Οι βρύσες του Αγίου Βασιλείου


Σήμερα όλα τα σπίτια, σε όλα τα χωριά έχουν πόσιμο νερό, όμως στα δικά μας παιδικά χρόνια,πλούσιοι και φτωχοί παίρνανε νερό απο τις δημόσιες βρύσες που υπήρχαν σε κάθε γειτονιά.
Είχαν μια υποδοχή για να κάθεται το σταμνί και και μια συνεχόμενη γούρνα για τα ζώα.
Το πρώτο υδραγωγείο φτιάχτηκε με χρηματοδότηση του Γ. Παπαμαστοράκη (Βιαννίτης πρωθυπουργός επι Κρητικής Πολιτείας) που μετέφερε με σωληνώσεις νερό απο την πλούσια πηγή της Μέσας Βρύσης στην περιοχή Σελί. Εκεί, διαμορφώθηκε και μεγάλο πλυσταριό που έπλεναν συνήθως με αλουσσά οι γυναίκες του χωριού.
Η Μέσα Βρύση ήταν και παραμένει ένας σκιερός παράδεισος με πλατάνια μυρτιές και τρεχούμενα νερά απο τρεις παροχές χειμώνα καλοκαίρι . ΄Ομως μια γεώτρηση που ανοίχτηκε βορειότερα της στέρησε το νερό το καλοκαίρι,΄Ομως ο ιδιοκτήτης μιας πανέμορφης ταβέρνας που λειτουργεί δίπλα φροντίζει να υπάρχει πάντα τρεχούμενο νερό.- Απο εκεί παίρναμε ποιο δροσερό νερό,με σταμνιά οι μεγαλύτεροι και τα κοπέλια με μικρές ειδικές λαϊνες που τις κατασκεύαζαν στο Κεντρί της Ιεράπετρας. Σε κάθε στραθιά παίρναμε την ίδια ευχή απο τη μάννα μας ή τη γιαγιά μας. "Την ευκή μου και τη δροσιά ντου νά'χεις".
Με το ίδιο νερό λειτουργούσε δίπλα το λεμονατζίδικο του Χριστόφορου, με χειροκίνητη μηχανή, που τον τροχό της τον γυρίζανε τα παιδιά, με έπαθλο μια γκαζόζα απο τις νοστιμότερες που υπήρξαν ποτέ. Το περισσευούμενο νερό έφθανε με τσιμεντένιο καταπότη, μέχρι τη κάτω Μερά του χωριού, και τροφοδοτούσε καταρχήν τη στέρνα και παλιότερα τον αλευρόμυλο του Μαντάκη στη συνέχεια το δημόσιο πλυσταριό στο Σελί (το άλλο ήταν στο Κονοστάσι) και συνεχίζοντας πότιζε όλα τα περβόλια του χωριού που ήταν ξεχωριστά γιαυτό και τους Αγιοβασιλείτες τους λέγανε Μπαξεβάνηδες. Σε όλο το μήκος του καταπότη είχαν φυτρώσει μυρτιές και άλλες πρασινάδες και κατα διαστήματα υπήρχαν κεντρικές κόψες (παροχές) για καθε περιοχή (Λούα, Κονακια Βορνά, Σόχωρο, Ξενικό και Φουρνάρι).
