«Εμμανουήλ και Αικατερίνη Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια…»
«… Κι επειδή οι τόποι κατοικούνται από ανθρώπους ζωντανούς αλλά και από μερικούς αιώνιους ίσκιους, στο μεν Ηράκλειο ανέβηκε για να ξαναζήσει στις σελίδες του μυθιστορήματός μου ο επίμονος ίσκιος του Νίκου Καζαντζάκη…
… Από την Άνω Βιάννο δεν ανέβηκε καθαυτός ο ίσκιος του Ιωάννη Κονδυλάκη αλλά ο ίσκιος ενός πολύ γνωστού μυθιστορηματικού του ήρωα, του Βιαννίτη ποιμένα Πατούχα.
Στηριγμένη σ’ αυτό τον ήρωα έπλασα το δικό μου Πατουχουνίκο, μετακινώντας τον από την ποιμενική κονδυλάκειο ερημία των βουνών και των μοναχικών πλην παθιασμένων του ερώτων στις πιο δραματικές ίσως στιγμές του εικοστού αιώνα: μαχητής ήρωας του αλβανικού Μετώπου, αντάρτης στα Λασιθιώτικα βουνά πάνω από τη Βιάννο επί Κατοχής, τρελός από τα βασανιστήρια όταν γύρισε από την κόλαση της Μακρονήσου στο χωριό του, ένας αγαθός γενναίος τρελός. Προφανώς δεν αναδύεται από πρόσωπο υπαρκτό αλλά από ένα ήδη υπάρχον μυθιστορηματικό, όμως στο πρόσωπό του αναγνωρίζεται, νομίζω, μεγάλο μέρος της Ελλάδας.
Κι αυτό επειδή πατρίδα μας δεν είναι μόνο ο τόπος όπου έτυχε να γεννηθούμε. Χρειάστηκε καιρός για να κατανοήσω, έστω με περιθώρια λάθους, ότι πατρίδα είναι και οι λίγο πολύ άγνωστοι τόποι των προγόνων, που τους κουβαλάμε, θέλοντας και μη, από όσα έτυχε να μάθουμε γι’ αυτούς. Ανεπαίσθητα, αργά, γίνονται κι αυτοί μια αλλιώτικη όσο κι αληθινή πατρίδα, συχνά φτιαγμένη από παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, τουλάχιστον από αυτά που μπολιάζουν την ανήσυχη ψυχή με καινούριες γνώσεις, συγκινήσεις, νοερά ταξίδια. Είναι σχεδόν απλό: καμιά πατρίδα, είτε η λεγόμενη πραγματική είτε η χτισμένη από τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, είτε ακόμη κι ο εκρηκτικός συνδυασμός τους, δεν έχει μόνο ένα πρόσωπο, ούτε ένα μόνο τόπο, ούτε ένα μόνο απαραβίαστο πλαίσιο χρόνου.
Γι’ αυτό το λόγο και ο νόστος, αυτό το αρχετυπικό μα σταθερό μοτίβο της ανθρώπινης ψυχής, επομένως και της τέχνης, είναι κάτι πολύ ευρύτερο από τον ένα και μοναδικό τόπο, που τον θυμόμαστε συνήθως ως απολεσθέντα τόπο. Μπορεί να σχετίζεται και με άλλους τόπους λιγότερο γνωστούς, ακόμη και φανταστικούς. Τόπους που φτάνουν στ’ αυτιά μας μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις των οικείων. Φτάνουν ως εμάς με μόχθο, επειδή δεν μας αγγίζουνε ποτέ οι λέξεις των παλιών ανθρώπων εάν δεν έχουν μόχθο, ανάγκη, αίσθημα, κάποτε κι αίμα. Άλλοτε ακατέργαστες, άλλοτε έντεχνες, βαρύθημες ή μειδιώσες, μα σχεδόν πάντα ένθεες μου φαίνονται αυτές οι λέξεις. Θέλω να τις τιμήσω, ονομάζοντάς τες «λέξεις χειροποίητες»…
Έτσι κι αλλιώς η λεγόμενη πατρίδα γίνεται κι αυτή σιγά-σιγά ένα παλίμψηστο, όπου κάτω από την επιφάνεια του παρόντος αναδεύονται στρώσεις παλιότερων τόπων, προσώπων αισθημάτων, γεγονότων που μας ανήκουν χωρίς να είναι αποκλειστικά δικά μας βιώματα. Και προφανώς ο τόπος του παρόντος κυριαρχεί πάντα πάνω σε όλους τους μυθικούς τόπους της ζωής μας, ακριβώς όπως το πρόσωπό μας φέρει στοιχεία από τα πρόσωπα των προγόνων του, κυριαρχώντας όμως με τη δική του ιδιοπροσωπία πάνω στις χαμένες τους μορφές…»…
Το αριστουργηματικό κείμενο που μόλις αναγνώσατε, προέρχεται από το νέο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη, που έχει τον τίτλο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη-Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», από τις εκδόσεις Καστανιώτης.
