ανήμερα ακόμη, όταν όπως πάντοτε, ο πατέρας πήγε να τον επισκεφτεί στο διπλανό από το σπίτι μας ησυχαστήριό του, για να του παραθέσει και το συνηθισμένο γεύμα…
Όμως αλίμονο! Ο ακούραστος δουλευτής μας, φαρδύς-πλατύς, με το ένα του μάτι ορθάνοιχτο, κοιτούσε απαθής και περιφρονητικά τον πατέρα και το τσουβάλι με τ’ άχυρα που κρατούσε στα χέρια του. Πράγμα που δεν το ξανάκαμε όταν έβλεπε ταγή ή άχυρο, που και στα δυο είχε ιδιαίτερη αδυναμία ως γάιδαρος που ήτανε. Το θλιβερό γεγονός μας αναστάτωσε όλους. Σε εκδήλωση μάλιστα πένθους, σταματήσαμε κάθε δουλειά εκείνη την ημέρα και ασχοληθήκαμε μόνο με την ταφή του. Από τούτο κιόλας το πρωινό αρχίζει το μαρτύριό μας. Ένα μαρτύριο που δεν είχε το προηγούμενό του. Αν εκείνος αναπαύτηκε αιώνια σε τόπο χλοερό, εμείς από σήμερα θα ανεβαίναμε σε τόπο μαρτυρίου. Χειμώνας καιρός με το λιομάζωμα να βρίσκεται στη βράση του. Μια δουλειά που δε σηκώνει καθυστέρηση και προπαντός μια δουλειά που δεν γινόταν χωρίς την παρουσία του μακαρίτη. Ποιος να μεταφέρει τις παλέτσες και τα υπόλοιπα κατσιφάφαλα στο γονικό και ποιος θα μας πόρευε στο γυρισμό νυχτιάτικα; Ο πατέρας, με όλη του τη στεναχώρια, είχε κιόλας έτοιμο το πρόγραμμά του το άλλο πρωινό. Το έργο του μακαρίτη το ανάθεσε σε μέλη της φαμέλιας κατά δύναμη. Άλλη λύση δεν ήταν δυνατή. Απόφαση για αγορά αντικαταστάτη, ούτε να τη σκεφτούμε μπορούσαμε. Γάιδαρος στου φτωχού το σπίτι δεν μπαίνει εύκολα και μάλιστα αυτή την εποχή. Εδώ η θέση του γαιδάρου στο σπίτι, αν δεν είναι κληρονομική, δηλαδή αν ο μακαρίτης δεν αφήσει απόγονο, το πράγμα καταντά τραγική και πολύκαιρη διαδικασία για τη φαμίλια του φτωχού αγρότη. Αφήνω δα ότι χρειάζεται γερό κομπόδεμα, αλλά και το είδος είναι δυσκολοβρισκούμενο και πρέπει να ’χεις πόδια να τρέχεις από τη Μεσαρά ίσαμε το Λασίθι ή στο Αρκαλοχώρι κάθε Σάββατο στο παζάρι. Σήμερα, βέβαια, με την πρόοδο που παρατηρείται στο γεωργικό επάγγελμα θα μπορούν να πουν μερικοί ότι τα πράγματα αλλάξανε και ο φτωχός γεωργός δεν έχει ανάγκη από ένα τέτοιο τετράποδο δουλευτή. Εγώ και μαζί μ’ εμένα και πολλοί άλλοι, πιστεύουμε ότι ακόμη και σήμερα, το ζωντανό τούτο είναι απαραίτητο στη δουλειά μας και μάλιστα στις μέρες μας πιο δύσκολο είναι να το βρεις κι ακόμη δυσκολότερο να το αγοράσεις. Θα ήθελα λοιπόν να ρωτήσω: Γιατί άραγε μέσα στο πρόγραμμα της Αγροτικής Τράπεζας, που αφορά στη βοήθεια προς τους αγρότες, δεν περιλαμβάνεται και η ενίσχυσή τους για την αγορά ενός τέτοιου ζώου; Γιατί, ενώ παρέχει δάνειο για την αγορά προβατίνων, αιγών, μοσχαριών, κουνελιών, ακόμη και ορνίθων, για το ζωντανό τούτο δεν γίνεται κουβέντα; Από γάλα ο φτωχός γεωργός μπορεί να βολευτεί, έστω κι ένα φασκόμηλο, που στο κάτω κάτω υπάρχει μπόλικο στον τόπο μας, ενώ χωρίς τετράποδο πώς θα τα καταφέρει; Ίσα χρεία έχει, λοιπόν, ο γεωργός το κουνέλι με το γάιδαρο; Σκεφτείτε το καλά εσείς οι αρμόδιοι. Τα σημάδια του καιρού δείχνουν ότι μαζί με το φιλότιμο ζωντανό χάνουμε και το γνήσιο επαγγελματία γεωργό. Καλά λένε. Άλλαξε η εποχή και πολλά παράξενα βλέπεις κανείς σήμερα. Με ένα τέτοιο παράξενο που διάβασα χθες στις εφημερίδες κλείνω το σημείωμά μου. Έγραφαν, που λέτε, ότι «επετράπη η εξαγωγή γαϊδουρίσιου και αλογίσιου κρέατος, με ανάλογη επιδότηση των εξαγωγών κ.λπ.». Τώρα τι νόημα βγαίνει από τούτη την αγγελία; Νομίζω ένα και μοναδικό: ότι ενώ στη δική μας περιφέρεια σπανίζει το αγαθό τετράποδο, παραπέρα υπάρχει γαϊδουροβρόχι, ώστε αναγκάζονται να εξάγουν και μερικούς στο εξωτερικό, όχι όμως σαν εργατικά… πόδια, αλλά για σουβλάκι!
Μέγας είσαι Κύριε! Τι έχουμε ακόμη να δούμε!
Ποιητικό μεγαλείο
Συναφές με το παρατιθέμενο κείμενο είναι και το περιεχόμενο του ακόλουθου ποιήματος, στιχουργός του οποίου επίσης είναι ο Σπύρος Σπυρδογιαννάκης, ο Βιαννίτης «Σουρής». Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει το ανεπανάληπτο σκωπτικό, ποιητικό του ταλέντο. Αφορμή για το εν λόγω ποίημα είναι ο θάνατος του «Κυρ-Μέντιου», δηλαδή του γαϊδουριού της αδερφής του Ελένης. Γράφει λοιπόν ο Βιαννίτης «Σουρής»:
Το γράμμα σας ελάβαμε
οψές το μεσημέρι
ακόμη δεν συνήλθαμε
απ’ το πικρό χαμπέρι.
Πολύ ελυπηθήκαμε
κι εμείς για τον καημό σας,
πάνω στη φούρια της δουλειάς
να «φύγει» ο γάιδαρός σας.
Ελένη σε παρακαλώ,
κάνε μου αυτή τη χάρη,
του μακαρίτη αν σου ’ρχεται
βγάλε του το σωμάρι
και μόλις κλείσουν τα σχολειά
στο τέλος του πρωτόλη
το Γιάννη* θα σας στείλω ’γω
στη θέση του καζόλη!
*Εννοούσε το γιό του!
Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"