«Τον έμαθα να κολυμπά και θέλει να με πνίξει»…
«Αν περιμαζέψεις έναν πεινασμένο σκύλο και τον ταΐσεις, δεν πρόκειται να σε δαγκώσει. Αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στο σκύλο και τον άνθρωπο»….
Η θεμελιώδης-θλιβερή ετούτη διαπίστωση στροβιλίζεται, τώρα και πολύ καιρό, στη σκέψη και στο λογισμό μου.
Προσφάτως, διάβασα σε κάποιο άρθρο σχετικό με την ψυχική υγεία του ανθρώπου, ότι «μια από τις πιο κοινές μορφές ψυχασθένειας είναι η αχαριστία».
Αν και ακούγεται εξωφρενική μια τέτοια διαπίστωση, εντούτοις δεν είναι, αρκεί να απαντήσουμε στο ερώτημα: Πόσο φυσιολογικό είναι να κόβεις ένα χέρι που σε αγκάλιασε, που σου πρόσφερε βοήθεια, που σε βοήθησε να σταθείς όρθιος σε εποχές βαρέων πολιτικά και κοινωνικά χειμώνων. Ο ορισμός μιας παραπαίουσας κοινωνίας είναι η αχαριστία προς αυτούς που την ευεργέτησαν. Δυστυχώς, η κοινωνία μας ανήκει στη συνομοταξία των αχαρίστων. Βεβαίως, οι ευθύνες επιμερίζονται και το κύριο βάρος αφορά στους άρχοντες, εκείνους που έχουν και την ευθύνη διοίκησης αυτής της κοινωνίας. Τούτο όμως, επουδενί απαλλάσσει όλους εμάς τους υπόλοιπους, γιατί, οι άρχοντες μιας κοινωνίας είναι εικόνα και ομοίωμά μας. Η αχαριστία και η αγνωμοσύνη, δείχνουν πόσο μικρόψυχοι και εαυτούληδες είμαστε. Όμηροι μιας δήθεν καλοπέρασης και ευμάρειας που καθορίζεται από ρηχές συμπεριφορές του τύπου «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει… ο πισινός μας»… Αλλά μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί (και δεν δικαιούται) να έχει αύριο. Δυστυχώς, είναι πλέον ποικιλότροπα διαπιστωμένη η παρακμή και η αξιακή κοινωνική κατάπτωση, καθώς έχουμε κάνει σημαία μας την αγνωμοσύνη και την αχαριστία.
Γίνομαι σαφέστερος: Ο τόπος μας έχει γεννήσει σπουδαίες προσωπικότητες, που τον τίμησαν αρκούντως. Αναφέρομαι σ’ εκείνους τους Βιαννίτες, που ξεχώριζαν καταφανέστατα από τους υπόλοιπους, που σήκωσαν πολύ ψηλά το μπόι ετούτου του δύσμοιρου τόπου. Δεν είναι μια και δυο αυτές οι ξεχωριστές προσωπικότητες και θα χρειαζόταν πολύ μελάνι για να αναφερθώ με λεπτομέρειες στον καθένα απ’ αυτούς.
Με απόλυτη αίσθηση ευθύνης, θα εστιάσω σε δυο από τις προσωπικότητες αυτές, που τους οφείλονται πάρα (μα πάρα) πολλά! Πρόκειται για τους αείμνηστους Γιώργο Χρηστάκη και Κωστή Στεφανάκη.
Ο Γεώργιος Δ. Χρηστάκης
Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω να απαριθμώ την προσφορά τους, η οποία δεν περιορίζεται στα στενά όρια που ορίζουν τον Δήμο Βιάννου. Δυο πνευματικοί φάροι που, αρκετά χρόνια μετά την εκδημία τους, συνεχίζουν να ξορκίζουν τα σκοτάδια μας, δωρίζοντας άοκνα και ανιδιοτελώς το φως τους.
