"Πρέπει να μείνουμε λίγο χώρια μάνα..."

Μάρτης, μεσοσπορίτης…
Κατά τις 5 γιάγυρε η Ροδάνθη απο το χωράφι…
Πατάτες σπέρνανε σήμερο, σπούντα, που πιάνουνε εύκολα και βγατίζουνε…
Του Μάρτη τα απογεύματα, ο ήλιος είναι ακόμα ψηλά, ίσαμε τρεις ντιχαλόβεργες… Μέχρι να σάσει του γαϊδάρου τη ματζαδούρα, να φλουμίσει τα ρίφια, να φέρει τα λιόκλαδα για το τζάκι, πήγε σχεδόν 7:00…
«Να σάσω μια ομελέτα με τσιμούλια, μη θέσομε νηστικοί», σκέφτηκε, «γιατί πάλι αύριο θα σηκωθούμε αξημέρωτα…». «Το κοπέλι… δε τ’ άκουσα… Κοντώ και να πήρε τηλέφωνο όντε φλούμιζα τα ρίφια; δε φέγγω κιόλας να του μιλήσω»…
Με μισή καρδιά τάισε το τζάκι με αχινοπόδια, να ξάψει η φωτιά ώστε να ’χει το νου της, μόνο στο τηλέφωνο… Ποιος νοιάζεται για την ομελέτα… Δε μίλησε με το κοπέλι σήμερο… Στα σόχωρα δεν έχει τηλέφωνα, μόνο κάτι παράξενες συσκευές που δεν ξέρεις τι να πατήσεις για να μιλήσεις… Άσε που ξιπούν και το γάιδαρο…
Έμπαινε-έβγαινε η Ροδάνθη, κρατώντας τ’ αχινοπόδια για να ξεγελάσει το χρόνο, που στο χωριό, έτσι κι αλλιώς δεν είχε καμία σημασία… Ήθελε απλά να χτυπήσει το τηλέφωνο! Ποιος νοιάζεται για τα τσιμούλια… Και να!!!
-Έλα Μάνα… Όλα καλά;
-Ναι, να ’χεις την ευχή μου… Μπα ήπηρες και δε το ’κουσα; Καλά είσαι;
-Όχι Μάνα, σεμινάριο είχα. Καλά είμαι, τα συνηθισμένα…. (το σ’ αγαπώ το είπε χθες κοπέλι... τι να εξηγήσει τώρα για τον κορονοϊό και για το σεμινάριο μη σου πω…. Εξάλλου η Ροδάνθη μπερδεύει το σεμινάριο με το σωληνάριο…. Όταν αγαπάς , έτσι γίνεται… χάνουν το νόημά τους οι λέξεις…). Ήθελα απλά να σου πω, ότι πρέπει τις επόμενες ημέρες να μείνεις σπίτι, χωρίς να έχεις επαφή με κανένα.
-Και δηλαδή, να μην πάω στη θειά σου τη Μαρία πέντε αυγά που έπιασα σήμερο από τη φωλιά;
-Όχι, να μην πας…
-Ούτε να φυτέψω το κοκκάρι που μου ’δωσε ο Μιλτιάδης;
- Δεν ενδείκνυται...
- (Δεν καταλαβαίνω κάτι κακό πρέπει να λες…) Κι η θειά σου η Χαρίκλεια που θέλει συντρομή να πλύνει τις πατητές στη Γρα Βρύση; Πάλι να μην πάω;
- Άστο καλύτερα Μάνα… Αργότερα…. σε δυο μήνες ίσως. Θα δούμε…
- Τα ριφάκια; να τα φλουμίσω; Πεινούνε τα κακορίζικα κι η αίγα δε στένεται… κρίμα είναι…. ψυχές είναι κι αυτά.
- Να τα φλουμίσεις μάνα…
- Κι εσένα παιδί μου; Πότε θα σε δω; Άμα δεν έχεις λεφτά, να σου δώσω, να έρθεις να μου το πεις, μην ντρέπεσαι…
- Έχω λεφτά Μάνα, Άπλα πρέπει να μείνουμε για λίγο χώρια... Όχι πολύ ένα-δυο μήνες… Υπάρχει μια ίωση...
- Να ’σαι συ καλά… κι ας κάνω και ένα χρόνο να σε δω… αν είναι για το καλό σου... σαν όντε σπούδαζες... εγώ εδώ θα είμαι… έχε την ευχή μου… και δεν πορίζω από το σπίτι… όπως μου ’πες. Εσύ είσαι η σπουδαγμένη... εσύ κατέχεις ίντα ’ναι το «ενδείκνυται»…
*Κείμενο: Κλειώ Μελισσουργάκη
Η Ροδάνθη ήταν η μητέρα της κ. Μελισσουργάκη, που «έφυγε» πριν είκοσι χρόνια. Αλλά αν ζούσε σήμερα, αυτά θα έλεγε...