Το μεγάλο έγκλημα το Σεπτέμβρη του ’43 στα χωριά της επαρχίας Βιάννου
Τι είχε προηγηθεί από το μοιραίο αυτό μήνα, είναι γνωστό. Μια πολυάνθρωπη και πολύβουη τότε επαρχία συνέπασχε με τον υπόλοιπο τόπο. Η συμμετοχή της στο ΟΧΙ κατά του Φασισμού στην Αλβανία, και του Ναζισμού στη Μάχη της Κρήτης σημαντική. Δεν λιποτάκτησε στη συνέχεια, αλλά αντίθετα, συμπαραστάθηκε στα κυνηγημένα συμμαχικά στρατεύματα. Τους δίναμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, και με μεγάλους κινδύνους τους φυγαδεύαμε για τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, από την Άρβη και τον Τσούτσουρο. Αυτό στάθηκε η αρχή των δεινών για την επαρχία και τους ανθρώπους της.
Οι δοσίλογοι έκαναν την εμφάνιση τους. Τα γεγονότα ακολουθούν απανωτά: Οι επιδρομές των Γερμανών στον Τσούτσουρο και την Άνω Βιάννο και οι συλλήψεις και εκτελέσεις στο Γάζι (Ηράκλειο) και Αγιά (Χανιά) μετά από φοβερά βασανιστήρια, τόσων αξιόλογων ανθρώπων (όπως ο Αλέξανδρος Ραφτόπουλος, Κονδυλάκης Μύρων, Παπαδογιάννης Μ., Κεφαλάκης Γ., Παπαδάκης Χαρ., Ραπτάκης Χ., Σταματουλάκης, Τρουλάκης, Σωτηρίου κ.α). Ακολουθεί η νεκρή ζώνη και η επάνδρωση των φυλακίων Άρβης, Ψαρής Φοράδας και Τσουτσούρου από Γερμανούς στρατιώτες.
Αυτά γίνονται με τη λήξη του 1942 και τότε, αν θυμάμαι καλά, δημιουργείται στην Άνω Βιάννο ο ειδικός σταθμός γερμανικής στρατιωτικής αστυνομίας (ΓΚΕΣΤΑΜΠΟ) με το Γερμανό ΟΤΤΟ επικεφαλής Ιταλών καραμπινιέρηδων. Από τη χρονική αυτή περίοδο και έπειτα, η ζωή των κατοίκων γίνεται αφόρητη. Κυκλώσεις χωριών κατά την νύκτα, έφοδοι, μπλόκα, αγγαρείες οι περιβόητες δεκαπενταμερίες στο αεροδρόμιο του Καστελλίου, οι συλλήψεις κοριτσιών από 17-25 χρονών, το Γενάρη ή Φλεβάρη του 43, οι επιτάξεις τροφίμων, ζώων κ.λ.π. είναι σχεδόν καθημερινές.
Και ενώ η σκλαβιά γίνεται ασήκωτη, από την άνοιξη του ’43, κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες αντάρτικες ομάδες, ενωμένες ακόμα, στα βουνά της επαρχίας. Έτοιμος ο τόπος και οι άνθρωποί του να τους δεχτούν, όπως και έγινε. Κι έτσι καθώς έμπαινε το καλοκαίρι, έβλεπες καθαρά την αλλαγή στο ηθικό και στην όλη συμπεριφορά του λαού. Νέοι, μεσήλικες και γέροι ακόμα, έτρεχαν να ενταχθούν στις ένοπλες αυτές δυνάμεις. Οι υπόλοιποι, ο καθένας ανάλογα με το επάγγελμα του, προσφέρουν: Ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη οι γιατροί, βασικά είδη διατροφής όλοι, ρουχισμό οι νοικοκυρές, υπόδηση οι τσαγκάρηδες, ακόμα και οπλουργοί βοήθησαν.