Γιώργος Χρηστάκης: Δάσκαλος, που ένα άθλιο πολιτικό σύστημα του επέτρεψε για μόλις 7 χρόνια, να ασκήσει το λειτούργημά του, και καθώς θεωρήθηκε επικίνδυνος, το 1949 τον εκτόπισε στα ξερόνησα της πίκρας…
Όμως, όπως ήδη ελέχθη, ο Χρηστάκης είχε σύμφυτες αξίες. Δεν ορρώδησε, δεν έσκυψε, δεν δικαίωσε ποτέ τους διώκτες του, αλλά πάλεψε, αγωνίστηκε και με εντιμότητα κατάφερε να λύσει το βιοποριστικό του. Είναι όμως εντυπωσιακό το γεγονός, ότι σκόπιμα επέλεξε να ασχοληθεί με το βιβλίο, γιατί πίστευε πως, μόνο με το διάβασμα μπορείς να σκοτώσεις το τέρας της αμάθειας και να διαλύεις τα σκοτάδια. Εύστοχα περιγράφει στο ποίημά του ο Μήτσος Ευθυμιάδης το θεριό της αμάθειας:
«Αν ήξερα ανάγνωση-γραφή, αν ήταν το σπαθί δικό μου
δε θα μου τρώγαν τώρα το ψωμί, θ’ αρνιόμουν την κλεψιά για ριζικό μου»…
Ο Γιώργος Χρηστάκης, ως βιβλιοπώλης, άφησε εποχή στο μετεμφυλιακό Ηράκλειο, να δανείζει βιβλία σε άπορους βιβλιόφιλους. Αυτός τους γνώρισε τον Λουντέμη και τον Καζαντζάκη, τον Βάρναλη και τον Σεφέρη. Ωστόσο, το ανήσυχο πνεύμα του δεν αρκέστηκε σ’ αυτά. Με το πρώτο φως της μεταπολίτευσης ανατέλλει και το λυκόφως της πανεπαρχιακής ενημέρωσης.
Ο έτερος φάρος, ο Κώστας Στεφανάκης, διακεκριμένος φιλόλογος και αντιστασιακός, άφησε εποχή στο Γυμνάσιο Βιάννου όπου δίδαξε, αλλά και αργότερα, ως καθηγητής στην Ακαδημία Ηρακλείου.
Ο Κώστας Στεφανάκης
Ο Γιώργος Χρηστάκης βρήκε τον ιδανικό συνεργάτη, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, όπως ήταν η έκδοση μιας μηνιαίας εφημερίδας. Οι δύο πρωτοπόροι πνευματικοί γίγαντες, χωρίς να φεισθούν χρόνου, κόπου και εξόδων, δρομολόγησαν την έκδοση της ιστορικής-μηνιαίας επαρχιακής εφημερίδας «Βιαννίτικα Νέα». Η μακρόχρονη ενασχόλησή μου με την δημοσιογραφία, αλλά και η εκδοτική μου εμπειρία από την «Ηχώ της Βιάννου», μου επιτρέπει να γνωρίζω καλά το πόσο κοπιώδης, αγχωτική, αλλά και επαχθέστατη οικονομικά ήταν η επί σχεδόν τρεισήμισι δεκαετίες μηνιαία έκδοση των Βιαννίτικων Νέων! Ηρωική θα χαρακτήριζα την προσπάθεια των Γιώργου Χρηστάκη και Κωστή Στεφανάκη, γι’ αυτή την εξαιρετική πρωτοποριακή τους δραστηριότητα που είχε δόγμα της την ευαγγελική ρήση: «απαρνησθάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν».
Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας αυτής, αναδείχθηκε πλήθος αρχαιολογικών, ιστορικών, ηθογραφικών και πολιτιστικών στοιχείων.
