Το Πάσχα των παιδικών μου χρόνων


Η Μεγαλοβδομάδα ήταν οι μέρες που περιμέναμε με ιδιαίτερη νοσταλγία, παρότι δεν υπήρχαν ούτε κάλαντα ούτε καλές χέρες.
Ήταν η άνοιξη που ξεπεταρίζαμε, ήταν οι ύμνοι της εκκλησίας, ήταν οι μανάδες μας, που μας μετέδιδαν όλη τη μαγεία της μυσταγωγίας, ήταν φυσικά η ημέρα του Πάσχα που προσπαθούσαμε να εντυπωσιάσουμε με καινούρια ρούχα και με αυτοσχέδια μέσα. Όλη τη Μεγαλοβδομάδα τα αγόρια του σχολείου μας (κοντά 100 μαθητές είχε τότε και τώρα έχει κλείσει) τρέχαμε να κόψουμε ή να κλέψουμε ξύλα για τον Ιούδα. Τα χωριά μας ήταν απέναντι μεταξύ τους και το στοίχημά μας ήταν να έχομε τη μεγαλύτερη φουνάρα τη βραδιά της Ανάστασης, και ειδικά πιο μεγάλη από αυτή που έφτιαχναν τα Αμιριωτάκια με τα οποία ήμασταν σε διαρκή κόντρα. Τα μοναδικά βεγγαλικά που υπήρχαν τότε στα μαγαζιά ήταν φώσφορα, τρακατρούκες και μερικές ρουκέτες. Εμείς όμως φτιάχναμε μόνοι μας πλακατζίκια ή δέναμε σ’ ένα σπάγκο ένα ψιλό συρματάκι κουζίνας και αφού του βάζαμε φωτιά το γυρίζαμε γρήγορα δημιουργώντας ένα φαντασμαγορικό θέαμα τη νύκτα.Τα ποιο εντυπωσιακά όμως ήταν τα καούρια, που δούλευαν με υλικό από σπίρτα και έβγαζαν εκκωφαντικό θόρυβο. Μας τα έφτιαχνε ο Μανώλης ο Διακάκης (Μπαντουβάς) στο χαρκιδιό του και ήταν απαραίτητο πασχαλινό εξάρτημα. Την ίδια δουλειά έκαναν όμως και τα παλιά μεγάλα κλειδιά που είχαν φωλιά στην άκρη τους.Υπήρξαν όμως και δυο ατυχήματα που μας έκαναν πολύ πιο προσεκτικούς με σοβαρότερο εκείνο της Καλεργομαρίας, που έχασε το μάτι της από το τζάμι της εκκλησίας που έσπασε από την πολύ φωτιά.
Τη μεγάλη Πέμπτη οι κοπελιές κατέβαιναν στο γιαλό (στην Άρβη) και, γέμιζαν ένα καλάθι λεμονανθούς με τους οποίους έφτιαχναν ένα μεγάλο στεφάνι και μια κολαΐνα και ήταν τα μόνα που έμπαιναν τότε στο σταυρό. Την άλλη μέρα αγόρια και κορίτσια έπρεπε να φέρουν από τους αγρούς τη ροδαρά τους για τον επιτάφιο στην οποία κυριαρχούσαν οι μαχαιρίδες. Τα ματσάκια τα στόλιζαν με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στον επιτάφιο οι κοπελιές και ήταν ένα υπέροχο θέαμα να βλέπεις πολύχρωμα και μυρωδάτα λουλούδια να έχουν καλύψει όλο τον επιτάφιο, που γύριζε σ’ όλο το χωριό και σταματούσε απαραίτητα έξω από κάθε σπίτι για να μνημονεύσουν τους ζώντες και να περάσει από κάτω του όλη η οικογένεια. Οι γυναίκες απ’ όπου περνούσε θύμιαζαν με μερτζουβί και δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη και κατανυκτική ατμόσφαιρα. Τα παιδιά συνορίζονταν ποιος θα σηκώσει τον επιτάφιο, ποιος το σταυρό ή τα φανάρια και τα εξαπτέρυγα και γινόταν μάχη ποιος θα κρατήσει το σημαντήρι ένα μεγάλο καμπυλωτό σίδερο που έβγαζε ένα γλυκό ήχο σαν της καμπάνας. Το μεγάλο Σάββατο ο πατέρας ετοίμαζε το κατσικάκι, εμείς βάφαμε με ασβέστη τα σπίτια και τις αυλές και η μάνα ετοίμαζε τα τσουρεκάκια και τα καλιτσούνια, κι όλο το χωριό μύριζε ασβέστη, και μυρωδιές από το φούρνο του Γιάννη του Παπά.
