"Έφυγε" στα 101 του, ο Λεμονατζής του Αγίου Βασιλείου
Το πρωί της 21ης Ιανουαρίου, στα 101 του χρόνια, "έφυγε" από τη ζωή ο Εμμανουήλ Γ. Πετράκης, ένας από τους περίφημους "λεμονατζήδες" που δραστηριοποιούνταν στην πρ. Επαρχία Βιάννου και συγκεκριμένα στον Άγιο Βασίλειο. Η νεκρώσιμη ακολουθία θα ψαλλεί αύριο Παρασκευή 22 Ιανουαρίου στις 13:00 στον Άγιο Γεώργιο Κερατέας και η ταφή θα γίνει στο ομώνυμο νεκροταφείο, εκεί όπου αναπαύεται και η σύζυγός του Ελένη Βαρδάκη.
Η συντακτική Ομάδα του Viannitika.gr εκφράζει στα παιδιά του θερμά και ειλικρινή συλλυπητήρια.
Ο Μανώλης Πετράκης, "δρόσιζε" τους συνεπαρχιώτες του από το 1950 έως το 1962 και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στην Κερατέα Αττικής.
Θυμηθείτε το σχετικό αφιέρωμα που παρουσιάστηκε από την "Ηχώ της Βιάννου", το οποίο γράφτηκε από την κόρη του, κ. Γεωργία Πετράκη, καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο:
Ο πατέρας μου ήταν λεμοναδοποιός την περίοδο 1950-1962, έφτιαχνε λεμονάδες. Θυμάμαι το χειροτεχνικό εργαστήριο, τα καφάσια, τη μπανιέρα στην οποία πλένονταν οι λεμονάδες, τη μηχανή που λειτουργούσε χειρωνακτικά. Η αδελφή μου και εγώ, μικρά κοριτσάκια τότε, πότε γυρίζαμε τη μανιβέλα της μηχανής, πότε καθαρίζαμε τα μπουκάλια, πότε πηγαίναμε με το γαϊδουράκι τις λεμονάδες στα χωριά. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του παρακάτω άρθρου, που αναπαράγει τη συνέντευξη που πραγματοποίησα με τον Μανώλη Γ. Πετράκη, παλαιό λεμοναδοποιό, σημερινό κάτοικο Κερατέας Αττικής.
Θυμάμαι το χειροτεχνικό εργαστήριο, τα καφάσια, τη μπανιέρα στην οποία πλένονταν οι λεμονάδες, τη μηχανή που λειτουργούσε χειρωνακτικά. Η αδελφή μου και εγώ, μικρά κοριτσάκια τότε, πότε γυρίζαμε τη μανιβέλα της μηχανής, πότε καθαρίζαμε τα μπουκάλια, πότε πηγαίναμε με το γαϊδουράκι τις λεμονάδες στα χωριά. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του παρακάτω άρθρου, που αναπαράγει τη συνέντευξη που πραγματοποίησα με τον Μανώλη Γ. Πετράκη, παλαιό λεμοναδοποιό, σημερινό κάτοικο Κερατέας Αττικής.
Στα χωριά της Επαρχίας, ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, η παραγωγική βάση ήταν κυρίως γεωργική και εξυπηρετούσε τις άμεσες ανάγκες της οικογένειας. Η σχέση με το χρήμα ήταν περιορισμένη, οι ανταλλαγές γίνονταν κυρίως με βάση το λάδι, και τα δανεικά, πάλι ήταν λάδι που το πουλούσες για να πάρεις χρήμα, να κάνεις τη δουλειά σου. Η όποια ισχνή βιοτεχνική παραγωγή, εξυπηρετούσε στενά τοπικές ανάγκες.
Το λεμονατζίδικο του Μανώλη Πετράκη, είναι μια τυπική περίπτωση χειροτεχνικής, βιοτεχνικής παραγωγής σε μια αγροτική κοινωνία, ακόμα ελάχιστα εκχρηματισμένη και εξειδικευμένη. Οι λεμονατζήδες της Επαρχίας, όπως και ο Μανώλης Πετράκης, είναι κυρίως αγρότες και η παραγωγή της λεμονάδας εντάσσεται στα πλαίσια της πολυδραστηριότητας του παραδοσιακού αγροτικού νοικοκυριού, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη οικονομική αυτάρκεια. Ο Μανώλης Πετράκης, όσο ήταν κάτοικος του Αγίου Βασιλείου ήταν, τόσο αυτός, όσο και η γυναίκα του (Ελένη Βαρδάκη) γεωργός, λεμονατζής, καφετζής.
