Το παιδί που ήθελε να σώσει τον κόσμο
Κάθε φορά που μπαίνει ο Σεπτέμβρης και πέφτουν οι πρώτες βροχές, θυμάμαι εκείνο το παιδί με τα μεγάλα όνειρα στα μάτια και την αγάπη για ζωή. Κάθε φορά που πετυχαίνω κάτι στη ζωή, στο νου μου έρχεται εκείνος. Το όνομά του ήταν Μαρσέλ.
Ήταν Σεπτέμβριος του 2009 όταν άφηνα το σπίτι μου και πήρα ένα αεροπλάνο για τη Μασσαλία της Γαλλίας. Εκεί θα πήγαινα για να σπουδάσω. Έφτασα στην πόλη μόνος, με μια βαλίτσα και μερικά λεφτά σε μετρητά που έφταναν ίσα ίσα για την εγγραφή μου στο πανεπιστήμιο και το νοίκι του πρώτου μήνα. Όντας 22 χρονών και μην έχοντας καμία άλλη εμπειρία με τη ζωή εκτός Ελλάδος, βρέθηκα ξαφνικά σε έναν τελείως ξένο κόσμο. Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω, πού έπρεπε να απευθυνθώ, πώς λειτουργεί η κατάσταση στην Γαλλία, εντός κι εκτός πανεπιστημίου, και το κυριότερο: δεν είχα ιδέα πως θα έλυνα βασικά προβλήματα όπως αυτό της διαμονής, καθώς τις πρώτες μέρες έμενα σε ένα hostel μέχρι να βρω θέση στην φοιτητική εστία. Σε μια γενικότερη κατάσταση χάους λοιπόν, μα και προσωπικής κατάρρευσης λόγω της πίεσης που δεν μπορούσα να διαχειριστώ, γνώρισα εκείνον. Και ηταν μια γνωριμία που έμελλε να μου αλλάξει για πάντα τη ζωή.
Το όνομά του ήταν Μαρσέλ.
Ο Μαρσέλ ήταν ένα αγόρι 2-3 χρόνια μεγαλύτερό μου από την Σενεγάλη. Αδύνατος και μικροκαμωμένος, μα αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν το πάντοτε χαμογελαστό του πρόσωπο και τα μάτια του που έλαμπαν από χαρά κάθε φορά που με συναντούσε.
Γνωριστήκαμε μια μέρα μετά το μάθημα στο πανεπιστήμιο, καθώς ήμασταν στην ίδια τάξη. Έχοντας πολλα προβλήματα στο κεφάλι μου και κανέναν φίλο ή γνωστό στη νέα πόλη μέχρι εκείνη τη στιγμή, περνούσα τα διαλείμματα μόνος μου, κοιτώντας αμήχανα τους συμφοιτητές μου που, έχοντας ήδη παρέες μεταξύ τους, θεωρούσαν πως ένα απλό “γεια” σε κάποιον ξένο θα έβλαπτε. Βλέποντας πως στεκόμουν μόνος μου σε μια γωνιά, ήρθε και με πλησίασε.
“Γεια σου! Είμαι ο Μαρσέλ. Πώς σε λένε; Νομίζω ότι θα χρειαζόσουν λίγη παρέα!”
Από εκείνη την στιγμή γίναμε κολλητοί και αναπτύξαμε μια σχέση περισσότερο αδερφική παρά φιλική. Ο Μαρσέλ, όντας μεγαλύτερος και ζώντας ήδη αρκετά χρόνια στη Μασσαλία, ένιωθε την ανάγκη και το καθήκον να με προστατεύσει και να με καθοδηγήσει μέσα σε όλο αυτό τον χαμό που ζούσα. Με βοηθούσε σε ό,τι χρειαζόμουν, μου εξηγούσε το σύστημα σε πανεπιστήμιο και ζωή στην Γαλλία και ήταν ταυτόχρονα η οικογένεια και ο φίλος που δεν είχα σε αυτή την ξένη χώρα.