Εμείς, οι δεκάχρονοι τότε πιτσιρικάδες, βλέπαμε όλη την κίνηση, ακούγαμε από τους δικούς μας, που και αυτοί το μάθαιναν από τους αντάρτες (είχαν ραδιόφωνο στο λημέρι) για επιτυχίες των συμμάχων στο Ρωσικό μέτωπο και στη Μ. Ανατολή, και σ’ όλων τα πρόσωπα διέκρινες μια προσμονή, που όσο περνούσαν οι μέρες μεγάλωνε. Θυμάμαι τους πρώτους ένοπλους αντάρτες που είδαμε στα Πευκαλίδια, ανάμεσα στον Άι-Βασίλη και τον Πεύκο. Βρεθήκαμε πολύ κοντά. Μέχρι τότε ακούγαμε γι’ αυτούς. Τώρα τους βλέπουμε. Τους φιλήσαμε το χέρι, και με τα μάτια τρώγαμε στην κυριολεξία τα όπλα που κρατούσαν. Κι αυτοί, φανερά συγκινημένοι, μας αποχαιρέτησαν, συστήνοντάς μας να μην πούμε σε κανένα ότι τους είδαμε.
Η εμπειρία μας αυτή ήταν συγκλονιστική. Στα πρόσωπα των τολμηρών αυτών ανθρώπων είδαμε τον τιμωρό του πιο μισητού εχθρού. Γυρίσαμε στο χωριό, ξυπόλητοι όπως ήμαστε τότε, μέσα από αγριάδες και χωράφια γεμάτο αγκάθες και κακοτοπιές, γιατί θέλαμε, λέει, να τους μοιάσουμε.
Η Γκεστάμπο της Βιάννου με τους δοσίλογους αραιώνουν τις επισκέψεις τους στα χωριά. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, περασμένους μήνες, τους γκεσταμπίτες Φλωριά, Βιστάκη, κ.α. να δέρνουν, να απειλούν και να υβρίζουν με το χειρότερο τρόπο όποιον δεν έσκυβε το κεφάλι και δεν έστεργε να ταπεινωθεί μπροστά τους. Τώρα όμως το αγέρωχο ύφος τους έχει πέσει. Ίσως σ’ αυτό να συνέλαβε και η εξόντωση των συνάδελφων τους σ’ όλη την Κεντρική και Ανατολική Κρήτη.
Αυτά συνέβαιναν μέχρι και τον Ιούλιο-Αύγουστο του ’43. Ο ρόλος των ανταρτών ήταν θετικός. Διευκόλυναν τους σαμποτέρ που κάθε τόσο έρχονταν από την Μ. Ανατολή για ουσιαστικές ζημιές στον εχθρό, έγιναν τα λημέρια τους καταφύγια για τους κυνηγημένους και τους δραπέτες των στρατοπέδων ντόπιους και ξένους, και μόνη η παρουσία τους συγκρατούσε ή και εμπόδιζε τον κατακτητή και τους συνεργάτες τους-φανερούς και κρυφούς, να ταλαιπωρούν τον πληθυσμό. Από ’δω και πέρα αρχίζουν τα λάθη (ενέργειες και παραλείψεις) της ηγεσίας των ανταρτών. Τόσο μεγάλα, που αναρωτιέται κανείς μήπως εχθροί και φίλοι συμμαχήσανε για να αφανίσουν τον όμορφο αυτό τόπο. Αυτοί που έζησαν από κοντά τα παρασκήνια των φοβερών ημερών πρέπει επιτέλους να μιλήσουν. Δεν δικαιολογείται με τίποτα η σιωπή τους. Η εξόντωση των δύο Γερμανών του φυλακίου της Σύμης και ενός τρίτου στο Καλάμι στις 9-9-43 ήταν μια καθαρή δολοφονία. Τα επιχειρήματα των υπευθύνων για τα γεγονότα που ακολούθησαν με αποκορύφωμα τη μάχη, και που επαναλαμβάνονται εδώ και 40 περίπου χρόνια, δεν αντέχουν, δεν άντεξαν στην απλή λογική. Το πρώτο απ’ αυτά ότι δήθεν οι Άγγλοι τους υποσχέθηκαν απόβαση από τα παράλια της επαρχίας στο Λιβυκό, διαψεύστηκε από τους ίδιους τους υπεύθυνους τότε στο νησί του Στρατηγείου Μ. Ανατολής Νταμπάμπη και Φέρμορ. Το δεύτερο, ότι με τη μάχη αυτή θα εμπόδιζαν τους Γερμανούς στρατιώτες να μπουν στο Ν. Λασιθίου και να συλλάβουν μια ολόκληρη