Το νερό για το πότισμα ήταν μοιρασμένο δίκαια και τη διάρκεια του ποτίσματος για τον καθένα, ελλείψει ρολογιών, την καθόριζε η σκιά του ήλιου πάνω σε χαραγμένες κόκιες σε κάποια πέτρα στο καλντερίμι. Δεν έλειπαν βέβαια και οι τσαμπουκάδες μεταξύ των ανδρών και οι κατάρες μεταξύ των γυναικών, όταν κάποιοι ετσιθελικά παραβίαζαν τον κανόνα. Για εμάς τα παιδιά, το κυριότερο ρολόι ήταν ο βράχος του Χαλασά που δεσπόζει ψηλά στο βουνό, και περιμέναμε πως και πως να λιαστεί η δυτική του πλευρά για να έχουμε το δικαίωμα να επιστρέψουμε με τα ζούμπερα στο χωριό το μεσημέρι. Η άλλη μέθοδος ήταν να έχομε τον ήλιο πίσω μας και να μετράμε με πατουνιές τη σκιά μας. Στις 11 μπορούσαμε να επιστρέψουμε. Επειδή όμως το νερό της Μέσας βρύσης δεν μπορούσε λόγω υψομέτρου να τροφοδοτήσει το χωριό φτιάχτηκε νέο Υδραγωγείο ψηλότερα στην περιοχή το Μελισσούρι κοντά στον κεντρικό δρόμο προς Πεύκο. Απο εκεί το νερό έφθανε στο κοινοτικό υδραγωγείο, που ήταν δίπλα στον Άγιο Τρύφωνα με παχιούς πετρόκτιστους τοίχους με θολωτή σκεπή. Αργότερα με την επιμέλεια του Δασκάλου Γ. Χατζάκη που είχε διατελέσει πρόεδρος της κοινότητας φτάχτηκε άλλο στην πάνω μεριά του χωριού προς τα Πευκαλίδια. Απο εκεί διοχετευόταν στις δημόσιες βρύσες που υπήρχαν σε κάθε γειτονιά του χωριού. Εκεί οι γυναίκες έπλεναν και τα χόρτα τους για να γλυτώνουν στραθιές και να μην κάνουν λούζες στο σπίτι.
Τέτοιες βρύσες υπήρχαν έξω απο την κεντρική δεξαμενή, πιο πάνω απο το σχολειό, απέναντι απο το καφενείο του Μιχαλοδημητράκη, στο ραφείο του Παπαδογιαννάκη, στου Πέταλά, στου Βασίλη του Χουλάκη, στη Ροδιά απέναντι απο της Τσουδίνας, στο Σελί, στούς Πλατάνους απέναντι απο του Χρυσουλάκη,σΣτην Κάτω Μερά έξω απο της Καλλεργομαρίας, στην πέρα γειτονιά έξω απο του Σωμαρά, στης Καλής του Παπαϊωάννου, μια άλλη απέναντι απο το Ιατρείο του Τσαγκαράκη και μια απέναντι απο το οδοντιατρείο του Ορέστη.
H εικόνα της τελευταίας βρύσης διασώθηκε σε αυτή τη φωτογραφία και μαζί το καλντερίμι, όπως ήταν τότε όλοι οι δρόμοι του χωριού μας. Οπως και σε αυτή τη φωτογραφία οι γούρνες χρησιμοποιούνταν και για παιδικά παιχνίδια, γιατί η θάλασσα ήταν μακριά και ήταν για τους λίγους τυχερούς που μπορούσαν να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές. Αυτό όμως δεν μας εμπόδιζε να μαθαίνουμε μπάνιο στις κολύμπες του χωριού και να ταξιδεύουμε τα αυτοσχέδια ντενεκεδένια καραβάκια μας σε γούρνες και σε στέρνες. Κάπου κάπου όμως έκανε την εμφάνιση του και κάποιο κότερο όπως σε αυτή την υπέροχη φωτό, που το κουμαντάρει με ενθουσιασμό ένας ξεχωριστός Καπετάνιος (ο Γιώργος Χατζάκης), που στη ζωή του, μπορεί να μην ταξίδευε σε πελάγη, βοήθησε όμως σαν οφθαλμίατρος 10κάδες ανθρώπους να μπορούν βλέπουν καλύτερα τον κόσμο. Με την εξέλιξη μπήκε το νερό σε κάθε σπίτι, εξαφανίστηκαν και οι γούρνες και τα ζώα και οι περασάδες με τις κοπελιές που έβρισκαν πρόφαση να πάνε να γεμίσουν το σταμνί και να πούν δυό λόγια στα πεταχτά με τον καλό τους, που απο σύμπτωση πήγαινε και αυτός για να ποτίσει τον γάϊδαρο του.
Φωτογραφία: Αρχείο Στέλιου Μπαρμπαγαδάκη