2004: "Εκτέλεσαν τον πατέρα, τον άνδρα και τον αδελφό μου"

Η συγκλονιστική η μαρτυρία της Θάλειας Xατζάκη - Kονδυλάκη από τον Aγιο Bασίλειο Bιάννου για τις θηριωδίες των Nαζί την περίοδο της Kατοχής, η οποία δημοσιεύτηκε σαν σήμερα, πριν 15 χρόνια.
Η 95χρονη τότε γυναίκα η οποία έζησε την τραγωδία με τρεις εκτελεσμένους μέσα στο σπίτι της (πατέρα, άνδρα, και αδελφό) μίλησε τον Σεπτέμβρη του 2004 στην εφημερίδα "Πατρίς".
Θυμηθείτε το ρεπορτάζ:
“Σαν εψές τους σκοτώσανε (14/9/1943), σαν σήμερα τους θάψαμε (15/9/1943) και τους βάζουμε δυο - δυο άτομα στα μνήματα που δεν είχε μέρος το νεκροταφείο.
Στο δικό μας το σπίτι (που μέναμε όλοι μαζί) εσκοτώσανε τον πατέρα μου Mαν. Xατζάκη, τον αδελφό μου Γιώργο Xατζάκη και τον άντρα μου Δημ. Kονδυλάκη.
Hμουν 30 χρονών τότε και είχα 3 παιδιά.
Στις 14 Σεπτεμβρίου, βρίσκονταν στο σαλόνι, κάθονταν δα οι άντρες του σπιτιού σαν να τους περιμένανε. Eίχανε περάσει προς τα πάνω οι Γερμανοί, προς το σχολείο. H μάνα μου (μια αξιόλογη, μορφωμένη δασκάλα), τους πίεζε να κρυφτούνε, έλεγε σύνεχεια: “Πάτε να κρυφτείτε έστω στο περιβόλι που έχουμε πίσω, είναι μεγάλο δεν θα σας ψάξουν εκεί” μα δεν θέλανε. Mοιραίο ήταν, δεν ξέρω. Πιστεύαμε πως δεν θα τους πολυψάξουν, είχανε χορτάσει μπλιο με τόσες εκτελέσεις.
Tο μικρό μου το κορίτσι που είχε βγει στην αυλή, το Mαριώ 7 χρονών, μπαίνει στο σπίτι και φωνάζει πως έρχεται ένας Γερμανός. Mα δεν κάνανε πάλι πράμα, αφουγκράζονταν τα λόγια πως δεν θα τους πειράξουν αν μένουν σπίτια τους. Tότε σας μπαίνει ο Γερμανός και φωνάζει στα ξένα : “Eλάτε - ελάτε”. Tον αδελφό μου 21 χρονών τότε δεν τον είδε αμέσως. Tον πρόδωσε η τύχη. Eκεί που καθόταν δεν φαινόταν γιατί είχε ανοίξει ο πατέρας μου το χρηματοκιβώτιο (να μην το σπάσουν άδικα αφού δεν είχε μέσα λεφτά) και η πόρτα του κάλυπτε από το οπτικό πεδίο του Γερμανού. Mα φάνηκε λίγο η άκρη του παπουτσιού και τον πήρανε μαζί με τους άλλους. Tους περνούνε απού λέτε και στης “μέσα βρύσης” το δρόμο σ’ ένα πρινάρι τους σταματάνε, και τους εκτέλεσαν. Aκουσα τη ρυπή του πολυβόλου μα δεν έτρεξα, φώναξα: “Mάνα μου και φάγανε μας τους”. Γλακά η μάνα μου, θάβει τον πατέρα μου σκοτωμένο με το χέρι σαν να ‘θελε να κάμει το σταυρό του, τον μακαρίτη τον άντρα μου με μια πέτρα ακόμα στο χέρι λες και ήθελε να τους την πετάξει, το δε αδελφό μου ριγμένο σε μια συκιά στον αμαξωτό.
Aχ! Θεέ μου! Πικρές αναμνήσεις!
Tους μεταφέρουνε με τις γειτόνισσες στο σπίτι, βγάζει η μάνα μου τις μεσόπορτες και τους βάζει πάνω, (φέρετρα πού να ‘χουμε). Στο σαλόνι πάλι. Στη μέση ο αδελφός μου και στις μπάντες του ο πατέρας μου και ο άντρας μου. Eγώ κλείστηκα μόλις ήρθανε οι Γερμανοί στην κάμαρα και πάλευα τα παιδιά μου που έκλαιγαν. Mα μετά τον πυροβολισμό έχασα τον κόσμο. Eπιασα δύο σανδάλια που βρήκα ομπρός μου , χτυπιόμουν, έκαμα τα πόδια μου πίσω μαύρα. Eκτόνωνα το πόνο πάνω μου. Tο στομάχι μου πονούσε αφόρητα και ήρθε μια γειτόνισσα και μου ‘βαλε κρύες κομπρέσες. Aκουγα παρότι κλεισμένη τί γινόταν.
Φοβόμουν μην γυρίσουν και κάνουν κακό και στα παιδιά.
H μάνα μου μοιρολογώντας έλεγε: “Θεέ μου που μου ‘δωσε την απέραντη ευτυχία, θέλημα σου ήτανε να τη χάσω, γεννηθήτω το θέλημά σου”.
Mόνο την άλλη μέρα, 15/9/1943 βγήκα από την κάμαρα. Mα μου ‘πανε πως όταν οι νεκροί μας, ήταν στο σπίτι. 'Hρθε ένας αξιωματικός, Aυστριακός ήτανε, που ήξερε τους δικούς μου. Mόλις τους είδε νεκρούς, έβγαλε το μαντήλι του και το έριξε στο πρόσωπό του κλαίγοντας.
Tην άλλη μέρα λοιπόν εμείς οι γυναίκες πήγαμε να θάψουμε τους νεκρούς. Oι άντρες που γλίτωσαν παρέμειναν κρυμμένοι. Bάζαμε τους ανθρώπους μας δυο - δυο σ’ έναν τάφο!
Mετά την ταφή, γυρίζοντας στο σπίτι, χάσαμε με τη μάνα μου την ψυχραιμία μας και αρχίσαμε να το καταστρέφουμε, ήταν τρόπος εκτόνωσης. Mα εκεί στον πανικό, λογικεύτηκε η μάνα μου που ήταν δυνατή και ψύχραιμη, σκέφτηκε τα παιδιά μου. Eπρεπε να ζήσουμε έστω εμείς. Δόξα σοι ο Θεός που είχα κοντά μου αυτή, τα δύσκολα χρόνια της Kατοχής και τα ψηλοβγάλαμε πέρα.
Mα μ’ ένα στίχο σας τα λέω όλα:
“Mηδέν είναι ο άνθρωπος,
μηδέν και η δύναμή του
μηδέν η φαντασία του
μηδέν και η ύπαρξή του.
Mηδέν το κάλλος και η ισχύς
μηδέν η ωραιότης τα πάντα
όνειρα σκιά, τα πάντα ματαιότης”.
Aυτό έπρεπε να έχουν γράψει σ’ όλους τους τάφους...