Τα Λιβάδια: Ένα εξαιρετικό χρονογράφημα του Ι. Κονδυλάκη

Το αριστουργηματικό αυτό χρονογράφημα γράφτηκε στην Άνω Βιάννο στις 23 Σεπτεμβρίου 1919 και δημοσιεύτηκε δύο ημέρες αργότερα στην Εφημερίδα του Ηρακλείου "Νέα Εφημερίς" κατά τη διάρκεια των ημερών που ο μεγάλος Βιαννίτης χρονογράφος επισκέφθηκε για στερνή φορά τη γενέτειρά του.
"Κατεβαίνω εις τα Λιβάδια, τον τόπον των προσφιλεστέρων μου παιδικών διατριβών και αναμνήσεων. Αλλά μετά δυσκολίας ή ουδόλως αναγνωρίζω τα μέρη. Οι ελιές, διά μέσου των οποίων διέρχομαι, εις το επάνω μέρος της κοιλάδος, είναι οι αιώνιες όπως τις αφήκα και ίσως όπως τις αφήκαν πολλάς οι Ενετοί απερχόμενοι, κατά τον 17ον αιώνα. Οι ελιές της Βιάννου είναι κατά το πλείστον ψιλολιές και κορωνέϊκες (αι οποίαι είναι ολίγον χονδρότερες).
Το μάζεμα επομένως είναι δύσκολον αλλά φαίνεται ότι οι ψιλολιές έχουν μεγαλυτέραν απόδοσιν και το λάδι των είναι εκλεκτότερον, αντιθέτως προς τις χονδρολιές της δυτικής Κρήτης.
Όσα εκ των τουρκικών ελαιοδέντρων εκόπησαν ή εκάηκαν κατά την τελευταίαν επανάστασιν, διακρίνονται σήμερα ως θαλερώτερα και ως λέγουν, παραγωγικότερα. Η εγχείρισις εκείνη τα ανανέωσε. Και παρέσχε ωφέλιμον μάθημα, το οποίον με την συνήθη των αποστροφήν προς τους νεωτερισμούς οι χωρικοί δεν επωφελήθησαν, άλλ’ αφήνουν ακλάδευτα τα ελαιόδενδρα. Με μίαν στενοκέφαλον αντίληψιν και βεβαιότητα του προχειροτέρου κέρδους, δεν τολμούν να ελαττώσουν την ελιάν κατά τινας κλάδους, επομένως δε και τον καρπόν του τρέχοντος έτους. Μεταξύ των ελαιώνων αναζητώ μάτην το Πατητήρι, μίαν πέτραν η οποία διετήρη τα ίχνη εκθλίψεως σταφυλών, εις εποχήν παλαιάν, καθ’ ην η Βιάννος είχεν αμπέλους καταστραφείσας έπειτα υπό νόσου. Άλλ’ η αμπελουργία επανελήφθη κατά τους τελευταίους χρόνους και σήμερον η Βιάννος έχει αρκετάς αμπέλους, φύονται κατ’ έτος νέαι.
Εις το σημείον εκείνο ανακαλύπτω, ένα παλαιόν γνώριμον, παραδόξως διατηρούμενον. Ενώ τόσα δένδρα, πλάτανοι, καρυδιές και άλλα δένδρα μακρόβια εξέλιπον ή παρεμορφώθησαν, παρά το Πατητήρι διατηρείται μία μεγάλη Λυγαριά, όπως την εγνώριζα κατά τα παιδικά μου χρόνια. Αναζητώ έπειτα τον Μπαμπακομάρκον, μίαν αγαπητήν μου θέσιν και εις αυτήν μίαν πηγήν αναβρύουσαν (Ανεβάλλουσαν). Αναγκάζομαι δε να ζητήσω την οδηγίαν μιας μικράς κόρης διά να φθάσω εις την πηγήν, την οποίαν ευρίσκω αγνώριστον. Έχουν κτίσει άσχημον κρήνην εις την θέσιν της παλαιάς πηγής, της οποίας το νερό ελαμβάνετο διά των χειρών. Εις μικράν απόστασιν αναγνωρίζω μία γεροντικήν ελιά με κλήμα, όπου ανερριχώμην προς αναζήτησιν αθλίων υποξίνων σταφυλών, που τότε μου εφαίνοντο ήδιστα πράγματα.
Προχωρών διά των ελαιώνων, φθάνω μετ’ ολίγον εις ανοιχτήν και ομαλήν έκτασιν των Λιβαδιών. Αλλά και εδώ δεν αναγνωρίζω λεπτομερείας. Η προχωρούσα φυτεία των δέντρων και αμπέλων περιορίζει την έκτασιν των Λιβαδιών και διάφορα μέρη αυτών κατέστησαν αγνώριστα. Εις τα άκρα των Μποστανιών αναζητεί το βλέμμα μου καλύβας, εξ’ εκείνων εις οποίας έχω κοιμηθεί. Αλλ’ όπως, κατά τα παλαιά χρόνια, είναι διεσπαρμένα, εις τους αρμούς και τις καλαμιές, βόδια και άλλα ζώα και ακούγεται ο θόρυβος των μικρών βουκόλων. Ακούω δε και ένα εξ’ αυτών να τραγουδεί την…. Σαμιώτισσαν. Ενθυμούμενος δε τα βάσανα που υπέφερα διά να φθάσω έως εδώ, σκέπτομαι πώς αυτό του διαβόλου το θηλυκό, εξετρύπωσεν εις αυτά τα μέρη και υπερέβη την Κουτσούραν.
