Προέλευση Αρχαίων παροιμιακών εκφράσεων


Ουδέν σε ονήσει βοβλός, αν μη νεύρ’ έχης» (comica adespota, fragment. 484,1) (στράφι (άδικα) ο ασκουρδούλακας, αν λείπει η «αξιότη»)
Ένα από τα πικάντικα σημερινά ρακομεζεδάκια, οι ασκορδουλάκοι,(όπως τους λέμε στην Ανατολική Κρήτη, ή βροβιοί όπως τους ονομάζουν προς τα Χανιώτικα, η κοινώς βολβοί για τους υπόλοιπους Έλληνες ), που πριν λίγα χρόνια δεν ήταν για μεζέ παρά ήταν για χόρταση, δηλαδή κανονικό και συχνό αγροτικό φαγητό κατά την περίοδο της Άνοιξης, [γνωστό το ανέκδοτο του Κρητικού από το Νομό Λασιθίου, που πήγε σ΄ ένα εστιατόριο της Αθήνας και για φαγητό παρήγγειλε «βολβούς» - έτσι τους ονόμαζε ο κατάλογος – παρασυρμένος είτε από τη χαμηλή τιμή είτε από το εύηχο του ονόματος -στη μέση το υγρό σύμφωνο λ δίνει μια άλλη γλυκύτητα στη λέξη.
Σε λίγο ο σερβιτόρος του φέρνει την παραγγελιά κι ο Κρητικός πετάχτηκε απάνω αγανακτισμένος : «Ορέ ασκορδουλάκους μού’ φερες να φάω που κοντεύουνε να φυτρώσουνε στην κοιλιά μου μπλιό!!! Εγώ βολβούς επαρήγγειλα»,] δεν ήταν άγνωστο κατά την αρχαιότητα. Και όχι μόνον τους γνώριζαν και τους ονόμαζαν «Βολβούς» ή «ύδνα», αλλά και τότε την ίδια χρήση είχαν, δηλαδή φαγητό για τους φτωχούς, όπως φαίνεται από το σχολιαστή του Αριστοφάνη στις «Νεφέλες» και στον «Πλούτο», και πικάντικο μεζεδάκι για τους άρχοντες.
Ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» του αναφέρει τέσσερα είδη βολβών: α) οι βασιλικοί , που είναι οι καλύτεροι ,β) οι κοκκινωποί που ακολουθούν , γ) οι λευκοί της Λιβύης και δ) οι βολβοί της Αιγύπτου, που δεν αξίζουν τίποτα. Από αυτά τα είδη τα δυο πρώτα είναι θαυματουργά , γιατί πέρα από τις άλλες φαρμακευτικές ιδιότητες «δύσπεπτοι μεν , αλλά θρεπτικοί και καλοί για το στομάχι», λέει ο Δίφιλος, «και καθαρτικοί, βλαβεροί στα μάτια και διεγερτικοί σεξουαλικών διαθέσεων».
Τι την ήθελαν αυτή τη τελευταία ιδιότητα του ασκορδούλακα να την δημοσιοποιήσουν; Επέφερε την ταραχή που επέφερε το «βιάγκρα» με την εμφάνισή του στη φαρμακαγορά. Άρχισαν οι κουβέντες να δίνουν και να παίρνουν, ξεκάθαρες ή ανεγυριστικές, ανάμεσα στον αντρικό πληθυσμό της Αθήνας. Θέμα συζήτησης, όταν ο οίνος ο συγκερασμένος με νερό στα συμπόσια ελευθέρωνε πνεύμα και γλώσσα και οι φοραδοκάπουλες χορεύτριες ή αυλητρίδες περιόριζαν το θέμα συζήτησης στο κούνημα της πυγής τους. Μεταξύ αστείου και σοβαρού, μια και τα πιο σημαντικά πράματα λέγονται υπό μορφή αστείου, τσιμπολογώντας κανένα κόκκινο ασκορδούλακα και πασπατεύοντας τον πισινό κάποιας στρουμπουλής δούλας, έλεγαν χαριτολογώντας « το φάρμακο το πήρα, αυτό μου λείπει» ή κάτι ανάλογο…
Σ’ ένα συμπόσιο, λοιπόν, κάποιο γεροντάκι μάλλον θα πρέπει να το είχε παρακάνει τρώγοντας όλους τους ασκορδουλάκους προκαλώντας το «αγκουτσακάκι» ( το πειραχτήρι) της παρέας να πετάξει το πείραγμα που από τότε έμεινε παροιμιακό: « ουδέν σ’ ονήσει βολβός, αν μη νεύρ’ έχης» (Στράφι ο ασκορδούλακας, α λείπει η «αξιότη»).
*Ο κ. Μιχάλης Πατεράκης είναι φιλόλογος