Δεν γνωρίζω αν, όταν οι δάσκαλοί μας μάς έβαζαν ως τιμωρία να αντιγράψουμε εκατό ή διακόσιες φορές μια λέξη, είχαν συναίσθηση του καλού που μας δώριζαν!
Αντιγράφοντας το παραπάνω-ονειρεμένο- απόσπασμα από το νέο βιβλίο της αγαπημένης μου Ρέας Γαλανάκη, αισθάνθηκα την γοητευτική ανάγκη να υποβληθώ αυτοτιμωρητικά σ’ αυτή την αρχέγονη «ποινή», και να το αντιγράψω εκατό φορές!
Και εξηγώ το γιατί: Στην πρώτη ανάγνωση, αισθάνθηκα ευθύς τη μέθη της λογοτεχνικής ομορφιάς του κειμένου.
Στην αντιγραφή του όμως, κοινώνησα της γοητείας του αριστοτεχνικού λογοτεχνικού λόγου, ενώ ταυτόχρονα επαληθεύτηκε πλήρως η άποψη της Ρέας, ότι δηλαδή, η σύνθεσή του προήλθε από «λέξεις χειροποίητες»-ακριβά και καλοπελεκημένα αγκωνάρια- της λογοτεχνικής μαεστρίας της πολυβραβευμένης μας συγγραφέως.
«Παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, λοιπόν, το νέο λογοτεχνικό αριστούργημα της Ρέας Γαλανάκη, το οποίο ανέγνωσα απνευστί!!!
Βρίσκομαι ήδη στη δεύτερη ανάγνωση και ανακαλύπτω τους δικούς μου προγόνους, τις άγνωστες ζωές τους, τους έρωτές τους, τα πένθη και τα βάσανά τους.
Σε κάθε κεφάλαιο συναντώ κι ένα προπάππου και μια προγιαγιά.
Ακούγονται ευδιάκριτα οι πόνοι των τοκετών των κατιόντων τους, οι αναστεναγμοί του μόχθου τους, ο αχός από τις επαναστατικές τους περγαμηνές, οι οιμωγές από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου.
Καθώς περπατώ τις «χειροποίητες λέξεις», αισθάνομαι δικαιολογημένα υπερήφανος για την Βιαννίτικη προέλευσή μου, αφού, (κι αυτός) είναι ένας τόπος που γεννά απροσκύνητους αν και, όπως εύστοχα επισημαίνει η συγγραφέας, «δεν ήταν και οι πάντες απροσκύνητοι στην Κρήτη, κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο, δεν παρατηρήθηκε ποτέ στον κόσμο. Ήταν όμως αναμφισβήτητη πλειοψηφία, αυτή που έκανε περήφανο, αθάνατο, μυθικό αυτό τον τόπο» και αμέσως μετά αναδεικνύει τη θριαμβευτική και ταυτόχρονα τραγική διαπίστωση:
«Τέτοιοι τόποι ενοχλούν. Τέτοιοι τόποι τιμωρούνται»!!!
Στο νοηματικό σακίδιο έξη, μόλις, λέξεων χώρεσαν ο ηρωισμός και η καταστροφή!
Μιας καταστροφής που για πολλά χρόνια, μας απαγορεύτηκε ακόμη και να την μνημονεύουμε.
Είναι «αυτά τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», για να δανειστώ μια βαρυσήμαντη-σοφότατα επαναλαμβανόμενης-έκφραση της συγγραφέως.
Η ζωή συνεχίστηκε στον ερηπιώνα που άφησαν πίσω τους οι κατακτητές. Όμως δεν ακούγονταν λόγια, ει μη μόνο το βουβό κλάμα των χηράδων, ενώ και οι χρωματισμοί στις ενδυματολογικές τους επιλογές περιορίζονταν αυστηρά στο κατάμαυρο τους πένθους, έτσι όπως εκφράζονταν από τα τσεμπέρια των βαρυπενθουσών γυναικών.
Ευτυχώς όμως, που βρέθηκαν κάποιες «ξεστρατισμένες λέξεις» όπως εύστοχα σημειώνει η Ρέα Γαλανάκη και, έστω και αργά, πληροφορηθήκαμε τα καθέκαστα και τρόπον τινά «πήρανε τα όνειρα εκδίκηση»!
Δίχως δεύτερη σκέψη, σπεύσατε σ’ ένα βιβλιοπωλείο και ζητείστε το νέο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη.
Στις τετρακόσιες τόσες σελίδες του, θα ξανασυναντηθείτε με προγονικές-αγαπημένες μορφές, θα κουβεντιάσετε με ξεχασμένους θείους και θείες και θα ακούσετε παλαιϊνές κουβέντες…
Ρέα σ’ ευχαριστούμε για όλα!