Η «λεμοναδομηχανή» του, στηρίζεται στην χειρωνακτική εργασία, και η οργάνωση της εργασίας στο εργαστήρι ακουμπάει στην οικογενειακή οργάνωση και τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο και ηλικίες. Αν και όλο το μοντέλο επαγγελματικής δραστηριότητας που περιγράφει φαίνεται καθαρά αντρικό, πίσω του υπάρχουν οι αφανείς ήρωες της παραδοσιακής αγροτικής οικογένειας, που είναι οι ενήλικες γυναίκες βεβαίως, αλλά και τα παιδιά, θηλυκά και αρσενικά.
Ο παλιός λεμοναδοποιός του Αγίου Βασιλείου μας περιγράφει πώς αγόρασε τη μηχανή του. Μας περιγράφει την ίδια τη μηχανή του, όλη του την επιχειρηματική στρατηγική, τη παραγωγική διαδικασία, τις πρώτες ύλες, την προσπάθειά του να επιβιώσει σαν μικρός βιοτέχνης, αλλά και το τέλος αυτής της προσπάθειας που υπονομεύεται από τη μετανάστευση αλλά και από τα ενδογενή της χαρακτηριστικά: τον ερασιτεχνισμό της, την αδυναμία της να εκσυγχρονιστεί. Η συνέντευξη που παραθέτουμε αυτούσια, μας δίνει εικόνες που έχουν για πάντα χαθεί. Εικόνες που μας υπενθυμίζουν από πού ερχόμαστε και ποιοι είμαστε, συμβάλλοντας στην αυτοσυνειδησία μας.
«...Υπήρχε μια άλλη λεμοναδομηχανή, αλλά δεν εξυπηρετούσε όλα τα καφενεία. Μου γεννήθηκε η ιδέα. Το 1953. Συνεννοήθηκα με τον αδελφό μου, το Χαραλάμπη και ζητήσαμε από τον πατέρα μου να μας βοηθήσει. Ο πατέρας μου βοήθησε το Χαραλάμπη, εγώ στο δικό μου μερίδιο δανείστηκα από τον Κοζώνη (Γεώργιος Βασιλάκης) που ήταν τότε αγροφύλακας, 300 οκάδες λάδι (μου τα έδωσε 10 προς 13 οκάδες). Μας στοίχησε (η μηχανή) περίπου 600 οκάδες λάδι.
Αγοράσαμε μια μηχανή, καινούργια από το Ηράκλειο. Ήταν μια μηχανή εμφιάλωσης. Είχε έναν σκελετό, βιδωμένο κάτω με βίδες και μηχανισμό που εμφιάλωνε το μπουκάλι. Τη δουλεύαμε με το χέρι. Μια μπουκάλα ανθρακικού οξέως συνδεόταν με τη μηχανή, βάζαμε το μπουκάλι στη μηχανή, πεταγόταν το λεβιέ και έμπαινε το οξυγονούχο νερό και, συγχρόνως, κατέβαινε το πώμα, που με την πίεση του λεβιέ σφραγιζόταν.
Πλέναμε τα μπουκάλια. Τα πλέναμε σε γούρνα με νερό, με ειδική βούρτσα. Μετά φτιάχναμε το σιρόπι. Σ’ ένα μεγάλο καζανάκι βάζαμε νερό, ζάχαρη και εσάνς από λεμόνι. Ήταν το καλύτερο, είχε τότε 900 δραχμές η οκά, ενώ το κίτρο είχε 300-340, η καλύτερη γκαζόζα έβγαινε με εσάνς λεμονιού. Σιροπιάζαμε τα μπουκάλια, βάζαμε μια μεζούρα σε κάθε μπουκάλι. Ετοιμάζαμε όσα μπουκάλια χρειαζόμασταν και μετά, αφού τα’χαμε ετοιμάσει, περνάγαμε στη εμφιάλωση.
Τη λειτουργήσαμε τον πρώτο καιρό στο Σελί (το κοινό πλυσταριό του χωριού στη δυτική πλευρά του Αγίου Βασιλείου), δίπλα στο σπίτι μου, σ’ ένα δωμάτιο που μου παραχώρησε η μάνα μου. Πλέναμε τα μπουκάλια με νερό που παίρναμε από το Σελί. Τα πρώτα 2 χρόνια, τη δουλέψαμε εγώ με τον αδελφό μου. Στην αρχή, είχα 3-4 μαγαζιά στον Άγιο Βασίλη, στ’ Αμιρά, μέχρι το Συκολόγο, το Κεφαλοβρύσι, με το γάιδαρο και το μουλάρι. Όμως ο Μπάμπης κουράστηκε, πότε ερχόταν και πότε δεν ερχόταν και εγώ παραπονέθηκα. Αγόρασα το μερίδιο του αδελφού μου.
