"Η Κουτσούρα" - Του Ιωάννη Κονδυλάκη
Όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν , ο Ι. Κονδυλάκης επανήλθε στην γενέτειρά του Άνω Βιάννο, αρχές Σεπτεμβρίου 1919 και παρέμεινε στην κωμόπολη ολόκληρο σχεδόν τον μήνα. Οι αναγνώστες δεν θα διαπιστώσουν μόνο τον γλωσσικό πλούτο του συγγραφέα, αλλά και τις μεγάλες αλήθειες των γραφομένων του. Δυστυχώς, ο αναγνώστης θα νομίσει ότι κάποιες από τις επισημάνσεις του συγγραφέα γράφτηκαν πριν από… λίγο!!! Σας παραθέτουμε το τρίτο του χρονογράφημα από τα «Εκ Βιάννου», που έχει τον τίτλο «Η Κουτσούρα» και αφορά στην περιοχή βορειοδυτικά της Άνω Βιάννου, απ’ όπου διήρχετο ο κακοτράχαλος δρόμος που ένωνε την κωμόπολη με το Ηράκλειο.
Η Κουτσούρα - Βιάννος 12 Σεπτεμβρίου 1919
Από το ανατολικόν μέρος κλείει διά κοιλάδος της Εμπάρου μία ορεινή δειράς, η οποία, αφού σχηματίσει φοβερόν απόκρημνον βράχον υπέρ την Έμπαρον, προχωρεί προς Νότον. Εις την πλευρά αυτού του ορεινού όγκου αναρριχάται η προς την Βιάννον άγουσα. Αλλ’ είναι οδός αυτή Θεέ μου; Είναι ορθή ανάβασις, το πατημένον μέρος είναι πετρών καταρράκτης διά μέσου βράχων. Και εις το νέον αυτό χάος των πετρών, των λάκκων και των ρηγμάτων, ο ημίονος με σοφήν περίσκεψιν κάνει παντοίους ελιγμούς αναζητών πού να εύρει ολίγον στερεόν έδαφος. Οσάκις δε ολισθαίνει εις τον γρανίτην ή εις τας σαλευομένας πέτρας, κινδυνεύω μετ’ αυτού ν’ ανατραπώ και να επανέλθομεν, ομού κυλινδούμενοι, έως την Έμπαρον κάτω. Και κατά τας επικινδύνους ταύτας στιγμάς διέρχεται υψηλά όρνεον, το οποίον διαχύνει εις τους ήχους των κρημνών την κραυγήν του: «Δυστυχισμένοι, τι ζητείτε εις αυτού του διαβόλου τον τόπον»; Με κουράζουν όχι τόσον αι άτακται κινήσεις, όσον η προσπάθεια και ο φόβος του κινδύνου. Μετ’ ανάβασιν τοιαύτην μιας ώρας, παρουσιάζεται τμήμα ανθρωπίνης οδού, εκ δυσμών της οποίας χαίνει ιλιγγιώδης κρημνός, διά να μη λείπει και εδώ ο κίνδυνος. Κάτω δε, εις το βάθος μιας κοιλάδος, φαίνεται ως όνειρον το χωρίον Μάρθα. Περαιτέρω δε απλώνεται η Μεσσαρά. Δυστυχώς εκάλυπτε την παιδιάδα ομίχλη και μόνον τα χαμηλά και επιμήκη υψώματά της διεκρίνοντο. Το ύψος της Κουτσούρας όπου ανέβημεν θα είναι υπέρ τα χίλια μέτρα και κατά την ώραν αυτήν το ψύχος ήτο πολύ αισθητόν. Εις εν σημείον εις των συνοδοιπόρων ανεψιός μου μου φωνάζει εξ’ αποστάσεως: «Επαέ παγώσανε οι Ψιμούλιδες». Είναι παλαιά ιστορία διατηρουμένη εις τον τόπον εκείνο. Δύο ή τρεις αδελφοί, Τούρκοι, εκ Βιάννου, ερχόμενοι εξ’ Ηρακλείου, κατελήφθησαν υπό χιονοθυέλλης και απέθανον. Αλλ’ η Κουτσούρα θα έχει ν’ αριθμήσει πολλά εκτός των Ψιμούλιδων θύματα. Με κατέχει ανυπομονησία να ίδω την Βιάννον∙ αλλά τα επιπροσθούντα υψώματα διαδέχονται άλλα και τας καμπάς άλλαι. Έξαφνα μου φωνάζουν: «Να το Φαράγγι και πειό πώδε η Αγία Μονή και ο Βραχνός πλησιέστερα». Το θέαμα της αγαπητής μου κοιλάδος της Βιάννου αρχίζει να εκδιπλώνεται εκ νότου. Βλέπω τωόντι το Φαράγγι, το οποίον διασχίζει την τελευταίαν προς την θάλασσαν βουνοσειράν και το άνοιγμά του ομοιάζει με γελαστόν στόμα. Και τώρα αρχίζει πλέον η κατάβασις. Αλλά μ’ ενεθάρρυναν λέγοντες ότι ολίγον μόνον μέρος κακόβολον υπάρχει παρακάτω, εις την Τροχάλαν. Η σκιά της νυκτός αρχίζει να επέρχεται και παρουσιάζονται τα Λιβάδια, πρασίνη κοιλάς, επίπεδος, ως δίσκος, την οποία συνεχίζει ο μέγας ελαιών και τα περιβόλια. Αλλά τα χωριό μάς έκρυπτεν ακόμη εις την βορείαν κλιτύν ο βράχος της Κορακιάς. Εις τα άκρα μόνον αρχίζουν ν’ ανάπτωνται λίγα φώτα. Το ολίγον κακόβολος μέρος παρουσιάζεται επί τέλους. Και ενώπιον αυτού σταυροκοπιούμαι. Αδύνατον να κατέλθω έφιππος και πεζεύω, αν και ξεθεωμένος. Το μέρος δε του δρόμου είναι δήθεν διορθωμένον. Ένα καλδερίμι όρθιον, όμοιον του οποίου ουδ’ εις την Καφρερίαν δύναται να φανταστεί κανείς. Όρθιον καλδερίμι, χωρίς καν σκαλοπάτια. Νομίζει κανείς ότι κατεσκευάσθη διά να κρημνίζονται οι αποφασισμένοι ν’ αυτοκτονούν. Αίσχος της Κρητικής Διοικήσεως, αλλά και όνειδος των κατοίκων, οι οποίοι το εδέχθησαν και δεν έθαψαν τον εργολάβον και το καλδερίμι του. Κατέβηκα με τρόμον αυτήν την φρικτήν κλίμακα. Εις την κατάβασιν δε εκείνην δέχομαι τα πρώτα χειροφιλήματα από δύο μικρούς ανεψιούς, οίτινες προέτρεξαν των άλλων προς υπάντησίν μου. Ο εις εκ των μικρών ανεψιών μου λέγει ότι και αυτός ονομάζεται Γιάννης Κονδυλάκης. Εις το χωριό εισήλθα με το σκότος και ως σκιάς διέκρινα εις το υπόλοιπον του δρόμου τους δικούς μου που ήρχοντο να με υποδεχθούν.
Ι. Κονδυλάκης («Νέα Εφημερίς» 15-9-1919)