1919: "Ο Βορράς"
Μια ανταπόκριση που γράφτηκε σαν σήμερα το 1919
Κάτι παραπάνω από ένας αιώνας πέρασε, όταν στις 18 Σεπτεμβρίου 1919 ο Ιωάννης Κονδυλάκης έστειλε την ακόλουθη ανταπόκριση στην «Νέα Εφημερίς» του Ηρακλείου:
Προ τεσσάρων ημερών ήρχισεν ο Βορράς. Η κοιλάς εγέμισε από βοάς και ταραχήν και τα δέντρα εσείοντο ως δαιμονιζόμενα. Και ακούω μια κοπελιά, επανερχομένην από τα περιβόλια να λέγη:
-Χαλασμός κόσμου, ράμπια, απ’ αυτό τον ταρό! Παναγία μου! Ελιά δε θα αφίση στα μουρέλλα!
Παράδοξος η σφοδρότης αυτού του ανέμου εις τον τόπον, τον οποίον φράσσουν ακριβώς από το μέρος του Βορρά πανύψηλα βουνά. Οι Βιαννίτες εξηγούν το φαινόμενον με μίαν φράσιν:
-Τα βουνά τονεγκρεμίζουνε.
Είναι μεγάλη πληγή ο Βορράς εις αυτόν τον τόπον. Ξηραίνει την γην και την βλάστησιν και ρίπτει τους καρπούς. ‘Η ελιές, ενώ κατ’ αρχάς προεμήνυον καλήν εσοδείαν, έπειτα έπαθαν από ένα παράσιτον και σήπτονται προώρως επί των δένδρων ή ραβδίζονται και υπό του βορρά και ρίπτονται εις το έδαφος. Εις τα πλησίον δε του χωρίου, τα «σώχωρα» προλαμβάνουν και τας τρώγουν οι χοίροι πριν τας μαζεύσουν οι κάτοικοι.
Πέρυσι ήτο μεγάλη εσοδεία των ελαιών∙ αλλά πολύ ολίγαι συνελέγησαν, διότι ένεκα της ελλείψεως των χωρικών (εξ αιτίας του πολέμου και της γρίπης) παρεσύρθησαν και εχάθησαν υπό των πολλών βροχών∙ πέρυσι λοιπόν δεν είχαν αρκετόν λάδι, το κυριότερον του τόπου προϊόν, φέτος δεν θα έχουν καθόλου. Τι θα γίνη αυτός ο πληθυσμός, όπως μάλιστα είναι αποκεκλεισμένος ένεκα της ελλείψεως συγκοινωνίας με την λοιπήν νήσον;
Εγνώρισα τους εργάτας εις τας πόλεις, εκείνους οι οποίοι τόσα παράπονα και αξιώσεις έχουν. Αλλά αληθές αίσθημα αποκλήρων και αδικουμένων μόνον μεταξύ των χωρικών τοιούτων μερών ευρίσκω. Οι εργάται των πόλεων δουλεύουν εις διάφορα ελαττώματα, εις την μέθην και εις άλλας ασωτείας. Οι χωρικοί όμως αυτών των απόκεντρων μερών, αγωνίζονται τόσον τραχύν αγώνα προς μίαν φύσιν αχάριστον και δυσμενή, ώστε δεν έχουν καιρόν ούτε να αποκτήσουν ελαττώματα. Εδώ η δουλειά είναι πραγματική δουλειά. Εργάζονται επίμονον και διηνεκή εργασίαν. Και τόσα ολίγα απολαμβάνουν, ώστε δεν έχουν ελπίδα να ανακουφισθούν και να μετριάσουν τους μόχθους των. Και υπερβάντες το εβδομηκοστόν, εξακολουθούν να εργάζονται όσον επιτρέπουν αι δυνάμεις που διατηρούν από τόσους μόχθους. Μεταξύ αυτών είνε πολλοί στομαχικοί. Το αποδίδω εις τον κρίθινον άρτον που τρώγουν και εις τάς βαρυτάτας των εργασίας. Διά τούτο έλεγα προχθές εις μερικούς εξ αυτών:
-Άμα τρώτε, να μη πέφτετε ευτύς στη δουλειά. Να δίδεται και λίγη ησυχία στο στομάχι να κάμει τη δουλειά του, να χωνέψει.
Κι ένας από τους χωρικούς μου είπε:
-Τόσο πολύ δουλέυγομε και δε μπορούμε να ζούμε. Είντα θα γενούμε, άνε δουεύγωμε λιγότερο;
-Επαέ, μου είπεν άλλος χωρικός, μας εξέχασε ο Θεός. Εδά με τον πόλεμο όλοι οι χωρικοί εκερδίσανε, κι εμείς εγενήκαμε φτωχότεροι. Γιατί κι ένα εισόδημα νάχωμε, δεν μπορούμε να πάμε να το πουλήσωμε. Και το διάστημα ως την πολιτεία είναι πολύ και οι δρόμοι δεν πατούνται.
Η ιδέα ότι δεν μπορούν να κερδίσουν από την εργασίαν των τόσον τους αποθαρρύνει, ώστε μόλις περιορίζονται εις την καλλιέργειαν των απολύτως αναγκαίων. Και η γη των με την αφθονίαν των πηγών φαίνεται τόσον αρμοδία εις την παραγωγήν ποικιλωτάτων προϊόντων, ώστε παρίστανται εις τον επιπόλαιον παρατηρητήν ως μη γνωρίζοντες να εργάζωνται ή ολίγον εργαζόμενοι. Και είπα ανωτέρω πόσον εργάζονται. Αλλ’ εργάζονται σχεδόν εις μάτην, και η έλλειψις παντός κέρδους τους απελπίζει δια την ανάπτυξιν και τελειοποίησιν της καλλιεργείας. Χθες έμαθα ότι το κίτρο έχει εις το Ηράκλειον σχεδόν μίαν δραχμήν την οκάν. Εδώ υπάρχει ικανή ποσότης κίτρων. Δια να μεταφερθούν δε εις το Ηράκλειον τόσα θα είναι τα έξοδα, ώστε δεν θα περισσεύει σχεδόν τίποτε δια τον παραγωγέα.