Ιταλική μεραρχία (είχε μεσολαβήσει η συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Ιούλιο) είναι αστείο, δεν συζητιέται. Το τελευταίο επιχείρημα έρχεται ύστερα από τόσα χρόνια με τα γνωστά… απομνημονεύματα του καπετάν Μανώλη Μπαντουβά, του γενικού Αρχηγού τότε των ανταρτών. Μας λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι αντάρτες δέχτηκαν μια μεγάλης εκτάσεως επίθεση από όλες τις προσβάσεις προς τη Νότια Δίκτη, από 2.500-3.000 Γερμανούς και ότι η μάχη που αναγκάστηκαν να δώσουν κράτησε 4-5 μέρες και ότι οι απώλειες του εχθρού ήταν ανυπολόγιστες. Η πιο πάνω υπερβολή είναι φανερό πού στοχεύει. Προσπαθεί να αντισταθμίσει το φοβερό λουτρό από αίμα που πλήρωσε η επαρχία με φανταστικές απώλειες για τον κατακτητή, ωσάν να κρίθηκε η έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου απ’ αυτή τη μάχη. Προσπαθεί ακόμα να αμβλύνει τις εντυπώσεις στους απληροφόρητους για την τραγωδία της οποίας ήταν ο κύριος υπαίτιος. Το πιστεύομε αυτό, γιατί από τα απομνημονεύματά του βγαίνει καθαρά ότι δε σήκωνε δεύτερη γνώμη.
Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, η υπερβολή (ψεύδος) αυτή αποτελεί προσβολή στη μνήμη των νεκρών μας και στη νοημοσύνη όλων αυτών που έζησαν τα γεγονότα και θυμούνται καλά. Θυμούνται ότι η μάχη της Σύμης ήταν μια καλοστημένη παγίδα. Τους περίμεναν 100-120 Γερμανούς στρατιώτες και, αφού τους μάντρωσαν από τη στροφή (Κόψα) που βλέπομε τη Σύμη μέχρι το Κουτσουνάρι στην αρχή του χωριού, τους εξόντωσαν όλους εκ του ασφαλούς. Η μάχη κράτησε 3-4 ώρες. Όσοι γνωρίζουν τα ριζιμιά χαράκια, τους πριναράδες και τ’ άλλα ασφαλή μετερίζια που διαθέτει ο τόπος αυτός, απορρίπτουν τις ωραιοποιήσεις και ηρωοποιήσεις που γράφτηκαν γύρω απ’ αυτήν. Ένα άλλο επιχείρημα, ότι δήθεν τους αιφνιδίασαν οι Γερμανοί αποτελεί και αυτό ένα ψεύδος. Όλοι ξέρουμε ότι ο αμαξωτός δρόμος έφτανε τότε μέχρι το γέρο Πλάτανο στην Άνω Βιάννο. Το 1948 έφτασε στα μέσα χωριά. Πώς ήταν δυνατόν στρατιώτες έτοιμοι για μάχη, με μεταγωγικά, να διανύσουν απόσταση 15 χιλιομέτρων περίπου, αφού πρώτα ανέβαιναν τη φοβερή ανηφόρα της Ρούσας Κεφάλας, να διαφύγουν την επισήμανσή τους από ανθρώπους των ανταρτών που ήταν σε κάθε χωριό, σε κάθε ανάδιο, και να τους αιφνιδιάσουν μέσα στη Σύμη; Εδώ πρέπει να αναφέρουμε την προσπάθεια της Επαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ, που με απεσταλμένο της στο λημέρι το γιατρό Γεώργιο Παπαμαστοράκη προσπάθησε να τους πείσει να εγκαταλείψουν την απόφαση που είχαν πάρει. Ο γιατρός Γ. Παπαμαστοράκης, Βιαννίτης ο ίδιος, πονούσε τον τόπο του, αγαπούσε τους ανθρώπους του και υπόφερε μαζί τους. Προσπάθησε πολύ να τους βγάλει από την πλάνη ότι οι Άγγλοι θα συνέτρεχαν τη μάχη που ετοίμαζαν. Από τη θέση του την ιδεολογική δεν έτρεφε αυταπάτες για την αγγλική πολιτική. Για την ανακολουθία της και την υστεροβουλία της. Μάταιος κόπος. Το κακό… έπρεπε να γίνει.
