Όπου απουσιάζει η ευθύνη, ανθίζει το όπλο...
Η Κρήτη, νησί μυθικό, κοιτίδα πολιτισμού και φιλοξενίας, καταλήγει σήμερα πεδίο κοινωνικής αποσύνθεσης, θεσμικής νωθρότητας και πολιτικής αναισθησίας. Τα Βορίζια δεν είναι ένα τοπικό γεγονός αλλά το συμβολικό απόστημα ενός τόπου που έχει χάσει την ηθική του συνοχή.
Τέσσερις νεκροί δεν είναι μόνο θύματα μιας «παρεξήγησης» ή μιας ματωμένης παράδοσης. Είναι τα θύματα μιας παρατεταμένης συνενοχής, μιας κοινωνίας που αρνείται να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της. Η βία έχει γίνει καθημερινή γλώσσα, όχι πια στο περιθώριο, αλλά στο κέντρο του κοινωνικού σώματος — θεσμικά κατοχυρωμένη μέσα από τη συνεχή ανοχή, την πελατειακή ηθική, τη μετατροπή της τιμής σε νόμισμα πολιτικής ανταλλαγής.
Η Κρήτη έπαψε προ πολλού να είναι μια νησιωτική μικρογραφία της Ελλάδας.
Είναι το εργαστήριο ενός νέου τύπου ηθικής ανομίας. Ολόκληρη η πολιτική της τάξη, από τους νομάρχες ως τους υπουργούς, έχει εμπλακεί σε έναν φαύλο κύκλο οικονομικών ανταλλαγών, οικογενειακών προνομίων και διαπλοκής με τα θεσμικά δίκτυα εξουσίας. Ο ΟΠEΚΕΠΕ, τα αναπτυξιακά προγράμματα, τα κοινοτικά κονδύλια έγιναν οι νέοι μηχανισμοί ευγενικής λεηλασίας. Η ίδια η λέξη «ανάπτυξη» μεταφράστηκε ως δικαίωμα στην υπεξαίρεση.
Και το κράτος, αντί να επιβάλει το νόμο, νομιμοποίησε την παρανομία ως έκφραση τοπικής ιδιαιτερότητας. Έτσι, η «βεντέτα» δεν είναι πια εθιμική επιβίωση του παρελθόντος, αλλά το πολιτικό ισοδύναμο μιας εσωτερικευμένης ανυπακοής απέναντι σε μια Πολιτεία που εδώ και δεκαετίες διαπαιδαγωγεί τους πολίτες της στην ατιμωρησία.
Η φιλοσοφία της βίας στο νησί είναι ο καθρέφτης μιας πολιτικής ανθρωπολογίας της εγκατάλειψης.
Ο Νίτσε θα έλεγε πως εδώ ο άνθρωπος του ressentiment έχει νικήσει οριστικά.
Ο αδύναμος, ο μειονεκτικός, ο αποκλεισμένος, αντί να μεταμορφώσει τον πόνο του σε πολιτική διεκδίκηση, τον στρέφει εναντίον του διπλανού του. Ο εχθρός δεν είναι ο ισχυρός —είναι ο συγχωριανός. Και έτσι ολόκληρη η κοινωνία επιστρέφει σε μια προπολιτική κατάσταση, σε μιαν «ανθρωπολογία της βεντέτας», όπου η Δικαιοσύνη γίνεται υποκατάστατο της Εκδίκησης.
Οι πολιτικοί του τόπου απλώς διαχειρίζονται τα πτώματα και τις ψήφους, με τον ίδιο κυνισμό που διαχειρίζονται τα έργα υποδομής.
Η κοινωνιολογία αυτής της σήψης είναι απλή: όπου απουσιάζει η κρατική δικαιοσύνη, αναδύεται η ιδιωτική κυριαρχία. Και όπου απουσιάζει η ευθύνη, ανθίζει το όπλο.
Δεν είναι μόνο η πολιτική εξουσία που έχει εκφυλιστεί. Είναι και η πνευματική. Η Εκκλησία, που θα όφειλε να είναι η φωνή της συμφιλίωσης, έχει μετατραπεί σε κομμάτι του ίδιου πελατειακού ιστού. Μητροπόλεις που καλύπτουν σκάνδαλα, ιερείς που εμπλέκονται σε χρηματικές υποθέσεις, πνευματικοί που ανταλλάσσουν την εξομολόγηση με ψηφοθηρία. Όλα αυτά συγκροτούν μια θεολογική σκιά που σκεπάζει τον τόπο.
Αντί για κήρυγμα μετάνοιας, προσφέρουν κήρυγμα ανοχής. Αντί για ποιμαντική, χειραγώγηση. Και όταν οι άμβωνες σιωπούν, τότε τα όπλα μιλούν. Γιατί η σιωπή της Εκκλησίας στα εγκλήματα της κοινωνίας είναι η πιο βαθιά συνενοχή. Η πνευματική εξουσία, που ευλογεί τα εγκαίνια των πολιτικών και τις παραστάσεις των ευεργετών, ευλογεί στην πραγματικότητα τη διατήρηση μιας ταξικής, βίαιης και ψευδοευσεβούς κοινωνικής τάξης.
Το νησί που γέννησε τη φιλοσοφία της μέθης και του μέτρου, τη μουσική της ψυχής και της αντοχής, έχει καταντήσει να ζει υπό την ψυχολογία της οργής.
Το παράλογο έχει αποκτήσει δομή και η βία έχει γίνει ήθος. Το «κρητικό μεγαλείο» έχει μεταμορφωθεί σε μια φάρσα της πολιτισμικής ταυτότητας, όπου η λύρα συνοδεύει τα εγκλήματα, όπου η πατριαρχία βαφτίζεται «αντρειοσύνη» και ο φόνος «λύση».
Αυτή η κοινωνική μεταμφίεση του εγκλήματος σε ηθική στάση είναι το πιο επικίνδυνο δηλητήριο, καθιστά τη βία αξιοπρεπή, τη σιωπή ηρωική και την ενοχή αόρατη. Και κάθε φορά που ένα νέο πτώμα πέφτει στα χώματα της Μεσαράς, το πολιτικό σύστημα σπεύδει να «καταδικάσει τη βία από όπου κι αν προέρχεται» — η πιο δειλή φράση μιας Πολιτείας που φοβάται να κοιταχτεί στον καθρέφτη της.
Κι όμως, δεν είναι μόνο ένα νησί που χάνεται. Είναι ένα πρότυπο κοινωνίας που εκφυλίζεται.
Όταν η τιμή μετριέται σε αίμα και η εξουσία σε συγγένεια, όταν ο πολιτισμός γίνεται βιτρίνα τουρισμού και η Εκκλησία επιχείρηση, όταν οι πολιτικοί καλλιεργούν τη μνήμη του εμφυλίου ως μέσο εκλογικής νομιμοποίησης, τότε η Κρήτη δεν είναι πια νησί. Είναι μικρογραφία μιας χώρας που αποτυγχάνει να υπάρξει ως κοινότητα δικαίου. Και όσο οι πολίτες συνεχίζουν να σιωπούν, να ψηφίζουν τους ίδιους, να προσκυνούν τις ίδιες σκιές, να ευλογούν την ίδια παρακμή, τόσο το αίμα θα ρέει κάτω από τον ήλιο που κάποτε φώτιζε τον Θεό της Κρήτης.
Σήμερα, φωτίζει μόνο την ενοχή μας.
Μάνος Λαμπράκης