Ένας άγνωστος Κρητικός μουσικός

Η Κρήτη δικαιολογημένα μπορεί να υπερηφανεύεται για την καλή μουσική της.
Δεν υπάρχει πτυχή της ζωής των Κρητικών, χαρά, λύπη, εργασία, διασκέδαση, πόνος, θάνατος, που να μη συνοδεύεται από τραγούδι, που να μη γίνεται τραγούδι.
Ως μη έχουσα την τύχη να γεννηθώ Κρητικιά, είχα ωστόσο επανειλημμένα την πολύτιμη και αξέχαστη εμπειρία να παρευρεθώ σε συνάξεις όπου κυριαρχούσε η μουσική, αυθόρμητη, γνήσια και συγκινητικά ποιοτική. Οι ερμηνευτές της, τραγουδιστές ή οργανοπαίκτες, έτυχε κάποιες φορές να είναι Μουσικοί που ένιωθες πως έκαναν όλη τη ζωή τραγούδι, πως μπορούσαν να πουν τα πάντα μέσα από μια μαντινάδα ή μέσα από το παίξιμο της λύρας τους.
Γι’ αυτό ένιωσα κάτι αντιφατικό, όταν διάβασα πρώτη φορά για το Μεσομήδη. Από τη μια, εντυπωσιάστηκα από την παλαιότητα της μουσικής παράδοσης στην Κρήτη, από την άλλη, θεώρησα κάτι φυσικό αυτή η τέχνη να έχει τόσο παλιές ρίζες, καταγωγή τόσων αιώνων.
Ποιος είναι ο Μεσομήδης, ίσως να μην το ξέρουν πολλοί Κρητικοί αλλά και πολλοί Έλληνες γενικότερα. Στα χρόνια όμως του Αδριανού, δηλαδή στους αυτοκρατορικούς χρόνους και συγκεκριμένα το 2ο αιώνα μ.Χ., ο Μεσομήδης ήταν μια διασημότητα που είχε την τιμή να είναι ο συνθέτης της αυλής αλλά και στενός φίλος του ίδιου του αυτοκράτορα.
Ο Κρητικός μουσικός γεννήθηκε – άγνωστο πού – στο νησί και σε νεαρή ηλικία είχε γίνει ήδη γνωστός στον κύκλο των «Τεχνιτών του Διονύσου», μιας κλειστής συντεχνίας μουσικών που είχε προστάτη το Θεό Διόνυσο και έδινε παραστάσεις, συναυλίες και ρεσιτάλ σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Οι διονυσιακοί τεχνίτες ήταν επαγγελματίες και όχι ερασιτέχνες μουσικοί, αλλά, όπως είναι φυσικό, δεν έγιναν όλοι γνωστοί. Σίγουρα ,σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν παίζει ρόλο μόνο η τύχη: οι ταλαντούχοι ξεχωρίζουν, ανεβαίνουν και αντέχουν στο χρόνο. Έτσι, ο Μεσομήδης εγκατέλειψε το νησί – λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε – εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και έγινε απελεύθερος Ρωμαίος πολίτης, δηλαδή « εξαγόρασε» την ελευθερία του με το μουσικό του τάλαντο.
Όπως είπαμε, έγινε προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα αλλά δεν έχουμε στοιχεία που να δείχνουν ότι απέκτησε ποτέ επισήμως και τον τιμητικό τίτλο του «αυτοκρατορικού συνθέτη», όπως κάποιοι άλλοι μουσικοί της εποχής του. Το σίγουρο είναι ότι συνέθεσε κατά παραγγελία του Αδριανού έναν ύμνο στον Αντίνοο, έναν νεαρό φίλο του αυτοκράτορα που πνίγηκε στο Νείλο. Ο Αδριανός τίμησε το νεκρό φίλο του θεμελιώνοντας μια πόλη στο όνομά του (Αντινοόπολη στην Αίγυπτο) και καθιέρωσε τελετές λατρείας και μνήμης, στις οποίες τραγουδιόταν ο Ύμνος του Μεσομήδη.
Τον Αδριανό διαδέχθηκε στο θρόνο ο Αντωνίνος ο Ευσεβής, ο οποίος συνέχισε να έχει μουσικό της αυλής του τον Μεσομήδη, «κόβοντάς» του μάλιστα και μισθό: γνωρίζουμε ότι έπαιρνε ένα salarium, δηλαδή αποδοχές σε τακτική βάση.
Διάφορα ανέκδοτα μάς είναι γνωστά για τη σταδιοδρομία του μουσικού, άλλα θετικά, άλλα όχι και τόσο, ενώ γνωρίζουμε επίσης ότι ο θάνατός δε σταμάτησε τη δημοτικότητα του σπουδαίου Κρητικού κιθαρωδού. Ξέρουμε από διάφορους ιστορικούς της αρχαιότητας ότι τα τραγούδια και οι κιθαρωδικοί «νόμοι» του Μεσομήδη παίζονταν για πολλούς αιώνες στα θέατρα των μεγάλων πόλεων και ήταν πολύ αγαπητά στο κοινό, τόσο στους απλούς ανθρώπους όσο και στους κύκλους των λογίων, οι οποίοι και τον αναφέρουν (π.χ. τον 3ο - 4ο αιώνα μ.Χ. τον αναφέρει ο άγιος Ιερώνυμος, τον 4ο- 5ο αιώνα ο φιλόσοφος Συνέσιος). Οι παρτιτούρες των σπουδαιότερων έργων του κυκλοφορούσαν και στα μεσαιωνικά και βυζαντινά χρόνια και έτσι έφτασαν ως τις μέρες μας. Τα έργα αυτά που διασώθηκαν είναι ένας «Ύμνος στη Νέμεση», ένας «Ύμνος στον Ήλιο» και δύο ύμνοι στις Μούσες.
Παραθέτουμε εδώ τα λόγια από τον «Ύμνο στη Νέμεση», του οποίου η μουσική έχει διασωθεί και μεταγραφεί σε ευρωπαϊκή σημειογραφία, και που η μελωδία του, επιβλητική και υποβλητική, θυμίζει την τρομακτική οργή της θεάς της εκδίκησης. Οι στίχοι μιλούν από μόνοι τους:
Νέμεση φτερωτή του βίου ροπή,
μαυρομάτα θεά, θυγατέρα της Δίκης,
που των θνητών την αλαζονεία την κούφια
με άθραυστα συγκρατείς χαλινάρια.
Επειδή απεχθάνεσαι των ανθρώπων την ολέθρια ύβρη,
μαύρο φαρμάκι φθόνου χύνεις.
Στον τροχό σου τον άστατο, που ίχνος κανένα δεν αφήνει,
η λαμπρή των θνητών περιστρέφεται η τύχη.
Χωρίς να σε καταλάβει κανείς στο πλάι του φτάνεις
και τον επαρμένο αυχένα τον κάνεις να σκύψει.
Με τον πήχη πάντα τη ζωή τη μετράς
και πάντα συνοφρυωμένη σκύβεις
ζυγό στα χέρια κρατώντας.
Έλα ευμενής μακάρια, που εφαρμόζεις το νόμο,
Νέμεση φτερωτή του βίου ροπή.
Τη θεά Νέμεση ψάλλουμε την αθάνατη,
τη Νίκη με τα απλωμένα φτερά, τη δυνατή,
που ψέματα ποτέ της δε λέει, της Δίκης την πάρεδρο.
Εσύ των θνητών τη μεγαλοφροσύνη
μισείς και τη στέλνεις στα τάρταρα.
*Της Μαρίας Τερζίδου, φιλολόγου
Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"