Ο καιρός περνούσε και ήρθαν καταστάσεις δύσκολες. Δεν είχα καταφέρει να περάσω κανένα μάθημα (κυρίως λόγω του επιπέδου των Γαλλικών μου, που αν και καλά, είχαν παντελή έλλειψη επιστημονικών όρων -και δη ιατρικών) και κινδύνευα με οριστική αποβολή μου από το μεταπτυχιακό, σύμφωνα με τους κανονισμούς των γαλλικών πανεπιστημίων. Ταυτόχρονα, πολύ δυσκολες οικονομικές συγκυρίες με είχαν φέρει στο σημείο να μετράω κέρματα για να βγάλω το φαγητό της ημέρας, ενώ για 6 μήνες ζούσα χωρίς ψυγείο καθώς δεν είχα λεφτά για να αγοράσω ένα. Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, σε συνδυασμό με την απουσία της οικογένειας και των φίλων μου που βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά, ένιωθα να βυθίζομαι όλο και περισσότερο στην άβυσσο της κατάθλιψης. Ένιωθα πως έπεφτα όλο και πιο χαμηλά και δεν ήταν κανείς εκεί για να με σώσει.
Κανείς, εκτός από εκείνον. Στεκόταν πάντα δίπλα μου με ένα χαμόγελο θυμίζοντάς μου πως ακόμα κι αν έχεις φτάσει στον πάτο, η ζωή είναι ωραία. Υπήρχαν στιγμές που απλά συνέχιζα χάρη στη δύναμη και το θάρρος που μου έδιναν τα λόγια του. Διάβαζε μαζί μου, βελτιώνοντας τα γαλλικά μου. Όταν δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα, μου δάνειζε χρήματα τα οποία μόνο μετά από μεγάλη πίεση δεχόταν πίσω και αν. Με είχε γνωρίσει στους φίλους του και περνούσε από το δωμάτιο μου στην εστία για να δει αν είμαι καλά, όταν είχαμε μέρες να ειδωθούμε.
Δεν ήμασταν κολλητοί με την κλασική έννοια του όρου. Τον περισσότερο καιρό δεν μιλούσαμε καν κάθε μέρα. Αλλα ήξερα πως ό,τι κι αν γίνει, ήταν πάντα εκεί.
Οι μήνες πέρασαν, τα πράγματα έφτιαξαν, οι όμορφες μέρες για τις οποίες μου μιλούσε διαρκώς ο Μαρσέλ ήρθαν και τελείωσα το μεταπτυχιακό μου με καλό βαθμό χάρη σε εκείνον. Μια μέρα καθώς τρώγαμε μαζί μου είπε:
– Κάποια στιγμή θα πετύχεις, θα το δεις.
– Χαχα, μα τι λες, Μαρσέλ; Πως σου ήρθε αυτό;
– Ξέρεις γιατί; Γιατί η αγάπη σου για την επιστήμη κατάφερε να κερδίσει όποια δυσκολία εμφανίστηκε μπροστά σου αυτά τα δύο χρόνια.
– Ναι, αλλά δεν είμαι αρκετά έξυπνος. Είμαι σίγουρος πως εσύ θα γίνεις καλύτερος. Ποιος είναι λοιπόν ο στόχος σου τώρα που τελειώνουμε;
– Δεν ξέρω αν είναι στόχος, μα έχω ένα όνειρο. Στην χώρα μου, την Σενεγάλη, πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από μολυσματικές ασθένειες και έλλειψη φαρμάκων. Θέλω να αφιερώσω τη ζωή μου στην έρευνα πάνω σε αυτό τον τομέα, ώστε να βοηθήσω να εξαλειφθούν αυτές οι μολύνσεις και να βελτιωθεί η ζωή των συμπατριωτών μου.
– Αυτό είναι ένα πολύ όμορφο σχέδιο και γνωρίζω πως θα το καταφέρεις, φίλε μου. Ας υποσχεθούμε λοιπόν πως θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε στα όνειρά μας και θα αγωνιζόμαστε πάντα για να βοηθάμε τον κόσμο.
