Το Αρκαλοχώρι ράγισε όχι μόνο από το έδαφος, αλλά και από την αδιαφορία

Πώς να ξεκινήσεις, όταν η αρχή έχει ήδη καταναλωθεί από τον ίδιο τον τρόμο; Από την ημέρα που ο σημερινός Πρωθυπουργός ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, η Ελλάδα μπαίνει, κάθε χρόνο, σε καινούργια ζώνη πένθους. Δεν πρόκειται για διαχείριση τραγωδιών. Πρόκειται για έναν οργανωμένο μηχανισμό παραγωγής τραγωδίας, που εγκαθιδρύθηκε ως modus vivendi: πυρκαγιές, πλημμύρες, καραντίνες, εκτροχιασμοί, ανατινάξεις, και μέσα σε όλα αυτά, το Αρκαλοχώρι. Το Αρκαλοχώρι που ράγισε όχι μόνο από το έδαφος που λύγισε, αλλά από την αδιαφορία εκείνων που το χρησιμοποίησαν ως ακόμη ένα επεισόδιο στη γραμμή παραγωγής του κυβερνητικού αφηγήματος. Η αμνησία εγκαθίσταται ως πολιτική πράξη.
Στην περιοχή της ενδοχώρας του Ηρακλείου, τέσσερα χρόνια μετά, η πραγματικότητα επιμένει να αντιστέκεται στην κυβερνητική εικονογραφία. Εκατοντάδες οικογένειες εξακολουθούν να ζουν σε οικίσκους – μεταλλικές κάψουλες που έχουν εκτοπίσει την έννοια του σπιτιού. Παιδιά πηγαίνουν σχολείο μέσα σε πρόχειρες αίθουσες που θυμίζουν αποθήκες. Η επισκευή των κτιρίων έχει παραδοθεί σε ένα γραφειοκρατικό τέλμα που αποτρέπει ακόμα και τους πιο επίμονους. Ό,τι δεν μπήκε στον κύκλο της αποκατάστασης, έχει ήδη εισέλθει στον κύκλο της εγκατάλειψης. Όταν το κράτος δεν κατοικεί στους τόπους του τραύματος, το τραύμα γίνεται μνήμη χωρίς ιστορικότητα – και η μνήμη αυτή πονάει πιο πολύ απ’ τον σεισμό.
Πρόσφατα βρέθηκα εκεί. Δεν πήγα ως παρατηρητής, αλλά ως απόγονος: εκεί γεννήθηκε ο παππούς, εκεί η γιαγιά, εκεί η σκόνη της καταγωγής μου. Η αποκαρδίωση δεν ήταν αφηρημένη. Ήταν εμπειρική. Οι δρόμοι σιωπηλοί, τα σπίτια ημιτελή, τα πρόσωπα εξαντλημένα. Η τοπική οικονομία έχει καταρρεύσει, η κοινότητα έχει χάσει τον ρυθμό της και πάνω απ’ όλα, δεν υπάρχει ούτε ίχνος κρατικής παρουσίας με ουσία. Μόνο υποσχέσεις που επαναλαμβάνονται ρητορικά για να μην πραγματοποιηθούν. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με καθυστέρηση έργων, αλλά με ηθελημένη εξόντωση. Όταν η εγκατάλειψη αποκτά διάρκεια, δεν είναι πια αμέλεια – είναι δόγμα.
Σε αυτό το φόντο, η κατασκευή του αεροδρομίου στο Καστέλι εμφανίζεται ως παραδοξότητα που εξηγεί τα πάντα. Η ανάπτυξη που προβάλλεται, είναι ανάπτυξη χωρίς ανθρώπους. Οι κάτοικοι γίνονται θόρυβος πίσω από τις μπουλντόζες. Η φύση της περιοχής καταστρέφεται. Δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν οι γεωφυσικές παραμορφώσεις που οδήγησαν στον σεισμό σχετίζονται με τις εξορυκτικές δραστηριότητες της ΕΟΤΕΚ, όμως το μοτίβο είναι σταθερό: πρώτα οι σπασμοί του εδάφους, μετά η σιωπή του κράτους, και τέλος η επιβολή της εργολαβίας ως «θεραπεία». Η Κρήτη αποικιοποιείται εκ των έσω, με κυβερνητική υπογραφή και ξένο όφελος.
Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι απλώς ανίκανη – είναι μη-ανθρώπινη. Δεν υπάρχει καν η θεσμική επιθυμία για ίαση, παρά μόνο η επιθυμία για εικόνα. Η πολιτική έχει μετατραπεί σε σχήμα δημοσίων σχέσεων, και η έννοια της φροντίδας αντικαθίσταται από την στρατηγική της λήθης. Το Αρκαλοχώρι δεν είναι απλώς ένας τόπος που χτυπήθηκε από έναν σεισμό, είναι σύμπτωμα ενός συστήματος που δεν επιθυμεί να θεραπεύσει, γιατί στηρίζεται στην επανάληψη της καταστροφής ως εργαλείο διακυβέρνησης. Μια κρατική νεκροφιλία, όπου οι ζωντανοί υπάρχουν μόνο για να επιβεβαιώνουν ότι ζουν κάτω από ερείπια.
Αυτό που συμβαίνει στην Κρήτη –στο Αρκαλοχώρι, στο Καστέλι, στους πρόποδες της «ανάπτυξης»– δεν είναι απλώς ένα τοπικό δράμα. Είναι ηθική δοκιμασία για το έθνος. Όποιος ανέχεται να υπάρχουν ακόμη οικογένειες σε κοντέινερ, είναι συνένοχος. Όποιος σιωπά για το αόρατο πένθος των ξεριζωμένων, είναι συνεργός.
Κι όποιος κυβερνά σαν να μην συμβαίνει τίποτα, δεν είναι κυβερνήτης, αλλά διεκπεραιωτής μιας εθνικής αυτοκαταστροφής. Το Αρκαλοχώρι δεν ζητά πια βοήθεια.
Ζητά δικαιοσύνη, αλήθεια, και την επιστροφή της πολιτικής ως μορφής ευθύνης.
Μάνος Λαμπράκης