Οι πιταρίδες
Αμά τανε ο καιρός τους επηγαίναμε στη Λυγιά κι οπού χαμε κι εμαζεύγαμε τα σύκα τα μαυρόσυκα κι τα κουβαλούσαμε στο χωριό με τα καλάθια κι τσοι κόφες.
Αμά τανε ο καιρός τους επηγαίναμε στη Λυγιά κι οπού χαμε κι εμαζεύγαμε τα σύκα τα μαυρόσυκα κι τα κουβαλούσαμε στο χωριό με τα καλάθια κι τσοι κόφες.
Τη ταχινή εβγάναμε τα στο δώμα κι τα σκίζαμε με τα δυο μας χέρια τ’ ανοίγαμε και τ΄ απλώναμε σε καλαμωτές ή σε λινάτσες κι ότι χε η κάθε μια νοικοκαιρά κι τα απλώναμε στο γήλιο.
Μια δυο φορές τη μέρα τα γυρίζαμε από την άλλη μερά, εξανοίγαμε κι τσοι κοράκους να μη τ’ αρπάξουνε, το πρόσαργο εβάναμέ τα μέσα να μην ανεπαλιάσουνε και να μη τα φάνε οι ποντικοί, για οι κακοί γειτόνοι.
Το ίδιο γενότανε και για τ’ ασπρόσυκα, τα μούσκλα, τα δαμάσκηνα και τα τζίτζιφα αυτά δε θένε αλυσούδιασμα σα ντη σταφίδα. Κι άμα λιαζόταν και στεγνώνανε τα κρεμούσαμε σε καλάθια στη κάμερα από τα μεσοδόκια να μη κατεβούνε οι ποντικοί να τα φάνε και τ΄ άλλα μιαρά και τα μαγαρίσουνε.
Άμα ξετέλευε ο καιρός τους κι ήτανε για τα ψωμιά στοι φούρνους, άκου ίντα κάναμε:
- Ανάβαμε όξω τη φωθιά, εδαυλίζαμέ τη καλά στη παραστιά και στέναμε το καζάνι ή τη σίγλα, πιο πάνω από τη μέση με νερό, εβάναμε μέσα μυρωδικά: κανέλα, γαρούφαλλο και μαστίχα, ρετσίνα για του πεύκου, για του κέδρου, για του σκίνου, για του κυπαρισού, ότι είχε η κάθε μια νοικοκερά, κι ελουσηδιάζαμε τα σύκα στο καυτό νερό να ψοφήσουνε τα μιαρά.
Απόκειας ανασέρναμε τα στα κοφίνια για στα καλάθια να κρυγιάνουν να μη καούμε και να στραγγίξουν και επιταραδιάζαμέ ντα.
- Τα στρώναμε στρώσες – στρώσες και τα χτίζαμε όμορφα και με τέχνη ανάμιχτα ανάλογα μαύρα, άσπρα που κι ένα μούσκλο που κι που δαμάσκηνο τα πιταρώναμε σα τα μεγάλα τυριά, κι εβουρλωδέναμε (με βούρλα που τα χαμε μοσκεμένα και κοπανισμένα για να δένουνε) κι έκανε η κάθε μια το δέσιμο τση και το κόμπο τση.
Αυτό το κάναμε αφού χαμε τελέψει με τσοι ζυμωτούς κι είχε μπει το παξιμάδι στο τόπο του, που τανε μεγάλη κούραση.
- Ξαξανάβαμε, το λοιπόν, το φούρνο με καμιά αγκαλιά λιανά κι αφού γενότανε τον εμπανίζαμε βάναμε τσοι πιταρίδες απάνω σε φασκομηλιες ή θύμους για τη μυρωδιά, ε! τότε άμα περίσσευγε τόπος, βάναμε και χαρούπια κι αφήναμε με τα μέσα μέχρι να πομάνει ο φούρνος.
- Στερεύγαμέ ντα στο πιθάρι για να ναι στεγνά κι εκρατούσανε ανάλογα τα στόματα, εκάναμε τα και πεσκέσι του δασκάλου τη πρωτοχρονιά να διαβάζει τα κοπέλια μας και του παπά να μας σε φωτίσει τα Φώτα…
(Διήγηση της γιαγιάς στο μαγνητόφωνο
Χρυσό 22 Μαΐου 1895 - 1 Μαΐου 1981, αγράμματη)