Είναι βράδυ και αρχίζει η επιστροφή από τα Λιβάδια. Και διέρχονται αγέλαι βοδιών, των οποίων προηγούνται άνδρες και έφηβοι καθήμενοι επί όνων και ημιόνων, με δέματα χόρτων εκατέρωθεν. Και με χαιρετούν «Καλώς ώρισες… και πώς σου φαίνεται το χωριό. Τ’ αναγνωρίζεις τα Λιβάδια;».
Διέρχονται και γυναίκες με το καλάθι στον αγκώνα ή και καμιά νήθουσα καθ’ οδόν⸱ και σχεδόν διηνεκώς ευρίσκομαι εις την ανάγκην να χαιρετώ «Πολλά τα έτη» ή ν’ απαντώ «Καλώς ώρισες».
Από καιρού δε εις καιρόν εμφανίζεται καθυστερήσας ανεψιός ή ανεψιά και προσέρχεται εις το χειροφίλημα. Δια τους μεν είμαι ο Θείος διά τους περισσοτέρους είμαι «ο κυρ Γιάννης». Τα βόδια και τα λοιπά ζώα αγριεύουν ενώπιον του αγνώστου και διερχόμενα με παρατηρούν με δυσπιστίαν έπειτα δε τρέχουν και προχωρούν κατακυλίοντα ταις πέτραις των εκατέρωθεν ξηροτοίχων. Είπα εις προηγουμένην επιστολήν, ότι δια των Λειβαδιών διοχετεύονται με παλαιόν σύστημα Χανδάκων τα πηγαία και όμβρια ύδατα. Άλλ, από τινων ετών παρημελήθη ο καθαρισμός των χανδάκων. Ούτω αντί να παράγει σπαρτά βαθύτατα κατά τον χειμώνα, η πρασίνη κοιλάς, όπου αφθονούν οι νάρκισσοι, μεταβάλλεται εις λίμνην. Η λίμνη αυτή θα συνεπλήρωνεν ίσως την Ελβετικήν ομοιότητα⸱ δυστυχώς όμως στερεί τους κατοίκους μίαν μεγάλην έκτασιν γης πολύ γόνιμο και τα στάσιμα ύδατα γίνονται ολέθρια διά την υγείαν.
Ενώ αναβαίνω από τα Λιβάδια, έχω απέναντι εις τα Β.Δ. προς το μέρος της Εμπάρου, μίαν υψηλήν κορυφήν γυμνήν συνέχειαν των υψηλών βουνών, τα οποία αρχίζουν εκ του χωριού. Θα έχει ύψος υπερχιλίων μέτρων. Η προς το μέρος δε της κοιλάδος κλιτύς του βουνού τούτου, έχει ένα καταρράκτην χαλίκων, εις το μέσον του οποίου φαίνεται ως να έχει σταματήσει ως κυλισθείς ένας βράχος. Λέγεται Απαλέτι (αμάδα) και λέγεται ότι ως τοιούτον τον μετεχειρίζετο ο Διγενής. Έρριπτε την αμάδα του από το Φαράγγι μέχρι της κορυφής. Άλλ’ όταν μία φορά υστέρησε το απαλέτι εις το σημείον όπου τώρα ευρίσκεται, ο γίγας έσκασε. Ενώ δε παρατηρώ το Απαλέτι, εις των χωρικών μου λέγει: «Αυτό τ’ Απαλέτι το ’χομε ρολόι το καλοκαίρι. Σαν του δώσει την ταχυνή ο ήλιος, βάνομε τα βούγια στ’ αλώνι κι αλωνίζομε ως το βράδυ, σα φύγει ο ήλιος από τ’ Απαλέτι.
Εκτός της εικόνος που παρουσιάζει ο Χαλικιάς, ταιριάζει και άλλως να λεχθεί καταρράκτης⸱ διότι οι λίθοι του μετακινούνται αυτομάτως και κατακυλίονται μέχρι του υποκειμένου βαράθρου του Βόλακα (σημ. Βούλακα).
Ανατολικότερα του Χαλικιά παρουσιάζεται μία μεγάλη κηλίς λευκή. Είναι στρώμα γύψου και Γυψάς λέγεται‧ εξ’ αποστάσεως δε φαίνεται ως εικών εντός κόγχης.
Η εκ της οδοιπορίας κόπωσις μου εξεδηλώθει με ένα πόνον εις την κνήμην. Κατά την επένοδον δ’ εκ των Λειβαδιών παρετήρησα και οίδημα εκτός του πόνου. Και με ηνάγκασε να μείνω επί τινας ημέρας ακίνητος, ενώ η Σαμιώτισσα, η οποία έκαμε την αυτήν και μεγαλυτέραν οδοιπορίαν, εξακολουθεί να τραγουδεί εύθυμα εις τους ανηφορικούς δρόμους του χωριού εις τα υψηλά δώματα".
Ι. Κονδυλάκης («Νέα Εφημερίς» 25-9-1919)
Φωτογραφία: Μανώλης Σπανάκης