Η μάχη άρχισε το μεσημέρι της Κυριακής 12-9-43 και κράτησε μέχρι τις απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας. Ο κόσμος, ο απληροφόρητος κόσμος, που το ηθικό του ήταν ήδη ανεβασμένο, ζούσε ένα όνειρο. Έβλεπε τη Λευτεριά να έρχεται. Έτσι τον άφησαν να πιστέψει. Και η διάψευση του ήρθε τόσο γρήγορα, τις βραδινές ώρες, ότι η πραγματικότητα είναι άλλη από αυτήν που ζούσε πριν λίγο, τον τσάκισε.
Ίσως και οι απλοί οπλοφόροι αντάρτες να είχαν τα ίδια συναισθήματα, της εγκατάλειψης και της προδοσίας. Η ηγεσία τους όμως τι έκανε το διήμερο, από τη στιγμή αυτή μέχρι και τα ξημερώματα του Σταυρού; Δεν θα πίστευαν βέβαια ότι οι Γερμανοί θα έρχονταν και θα μοίραζαν ρουχισμό και τρόφιμα στον άμαχο πληθυσμό.
Ήξεραν πολύ καλά τι θα ακολουθούσε, και αντί να στείλουν ειδικές ομάδες να ενθαρρύνουν τον κόσμο, να του γνωρίσουν το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχει από ώρα σε ώρα, αντί να τον πάρουν στην ανάγκη στα βουνά μαζί τους και να τον προστατέψουν (ήταν μέσα στις δυνατότητες τους) το έργο αυτό το άφησαν στους δοσίλογους και στους χωροφύλακες του Πεύκου και ειδικά το διαβόητο Πολύβιο, που γυρνώντας από χωριό σε χωριό συνιστούσε να μην φύγει κανείς και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.
Οι Γερμανοί θα κυνηγούσαν τους αντάρτες στα βουνά κι όποιος από τους κατοίκους βρεθεί έξω θα θεωρείται αντάρτης και θα εκτελείται. Σ’ αυτή την τραγική για κείνες ώρες, αβεβαιότητα βρέθηκε ο κόσμος που χάθηκε. Εγκατάλειψη από τους δικούς του που πίστευε και βοήθησε και εσκεμμένες υποδείξεις από ανθρώπους των Γερμανών.
Η μέρα της καταστροφής ήρθε λαμπερή, μα γρήγορα οι καπνοί από τα πυρπολούμενα χωριά Σύμη και Πεύκο τη σκοτείνιασαν. Από τα δυο αυτά χωριά άρχισαν κι από τις γιαλές.
Ο Άϊ-Βασίλης, όπως είναι στο κέντρο της επαρχίας, έδινε το θλιβερό προνόμιο στους κατοίκους του να είναι θεατές του χαλασμού και της σφαγής. Πριν το μεσημέρι οι Γερμανοί φτάσανε στο Κεφαλοβρύσι και οι ανυποψίαστοι Κεφαλοβρυσανοί πήγαν στην καμάρα του Κρυγιού Ποταμού να τους υποδεχτούν, με κεράσματα… οι ομοβροντίες που ακολούθησαν ήταν η απάντηση. Κανένα δεν άφησαν ζωντανό. Μπαίνοντας έπειτα μέσα στο καταπράσινο και αλπικό χωριό σκότωσαν όλους τους γέρους των 80 και 90 χρονών στα κρεβάτια τους, στις αυλές των σπιτιών τους.