Χαρακτηριστικό το υφαντό κάποιας νοικοκυράς στην εικόνα της Παναγίας
Τη βραδιά της Ανάστασης η στοίβα με τα ξύλα ήταν έτοιμη στην αυλή της εκκλησίας και στην κορυφή της τοποθετούσαμε τον Ιούδα, μ’ ένα φλασκί με τραγιάσκα για κεφάλι και το γεμίζαμε με αλάτσι για περισσότερο θόρυβο. Τα αυτοσχέδια πυρομαχικά μας ήταν σε ετοιμότητα και μόλις ο Παπάς έλεγε το «Χριστός Ανέστη», η φωτιά ξεκόρφιζε την εκκλησία και οι μπαλωθιές από τα πλακατζίκια ξεκούφεναν, αλλά και φόβιζαν, τις κοπελιές αντί να τις εντυπωσιάζουν. Στις τσέπες μας όμως, εκτός από τα πυρομαχικά, είχε ο καθένας μας δυο κόκκινα αυγά και καλιτσούνια, που τα είχαμε καταβροχθίσει πριν τελειώσει ο παπάς το Χριστός Ανέστη, γιατί είχε «μαυρίσει» το μάτι μας από τη νηστεία της σαρακοστής! Την άλλη μέρα της Λαμπρής, όλη η γιορτή, γλέντι με όλο το χωριό εκτυλισσόταν στον περίβολο της εκκλησίας, με την καμπάνα να χτυπά ασταμάτητα, και ήταν μια μοναδική ευκαιρία να βρεθούν στο χορό οι κοπελιές με τους νεαρούς της εποχής. Η μάνα μου φρόντιζε τη μέρα της Λαμπρής να μου αγοράζει με το ραντολόϊ καινούργια ρούχα, συνήθως χακί-κοντό παντελονάκι, άσπρο πουκάμισο και άσπρα-πάνινα παπούτσια ελβιέλα, που μέχρι το βράδυ είχαν γίνει μαύρα από τα αποκαΐδια της φουνάρας!
Υπήρξε όμως και μια πολύ μεγάλη περίοδος που δεν είχε παπά το χωριό μας, λόγω ασυμφωνίας του επισκόπου με το χωριό, και για 1-2 χρόνια στο χωριό δεν γινόταν κανένα μυστήριο. Ακόμα και ταφή έγινε χωρίς ιερέα και όλοι απέδωσαν για συγκεκριμένο λόγο τη συγκεκριμένη ταφή, στη θεία δίκη! Ψαλμωδία ακούγαμε συνωστισμένοι στα λιγοστά ραδιόφωνα του Χωριού, όμως το Πάσχα ερχόταν ο Παπά Γιάννης από το διπλανό χωριό, τον Πεύκο, και Ανάσταση κάναμε συνήθως το μεσημέρι του Σαββάτου. Όμως μια μεγάλη Παρασκευή αποφασίσαμε κάποιοι μαθητές να φτιάξουμε και να ψάλλουμε επιτάφιο στο σπίτι ενός συμμαθητή μας! Αντί για επιτάφιο στολίσαμε ένα τραπέζι, ορίσαμε ιερέα, επιλέξαμε ψάλτες και για άμφια βολευτήκαμε με ένα κλαδάτο τραπεζομάντηλο! Φτιάξαμε επίσης χορωδία για τα εγκώμια, και σε λίγο άρχισε να συρρέει με κεριά όλο το χωριό! Το σπίτι θύμιζε ναό, με κανονική αλλά παιδιάστικη ψαλμωδία και, οι γυναίκες σταυροκοπιότανε και μας ευγνωμονούσαν! Ενώ όμως ετοιμαζόμασταν για την περιφορά, κατέφθασε ο δάσκαλος και διέλυσε δυναμικά αυτή την εντυπωσιακή τελετή θεωρώντας την βλασφημία, αν και μόνο στα τυπικά διέφερε από ένα κανονικό εκκλησίασμα. Πέρασε καιρός χωρίς να έχει ιερέα το χωριό, μέχρι να έρθουν στο μοναστήρι της Άρβης δυο μοναχοί, ο Ιερόθεος και ο Τιμόθεος, που τους δόθηκαν ενορίες στα ορεινότερα χωριά, και έτσι άρχισε να λειτουργείται κανονικά η εκκλησία του χωριού, ενώ αργότερα τοποθετήθηκε ο ιερέας που στήριζαν οι κάτοικοι.
Επιστρέφοντας στο σχολειό, ο δάσκαλος, μας έβαλε έκθεση να περιγράψομε πως περάσαμε εκείνο το Πάσχα. Από το ημερολόγιο είχαν εξαφανιστεί φυσικά η Μεγάλη Παρασκευή αλλά και τα πλακατζίκια. Όλοι γράφαμε πως είχαμε πάει με τους γονείς μας στην Ανάσταση και επιστρέφοντας σπίτι φάγαμε την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα, που φυσικά κανείς δεν ήξερε τη γεύση της.
Η δεύτερη Ανάσταση, την Κυριακή του Πάσχα, ήταν εξίσου εντυπωσιακή, και υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον ποιος θα κρατούσε τις εικόνες της λιτανείας που γύριζε όλο το χωριό και όπως στον επιτάφιο σταματούσε σε κάθε σπίτι για προσκύνημα, αλλά και να δώσουν οι νοικοκυρές κανένα υφαντό στην Παναγία, που το έβγαζαν στη συνέχεια κάποια επόμενη Κυριακή σε πλειοδοσία. Από μία τέτοια πομπή είναι και οι φωτογραφίες που παραθέτω από το χωριό μου, που μου θυμίζουν δύσκολα αλλά όμορφα χρόνια.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και να μην χρειαστεί ποτέ να γιορτάσουμε όπως και φέτος!
Κεντρική φωτογραφία: Συμμαθητές και συγχωριανοί με ιερείς τον Τιμόθεο και τον Ιερόθεο. Πρόλαβα το αριστερό εξαπτέρυγο. (2ος απο αριστερά )- Ο αξέχαστος ξάδελφος μου ο Μανώλης κρατάει την Ανάσταση