Λίγες μέρες αργότερα έλαβα ένα email που έγραφε πως έγινα δεκτός για διδακτορικό σε πανεπιστήμιο στην Αγγλία, όπου είχα κάνει αίτηση, και μάλιστα με την χορήγηση υποτροφίας. Ταυτόχρονα, ο Μαρσέλ τελείωσε με άριστα το μεταπτυχιακό και πήρε υποτροφία για να συνεχίσει σε διδακτορικό στο ίδιο πανεπιστήμιο, στη Μασσαλία. Έφτασε η στιγμή του αποχαιρετισμού και αφού τον ευχαρίστησα για όλα -τι θα μπορούσα στα αλήθεια να πω ή να κάνω για να ευχαριστήσω αυτό τον άνθρωπο που μου έσωσε τη ζωή; -, έφυγα με την υπόσχεσή του πως θα ερχόταν να με επισκεφθεί στην Αγγλία μετά από μερικούς μήνες.
Νέο περιβάλλον, νέοι άνθρωποι στο Λονδίνο και με τον Μαρσέλ χαθήκαμε. Παρ’όλα αυτά, συνεχίζαμε να μιλάμε μέσω email αραιά και πού για να πουμε τα νέα μας.
Ένα πρωί, καθώς δούλευα στο εργαστήριο, έλαβα ένα μήνυμα από μία φίλη. Μόλις το διάβασα, ο κόσμος σταμάτησε:
“Ο Μαρσέλ είναι νεκρός. Τον βρήκαν κρεμασμένο από ένα καλώδιο στο σπίτι του χθες βράδυ.”
Η αστυνομία μιλούσε για αυτοκτονία. Όμως ήξερα τον φίλο μου πολύ καλά και ήμουν σίγουρος πως ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Όχι εκείνος, όχι. Αγαπούσε πολύ την ζωή, είχε όνειρα, είχε φιλοδοξίες.
Η φίλη μου είχε μιλήσει με κόσμο που βρισκόταν εκεί και έλεγαν πως κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν αυτοκτονία. Ο Μαρσέλ ήταν βαθιά πολιτικοποιημένος και αγωνιζόταν στη Μασσαλία για να βελτιωθεί η πολιτική κατάσταση στην χώρα του, που εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε μία ιδιαίτερη φάση. Οι φήμες έλεγαν πως κάποιοι από τους πολιτικούς αντιπάλους τον είχαν δολοφονήσει και το παρουσίασαν ως αυτοκτονία. Η αστυνομία πίστευε το ίδιο, αλλά δεν βρέθηκαν αποδείξεις και το θέμα ξεχάστηκε γρήγορα. Δεν τους ενδιέφερε άλλωστε να διαλευκάνουν την υπόθεση ενός μαύρου, μη Γάλλου υπηκόου.
Στον απόηχο όλων αυτών, κατέληξα μόνος με τις σκέψεις μου. Υπάρχουν φορές στη ζωή που νιώθεις ότι κάποιοι άνθρωποι βρίσκονται στον δρόμο σου για κάποιον πολύ συγκεκριμένο λόγο. Πως οι συγκυρίες κάτω από τις οποίες εμφανίστηκαν στη ζωή σου μόνο τυχαίες δεν είναι. Ο Μαρσέλ εμφανίστηκε ξαφνικά σαν άγγελος εκείνη την πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου και εξαφανίστηκε μετά για πάντα. Λες και ήταν γραφτό να συναντηθούμε. Λες και ήρθε από το πουθενά για να με βγάλει από τον βούρκο. Για να με μάθει να πιστεύω στον εαυτό μου. Μα πάνω απ’ όλα, για να με μάθει να επιβιώνω.
Τι θα είχε απογίνει άραγε αν δεν είχε χαθεί τόσο νέος;
Τι θα είχε καταφέρει στην επιστήμη και την ζωή;
Τι θα γινόταν άραγε εκείνο το παιδί με το μεγάλο όνειρο να σώσει τον κόσμο;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Υ.Γ.: Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.