Τις ίδιες περίπου ώρες οι Κεφαλοβρυσανοί πλήρωσαν ακόμα βαρύ φόρο από αίμα στον Κόρνια, τον Άϊ-Δημήτρη, τη Λυγιά και την Αργουλίδα. Έχοντας καλές περιουσίες σ’ αυτά τα μέρη, μαζί με Αγιοβασιλίτες και Πευκιανούς βρέθηκαν εκεί αποκομμένοι και πανικόβλητοι, γιατί από το φαράγγι και την Πλευρά, τους ερχόταν το φοβερό μήνυμα της σφαγής των καλογέρων και του επιστάτη τους (Παξιμαδάκη) και η πυρπόληση του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου. Οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν εδώ (νεκρή ζώνη) με τις οικογένειές τους, είχαν μωρά μαζί τους, έγκυες γυναίκες, παιδιά των 5, 8, 10 και άνω χρόνων.
Δεν ήξεραν από πού να φυλαχτούν. Μένανε έξω από τα μετόχια τους, σε ανοικτούς χώρους. Εκεί τους βρήκαν οι φασίστες κι αυτό που ακολούθησε, όπως το περιγράφουν όσοι γλύτωσαν, δίνει το μέτρο της βρομερής αυτής ιδεολογίας του φασισμού.
Εδώ ήταν που ο τραυματισμένος άνδρας είδε να ξεκοιλιάζουν την έγκυο γυναίκα του, οι πατεράδες με τις μάνες έχοντας στην αγκαλιά τα παιδιά τους να γίνονται κόσκινο από τις σφαίρες, ο τραγικός πατέρας να βλέπει να βασανίζουν με τις ξιφολόγχες τα τρία παιδιά του και να τα θανατώνουν. Παρόμοια αίσχη, η ίδια ιδεολογία έκανε τα μεταπολεμικά χρόνια στο Βιετνάμ και εξακολουθεί να κάνει στην Λατινική Αμερική. Απλώς οπλίζει άλλα χέρια με άλλα περιβραχιόνια και πηλίκια.
Τις μεταμεσημβρινές ώρες οι δολοφόνοι μπήκαν στ’ Αμιρά και το Βαχό. Το μεγάλο χωριό, τ’ Αμιρά, με τις πολλές και γραφικές συνοικίες, τους πολλούς άντρες νεαρής και μέσης ηλικίας παραδόθηκε στη σφαγή. Μεγάλη η επανάπαυση των κατοίκων και εδώ, όπως και των δικών μας, στον Άϊ-Βασίλη. Ο γκεσταπίτης χωροφύλακας Πολύβιος έκανε καλά τη δουλειά του στα δυο μεγαλύτερα χωριά της Επαρχίας.
Τις απογευματινές ώρες ήρθε η σειρά του Κρεββατά. Το μικρό χωριό πλήρωσε δυσανάλογα με τον πληθυσμό του. Δεν έμεινε σπίτι χωρίς σκοτωμένο.
Άρχισε πια να γέρνει ο ήλιος όταν τους είδαμε να έρχονται από τα Κρεββατιανά κι αφού πέρασαν τον Κρυγιό Ποταμό και τα Δρακιανά μπήκαν στο χωριό κυκλώνοντάς το απ’ όλες τις μεριές. Πολυβολισμοί και μεμονωμένοι πυροβολισμοί (χαριστικές βολές) το συγκλόνιζαν μέχρι το βράδυ. Ερευνούσαν γειτονιά με γειτονιά, σπίτι με σπίτι, δωμάτιο με δωμάτιο και όσους έβρισκαν, χωρίς καμία διαδικασία, τους εκτελούσαν επί τόπου. Μόνο τους είκοσι που βρήκαν στο καφενείο του Αγγελή του Χατζάκη (Προέδρου τότε στο χωριό), μαζί κι αυτόν, τους οδήγησαν κάτω από το δημοτικό σχολείο και τους σκότωσαν.
Δε θα φύγει ποτέ από τη μνήμη μας αυτή η πομπή, που μέσα ήταν και ο καθηγητής Μάστορας και που προσπαθούσε να τους εξευμενίσει μιλώντας τους στη γλώσσα τους. Μέχρι τότε στο σχολείο μας μιλούσαν για τους βάρβαρους Σαρακηνούς και Τούρκους που έρχονταν από το Νότο και την Ανατολή κι αφάνιζαν τον τόπο. Τώρα μπροστά μας, δίπλα μας, βλέπαμε τους πολιτισμένους της Δύσης και του Βορρά, με νεκροκεφαλές στα μανίκια και τα πηλίκια, αφιονισμένους από την πιο απάνθρωπη ιδεολογία που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, να δολοφονούν πισώπλατα, τους πατεράδες μας, τ’ αδέρφια μας, τους δικούς μας. Είδαμε τα τρία παιδιά του Βερβελάκη σφαγμένα, φορτωμένα πάνω στο μουλάρι, να τα συνοδεύει ο τραγικός πατέρας και να φωνάζει… να φωνάζει και να μην ξεχωρίζεις αν αυτό που άκουες ήτανε κλάμα, κατάρα, μοιρολόϊ!!!