Αλλά δεν αρκέστηκαν μόνο σ’ αυτό. Το μνημειώδες ερευνητικό τους έργο με τίτλο «Επαρχία Βιάννου 1940-1945» είναι μια από τις σοβαρότερες ευεργεσίες προς τον τόπο μας. Στις 535 σελίδες του επίπονου τούτου ιστορικού θησαυροφυλάκιου, συμπεριλαμβάνονται πλήθος ιστορικών στοιχείων και μαρτυριών, που αφορούν την δραματική περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την πλούσια αντιστασιακή δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στον τόπο μας και βέβαια, τα γεγονότα που προηγήθηκαν για να φτάσουμε στο σκληρό Σεπτέμβρη του ’43 και στο Ολοκαύτωμα.
Υπάρχει ακόμη ένας μεγάλος αριθμός παράλληλων εκδόσεων που αφορούσαν στο μεγάλο Βιαννίτη λογοτέχνη Ιωάννη Κονδυλάκη, στη θυσία της Βιάννου, στη συλλογή ποιημάτων κ.α. ενώ και οι δύο αυτοί πνευματικοί ταγοί, μας κληροδότησαν αρκετά ακόμη εκδοτικά-πνευματικά τους νάματα.
Θα αρκεστώ σε τούτα τα ελάχιστα που πρόσφεραν οι δύο αυτοί σπουδαίοι άνδρες.
Θα περίμενε κανείς ότι, μετά ταύτα, η κοινωνία (τοπικά και ευρύτερα) θα αναγνώριζε την τεράστια προσφορά αυτών των ανδρών και, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα προσπαθούσε να δείξει την ευγνωμοσύνη της.
Δυστυχώς όμως, είναι άλλες οι προτεραιότητες της παραπαίουσας-πολυτραυματισμένης κοινωνίας μας. Μπόλικος εαυτουλισμός, ακατάσχετος ωχαδερφισμός και ατέρμονη απαιδευσιά, λες και όλη αυτή η ανεκτίμητη προσφορά ήταν «σκιές ονείρων και σύννεφα που πέρασαν και χάθηκαν»…
Όμως, τι μέλλον μπορεί να έχει μια κοινωνία όταν το ευαγγέλιό της είναι η αγνωμοσύνη και η αχαριστία;
Οι ευθύνες, όπως ήδη ελέχθη, αφορούν πρωτίστως (και κυρίως) τους άρχοντες, οι οποίοι, όφειλαν να αποδώσουν τις αρμόζουσες τιμές. Δεν θα έπρεπε ο Δήμος Βιάννου, να είχε ήδη υποβάλλει αίτημα προς τον Δήμο Ηρακλείου, ώστε τα ονοματεπώνυμα των Γεωργίου Χρηστάκη και Κωστή Στεφανάκη να δοθούν σε δρόμους της πόλης; Δεν θα έπρεπε οι φορείς του τόπου να οργανώσουν εκδηλώσεις αφιερωμένες στο πολυσχιδές και πολυσήμαντο έργο των δύο ανδρών;
Ελπίζουμε το άρθρο αυτό, να αφυπνίσει όλους όσοι έχουν θεσμικό ρόλο. Υπάρχει χρόνος να αποκαταστήσουμε την κοινωνική ντροπή.
Υ.Γ. Είναι πολλοί εκείνοι οι συμπατριώτες μας που τους οφείλονται τιμές. Έχουμε και στο παρελθόν προτείνει στο Δήμο Βιάννου, τη σύσταση επιτροπής που θα αξιολογήσει το έργο τους και να τους αποδοθεί η πρέπουσα τιμή και αναγνώριση. Δυστυχώς ουδείς έλαβε υπόψη την πρόταση αυτή.
Με την ευκαιρία δε αυτή, θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι, σε ένα μήνα συμπληρώνονται 100 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τέκνου της Βιάννου, του Ιωάννη Κονδυλάκη. Ελπίζουμε να μην ισχύσει ο στοχασμός του Αριστοτέλη που είπε πως «Περισσότερο αγαπούν οι ευεργέτες τους ευεργετούμενους παρά οι ευεργετούμενοι τους ευεργέτες»…
* Ο Μανώλης Σπανάκης είναι δημοσιογράφος