Χριστούγεννα στο μετόχι


Ξανοιξ' εδά, Χρονιάρες μέρες που 'ναι...
Ολοδιαόλιστος είμαι...
Κι άμα δε τα πω, θ 'ανοίξει η κεφαλή μου, "σα τη καρπούζα"!
Κάτσε λοιπόν και γροίκα μου...
Ποιός κερατάς, ήτονε που ήφερε τον Αϊ Βασίλη τα Χριστόγεννα;
Ποιος ήτονε κειοσάς, απού τον εμπογιάντισε κόκκινο, ψαρογένη, και σα το βούϊ καλοθρεμμένο;
Εμένα, ο δικός μου Αϊ Βασίλης, γιορτάζει την ΠΡΏΤΗ ΤΟΥ ΓΕΝΆΡΗ!!!
Ο ιδικός μου Αϊ Βασίλης, δεν ήτονε ούτε 50 χρονώ, οντέν "επαράδωκε το πνεύμα"...
Ο Αϊ Βασίλης, ο ιδικός μου, δεν ήμπαινε από τσ' ανηφοράδες, χωρίς να μουζώνεται!
Απείς κι επόθανε η γιαγιά μου, η κουφή και η θεία η Ελπίδα, το χωριό, δε μασέ θώρειε..
Ενάμιση χιλιόμετρο, από το μετόχι μας στην Άρβη, μα ποτέ δεν εδιστάσανε, οι συχωρεμένοι οι γονέοι μου, να μασέ σύρνουνε από τη χέρα, τρία κοπελάκια και να μασέ πάνε στην εκκλησιά!
Ποτέ(!) δε θυμούμαι τον Αγιασμένο το κύρη μου, (στη μεγάλη σκόλη του Χριστού τη Γέννα) να κάμει δουλειά...
Μόνο τα μαρτάρικα μας εβαβάλιζε...
Στο σκοινί τα 'χε κι α' δε τως ήκανε κουμάντο να τα μεταδέσει, από τ' αχύρι, νηστικά 'θελ' α πομείνουνε...
Και τουτηνά την αμαρτία, μουδ' ο Χριστός, μουδ' ο Κύρης Του, μουδ' οι Άγιοι Του όλοι, τη συχωρούσανε...
Κι η Μάνα, που σκίστηκε στα δυό, να μασέ κάμει και με τσι χίλιες παθήσεις τση, ΜΌΝΟ! το τραπέζι επάλευε να στέσει...
-"Να μη πομείνουνε τα κοπέλια νηστικά"
Εκειονά, που οι "μοντέρνοι" τη λένε "γαλοπούλα", στο μετόχι μας, την είχε η μάνα μου, "εκκολαπτική μηχανή"!...
Ναι, λόγω τιμής!
Τσι κούβες, τσι τάϊζε και τσι βαβάλιζε, γιατί... εκλωσούσανε εύκολα!
Κι εβγάνανε τα πουλάκια, από τ' αυγά των ορνίθω και μ' έβανε κι ήλεθα το καλαμπόκι (που το πουλούσανε χύμα στο Συνεταιρισμό τση Βιάννου) στο χερόμυλο, να τ' ανεθρέψει, για να 'χει το πετεινό, την όρνιθα, να μη ξελείπει τ' αυγό και το κρέας από το σπίτι.
Κι ηθελ' α σφάξει, να μαδίσει, να βράσει την όρνιθα γη το πετεινό, να βράσει και να βάλει μακαρούνια στο ζουμί!
Να βράσει και τη χοιροκεφαλή, να βάλει ξινόχοντρο στο ζουμί, να κάμει σούπα "να ζεσταθούν τα σκώθια μας" στσι κρυγιάδες του Δεκέμβρη...
Κι ήτονε κι ο καιρός, που τ' άλλα κοπέλια "εστολίζανε δέντρο"...
Κι' εθέλαμε κι εμείς....
Και τη χαρά μας, δε τη βάνανε του κόσμου τα χαρθιά, οντέν ήθελ' α φέρει ο κύρης μου... ένα κλαδί κέδρο!!!
Κι είχε ντοντίνια απάνω τσι σπόρους που εμοιάζανε με μπάλες μικιές μικιές....
Κι είχαμε και μια κορδέλα που εγυάλιζε!!!
Ρεύμα, δεν είχαμε στο μετόχι, μα....
Με το φως τση λάμπας, η κορδέλα που ήτονε τυλιγμένη στο κλαδί του κέδρου, σα να 'τανε "λαμπιόνια" κόκκινα και μπλε, στα κοπελίστικα μάθια μας...
Και τη μέρα, που τση 'δινε το φως του ήλιου, ήστραφτε ποιο πολύ!!
Και "Φάτνη" είχε στη ρίζα του, τουτονέ το δεντρό...
Μια κάρτα, που μας είχανε πεμπάτη, γη ο μπάρμπας μου ο Σπύρος, γη η θειά μου η Σοφία από την Αθήνα....
Μόνο δώρα τυλιγμένα δεν είχε...
Μα, είχε τη "καλή χέρα"...
Τη πρωτοχρονιά! όϊ τα Χριστόγεννα...
Κι εγώ, που ήμουνε ποιο μεγάλος, 10 δραχμές μου 'δινε...
Στσ' αδερφίδες μου, από 5...
Μα όπως και να 'χε, μπισκότα γεμιστά και γαριδάκια τα κάναμε...
Και λουκάνικα είχε στο τραπέζι μας...
Και μπριζόλες στο κάρβουνο είχε...
Και τα μεριά του χοίρου στο φούρνο είχε...
Και δεν(!) είχε "κόκα κόλες"..
Μα είχε δροσερό νερό και κρασί...
Και μου 'βανε κι εμένα ο κύρης μου να πιω, για να πω "καλή χρονιά"...
Κι ας ήμουνε δεν ήμουνε 10 χρονώ...
Μόνο τση αδερφής μου τση μεγάλης δεν ήβανε να πιει, γιατί... ήτονε κακόφαγη...
Κι αφού δεν ήτρωε το φαΐ τση, δεν ήπινε και κρασάκι...
Έτσι... Για τιμωρία!
Και πε μου εδά....
Πως να μην είμαι ολοδιαόλιστος, Χρονιάρες μέρες, με τουτανά που θωρώ εδά;
Πως να μη βάλω στο νου μου, τη κουβέντα που 'λεγε η Αγιασμένη μάνα μου;
Ότι...
-"Εβγήκε, παιδί μου, ο αντίχριστος κι επορπάτηξε τη Γη"...