Την επόμενη μέρα η σφαγή και ο χαλασμός συνεχίστηκε στα χωριά της Ιεράπετρας, τα κοντινά στην επαρχία μας. Στα δικά μας άρχισε το μάζεμα των νεκρών από τη Λυγιά, τον Κόρνια, τα Μελιανά στ’ Αμιρά.
Ήτανε η μέρα της ταφής και του αποχωρισμού, και το ξέσπασμα της ανείπωτης οδύνης και του σπαραγμού του κόσμου δεν περιγράφεται. Δεν μπορούσαμε, δε θέλαμε να το πιστέψουμε πως μας φεύγανε, πως τους χάναμε. Τους δίναμε υποσχέσεις για εκδίκηση, πως δε θα τους ξεχάσουμε ποτέ…
Στα πρόσωπα τους τα γεμάτα αίματα και πόνο διέκρινες αποτυπωμένα ακόμα το παράπονο και μία απορία: Γιατί μας σκότωσαν; Γιατί μας δολοφόνησαν;
Αναπάντητο κατά τη γνώμη μου αυτό το φοβερό ερώτημα. Δεδομένη η απανθρωπιά και η βαρβαρότητα του ναζί κατακτητή, αλλά η ευκαιρία και η αιτία που του δόθηκε για να κορέσει σε τέτοια έκταση τα ένστικτά του και να χυθεί τόσο αίμα, πρέπει να γίνουν γνωστά.
Είναι καιρός ακόμα, να σταματήσουν οι ομιλητές στο ετήσιο μνημόσυνό τους να αναφέρονται στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Με τους Γερμανούς το μεταπολεμικό κράτος τα ξανάφτιαξε, δέχτηκε αποζημιώσεις…, με το φασισμό δεν θα ’πρεπε ποτέ. Ούτε καν να τον ανέχεται.
Καιρός ακόμα να σταματήσει το παρακάλιο στους εκπροσώπους αυτού του κράτους να παρευρίσκονται στο μνημόσυνο κι αυτοί να θέτουν όρους… για να παραστούν. Ενός κράτους, που έφτασε στο σημείο να στήνει προτομές στους δοσίλογους.
Τέτοια τιμή ούτε ΑΥΤΟΙ θα το ήθελαν. Η ΑΓΙΑ ΜΝΗΜΗ τους μας παραστέκεται, μας βοηθά να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο απ’ αυτόν που μας τους πήρε. Ένα κράτος που να θεωρεί δική του υποχρέωση την τιμή Σ’ ΑΥΤΟΥΣ, στην ΑΙΩΝΙΑ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ.
*Το κείμενο γράφτηκε το 1982 από ένα σπουδαίο συμπατριώτη μας, ο οποίος δυστυχώς «έφυγε» νεότατος, τον Γρηγόρη Κονδυλάκη. Το Γρηγόρη της Θάλειας, όπως ήταν γνωστότερος. Δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στα «Βιαννίτικα Νέα» αλλά και στην έντυπη έκδοση της «Ηχώ της Βιάννου». Το περιεχόμενο δεν αφήνει «χαραμάδες» για το ποιος ή ποιοι ευθύνονται για την καταστροφή της Βιάννου και των χωριών της δυτικής Ιεράπετρας, ούτε βέβαια και για το τι, τελικώς, είναι ο Φασισμός και ο Ναζισμός. Το κείμενο αυτό, είναι ένα διαρκές μνημόσυνο στους αδικοσκοτωμένους συμπατριώτες μας, αλλά ταυτόχρονα και ένα μνημόσυνο στον συντάκτη του