"...μου φάνηκε πως μύρισε βασιλικός"


Το σπίτι σου κλειστό τρία χρόνια, από την ώρα που οι κόρες σου αποφάσισαν να μετοικήσετε στην πόλη. Έριχνες, λένε, τρεις φορές αλάτι στο φαΐ, ξεχνούσες.
Τα σπίτια αζώιστα ρημάζουν. Ανάμεσα από αγριόχορτα, βρύα και πεσμένους σοβάδες διαβήκαμε, ξεκλειδώσαμε. Αερίσαμε, σκουπίσαμε, ποτίσαμε, κλαδέψαμε, σαπουνίσαμε, μαγειρέψαμε.
Ήρθαν αδέρφια, φίλοι. Γέμισε η αυλή ανάσες, ομιλίες, γέλια κι αγάπη.
Το μεσημέρι έπιασα το λάστιχο και μπουγέλωσα τα τέσσερα παιδιά, μούσκεμα γίναμε, εσύ που μ’ είχες σοβαρή αν με έβλεπες δε θα το πίστευες, φτάσανε οι τσιρίδες και τα χάχανα μέχρι το αντικρινό βουνό.
Καθόμαστε κάτω από την κρεβατίνα. Καθώς πίναμε καφέ μου φάνηκε πως μύρισε βασιλικός. Αλλά δεν έχει μείνει ούτε μια από τις γλάστρες σου που ντενέκα τη ντενέκα συνέθεταν τον μικρό επίγειο παράδεισό μας.
Τώρα τη νύχτα με τη δροσούλα και τη σιγαλιά γράφω σχεδόν ευτυχισμένη.
Επειδή δε σε έχω δει με τα μάτια σου κλειστά για πάντα, θαρρώ πως κάπου είσαι και θα έρθεις.
Μονάχα όταν κάτι γύρεψα στη ντουλάπα στην κάμαρά σου και βρήκα ένα παλτό σου, μονάχα όταν το έπιασα από το μανίκι και το έτριψα ανάμεσα στα δάχτυλα κι ήταν σα να σε κρατούσα πάλι απ’ το χέρι, μονάχα τότε ένιωσα πως δεν θα έρθεις πια στο σπίτι σου, αγαπημένη μου.