Οι στύλοι τση Δεής
Οντέ νεφέρανε τη χούντα, εφέρανε και τσοι στύλους στο Κρεββατά, ήρθανε κι οι λεκτρολόγοι για τσοι τοίχους μια λάμπα στη μέση στα μεσοδόκια, ένα καντηλάκι στη γωνιά ένα διακόπτη και μια πρίζα κάτω από το γενικό, μερικοί βάλανε και στ’ αχύργια να θωρούνε τα βούγια.
Πέρασε χρόνος τσοι στελιώσανε, εβάλα ντως και τα τέλια τση δεής μα μόνο τη βρωμιά τση πίσσας ακούγαμε.
Εβαρεθήκαμε να ανημένομε, κάθε απόγεμα το λαμπόγυαλο καθάριζα, δουλειά τω κοπελιώ γιατί χωράγαν τα δαχτύλια μας.
- Αύριο α ρθεί το φώς!
- Προσοχή, χωργιανοι, προσοχή! Και να ‘χετε το νου σας μη σας σκοτώσει, το φώς, φώνιαζε ο Μιχάλης του Σαντόλου, ο τελάλης του χωργιού μας.
Στο ντουκιάνι του ο Χαρής, που ‘χε και το τηλέφωνο με τη μαναβέλα, ήβαλε μια ογδοντάρα λάμπα κι ξεστέλιωσε το λουξ με τον αμίαντο.
Όλοι οι χωριανοί, συγκούδουνοι, στου Χαρή περιμέναμε να κουδουνίσει το τηλέφωνο για το χαμπέρι, βράδιασε σκοτείνιασε κι όλοι ξανοίγαμε τη λάμπα την ογδοντάρα, όλοι οι άλλοι εικοσηπεντάρες, για οικονομία λέει βάλανε, μα πράμα…
- Χαρή! Για ξάνοιξε αμά χεις πατημένο το διακόφτη; Του λεγε ο ένας.
- Χαρή! Για ξάνοιξε την ασφάλεια! Του ‘λεγε ο άλλος.
- Χαρή! Για ξάνοιξε ανη δουλεύγει το τηλέφωνο. Ο τρίτος...
Κάποια στιγμή ήρθε το ρεύμα μα η λάμπα ίσα που καντούνιζε σα το λύχνο και χειρότερα!
Απογοήτευση σκέτη οι γρές μια μια εφεύγαν και κλαίγανε τα ηλεχτρολογικά που πληρώσαν άδικα.
- Κλείσε ντο μπρέ Χαρή μια ολιά ώρα να μαζώξει και μετά αμόλαρε ντο! Είπε ο μπάρμπα Μήτσος.
Γινήκαν κι άλλα, τα πιο πολλά με τσοι γρές.
μια πελέκισε τζενάκια και βούλωσε τσοι τρύπες τση πρίζας για να μη χυθεί το ρέμα όξω,
μιανής τση βάλαμε κόκκινη λάμπα στη ξώπορτα για να κάνομε σεϊρι.
Τς άλλης τσή λέει το γγόνι τση
- Γιαγιά μην ανάβεις πολύ το φώς γιατί α σου ρθεί μεγάλος ο λογαριασμός τση Δεής!
- Οϊ παιδί μου ντα γώ τ΄ανάβω για να φέγγω μέχρι να βρώ τα σπίρτα νάψω το λύχνο.
… κι άλλα πολλά.