Εκεί στο Σελί δεν μπορούσα να δουλέψω. Έφυγα από το Σελί, τέλος 1955 αρχές 1956 και
νοίκιασα στο πρώην καφενείο του Μανώλη του Πετσάκη, απέναντι από το σπίτι
του Χριστόφορου Βαρδάκη που κι αυτός είχε λεμοναδομηχανή. Έμεινα εκεί μέχρι το
1963, που φύγαμε για την Αθήνα και την πούλησα. Βγάζαμε λεμονάδα (γκαζόζα), πορτοκαλάδα, τα τελευταία χρόνια έβγαζα και μπυράλ. Το πορτοκάλι και το λεμόνι τα
αγοράζαμε σε μορφή πολτού, σε μεγάλα δοχεία. Δουλεύαμε οικογενειακά. Η μαμά
σιρόπιαζε, καθάριζε, στίβιαζε τα τελάρα, εγώ εμφιάλωνα και στη μανιβέλα
(δούλευα). Tα παιδιά βοηθούσαν στο πλύσιμο, κουβαλούσαν με το γαϊδούρι και
στη μανιβέλα..
Αποφάσισα να κάνω δικό μου μαγαζί, για να τις βάλω 50 λεπτά (τις λεμονάδες) ενώ οι άλλοι τις είχανε 70 λεπτά. Νοίκιασα το μαγαζί του Σταύρου του Διακάκη, στο Κολονάκι πάνω στη στροφή. Το κράτησα 2 ή 3 χρόνια. Είχε πολύ πελατεία και οι υπόλοιποι με πίεζαν να ανεβάσω τις τιμές. Ήταν καθαρό καφενείο. Έκανα πολλή δουλειά αλλά με πάρα πολύ κόπο. Πηγαίναμε στα χωριά και στην Άρβη. Κουράστηκα, μου ανέβασαν και το ενοίκιο, πλήρωνα πολλά λεφτά. Αποφάσισα να φύγω από το νοίκι.
Άνοιξα καφενείο, δίπλα από το καφενείο του Γιάννη του Πετράκη, στο σπίτι του παππού του παπουτσή (Νίκος Βαρδάκης). Βάλαμε κρασί, μεζέδες, ήταν συστηματικό μαγαζί, μικρό μπακάλικο. Είχε πολύ δουλειά, γινόντουσαν γλέντια. Του Αλέκου
(Φραγκιαδούλη) ο πατέρας έπαιζε βιολί, ο Μανώλης ο Φατσαλής.
Ένα χρόνο πριν φύγω (για Αθήνα) αποφάσισα να την πουλήσω. Ο Χριστόφορος ήθελε να του την πουλήσω. Μου τη ζήτησε και ο Μανώλης ο Μανουσάκης, του Αλέκου ο γιος- την έδωσα σ’ αυτόν. Νομίζω ότι του την έδωσα 1200 δραχμές, ήταν φτωχός άνθρωπος και ήθελε να ζήσει κι αυτός, προτίμησα να τη δώσω σ’ αυτόν.
Το 1961 ήρθε ένας νόμος εκσυγχρονισμού, σύγχρονα μηχανήματα, μεγάλοι χώροι, εμείς ήμασταν ερασιτέχνες, δεν μπορούσαμε να εκσυγχρονιστούμε, κανένα λεμονατζίδικο δεν έμεινε σ’ όλη την επαρχία».
Ο «εκσυγχρονισμός», λοιπόν, και στην περίπτωση του πρωταγωνιστή του 3ου αφιερώματος στους λεμονατζήδες, είναι η βασική αιτία, που μια ακόμη βιοτεχνία παραγωγής και εμφιάλωσης αναψυκτικών, έβαλε λουκέτο. Ένα λουκέτο που είχε τους στόχους του, καθώς δρομολόγησε την επέλαση των πολυεθνικών. Ταυτόχρονα, απωλέσαμε τις γλυκιές γεύσεις των ντόπιων αναψυκτικών που δεν ήταν τόσο προϊόντα χημείας, όσο της μερακλοσυνης των παραγωγών τους.