Χριστούγεννα στο χωριό

Για τον Αλέξανδρο Κατσαπρακάκη, το γνωστό οδοντίατρο ότι και να γράψουμε θα είναι λίγο. Σπουδαίος επιστήμονας, φύση ανήσυχη, έχει προσφέρει αφειδώλευτα τις υπηρεσίες του στα κοινά, ενώ είναι ο συγγραφέας ενός εξαιρετικού πονήματος με τίτλο "Αχεντριάς-Δυο κοντάρια κάτω απ' τον ουρανό", αφιέρωμα στην ευρύτερη περιοχή του Αχεντριά απ' όπου και κατάγεται. Όμως, ο καλός φίλος Αλέκος, έχει άρρηκτες σχέσεις με τη Άνω Βιάννο, όχι μόνο γιατί είναι απόφοιτος του ιστορικού Γυμνασίου της περιοχής, αλλά και διότι ένωσε τη ζωή του με την Βιαννίτισσα φιλόλογο Βαγγελιώ Πανακάκη με την οποία δημιούργησαν μια καθ' όλα εξαιρετική οικογένεια.
Το εξαιρετικό ποίημα που δημοσιεύουμε είναι κι αυτό πνευματικό απόσταγμα του Αλέξανδρου Κατσαπρακάκη, στο οποίο, οι παλαιότεροι θα συναντήσουν τα παιδικά τους χρόνια, ενώ αναδεινύονται πλήθος ηθογραφικών και πολιτιστικών στοιχείων.
Μανώλης Σπανάκης
Κατακοντίς, Χριστόγεννα νιώθω σαν το κοπέλι,
και βιάζομαι γερά – γερά οι μέρες να περάσουν,
να κάμω πάψες στο σκολειό να αφήσω τη χαρτέλλα
να βάλλω τσοι γαλότσες μου να πιάσω τα σοκάκια,
να σμίξομε στα νοτικά με τ’ άλλα τα κοπέλια,
να ’ναι κρυγιότη δυνατή να βάλλομε γαμπάδες,
του ενούς να τρέχει η μύτη ντου τ’ αλλού να κοκκινίζει,
να κάνομε τα σχέδια τα κάλαντα να πούμε
και σαν ξετουρτουρώσομε και δεν αντέχομε άλλο
στο σπίτι να τρυπώξομε κοντά-κοντά στο τζάκι
να ξεθρακίσω τη φωτιά για να τη ζωηρέψω
να ζωντανέψει η φλόγα τζη και να ξερνά τσι σπίθες,
κι απίτις συνειφέρομε απ’ την πολλή κρυγιότη
ν’ αρχίξομε σιγά – σιγά τσι μπρόβες των καλάντω,
να μας ε-ψήσει η Μάνα μου στο τζάκι τηγανίτους,
να φέρει και τη χούμελη να τσι βουτούμε μέσα
κι αφού τη ντερλικώσομε να δώσω πάλι όξω
να τζιριτώ στα σόπατα στα πλάγια και στα ρυάκια
να μου φωνιάζει η Μάνα μου κι εγώ να μη ντιγνέρω
την κουζουλοπαρέα μου να μην την ε μολάρω
να φεύγω απού τον ντελιμά και να γλακώ στσ’ αμάδες
κι ύστερα στον καλόγερο, και πιο μετά στην ψείρα
να ξεγενώ στην κούραση απ’ το πολύ αμπαχλάτζο
κι ως δα μοχλιάζει να συρθώ σιγά – σιγά στο σπίτι
να φάω μια μπουκιά ψωμί και να γλακώ στα ρούχα
να σκεπαστώ από κορφής μπαγκάλια και καρπέτες
ντελόγο να παραδοθώ στου ύπνου τη γλυκάδα
να σηκωθώ την ταχεινή που ’ναι μεγάλη μέρα
παραμονή Χριστόγεννα που σφάζουνε τσι χοίρους
και να ντυθώ γερά-γερά να βάλλω το γαμπά μου
και να γλακώ στην παρασιά που ’χουνε βάλει φόκο
ν’ αγγιναριάσει το νερό για να μαδεί ο χοίρος
να παραγγείλει ο Κύρης μου στην παραστιά να κάτσω
και να συμπάλλω τη φωτιά να μην αδυνατίσει
να κάμει γύρο στο χωριό να βρει συντρομητάδες
να βάλλουν κάτω το θεριό να μην τους ε-ξεφύγει
να του χυθούνε μερικοί μπρατσογεροδεμένοι
ν’ αντιλαλεί η γειτονιά ’που τσι μουγκρές του χοίρου
και να χω και την έγνοια μου μην είναι χαλαζάρης
να το ’χω για φυσιολογικό το φονικό ετούτο
και να γυρίζω στο χωριό τσι γειτονιές να πιάνω
να φεύγω από τη μια μουγκρά και να γλακώ στην άλλη
να στέκομαι λουπά- λουπά πίσω από τους άντρες
απού μαδούνε το σφαχτό τσι τρίχες να μαζώνω
να συγκεντρώνω κάμποσες και να γλακώ στου Σήφη.
Να πάρω από τον Κύρη μου με χίλια παρακάλια
τη φούσκα από το χοίρο μας να την ε κάμω μπάλα
αφού, τση βρω τον πόρο τζη κι αφού τηνέ φουσκώσω
και αφού τση δέσω το λαιμό μ’ ένα γερό βαστάϊ,
να βγαίνω από πάνω τζη να κάνω ισορροπία
να ’χω την περιέργια ανέ δ’ αντέξει η μπάλα
και να γλιστρώ τ’ ανάσκελα και να κολοκαθίζω
να μου φωνιάζει η Μάνα μου μωρέ παιδί μου Αλέκο
κοντό δεν το σιχαίνεσαι ετουτονά το πράμα;
Απού τη φούσκα που βαστάς κατούργιενε ο χοίρος
και συ μέσα στα χέρια σου τηνε κολομακάσεις
και τηνέ φέρνεις που και που οντέ δα ξεφουσκώσει
στο στόμα σου και τη φυσάς για να φουσκώσει πάλι;
Μπορεί νάναι γρουσούζικο ετούτο το παιχνίδι
μα τα κοπέλια στο χωριό όλα τηνέ κρατούνε
γιατί δεν έχουνε μαθώς καλύτερα παιχνίδια
και συ άμα δεν ήθελες να παίζω τέτοια μπάλα
ας μου ’παιρνες αληθινή που πήες στο παζάρι.