Ο τυφλός λυράρης και ο Κονδυλάκης
Οι καταπληκτικές περιγραφές του Κονδυλάκη για τον Κρητικό χόρο
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο πατέρας του Ελληνικού χρονογραφήματος, ήταν και σημαντικός λαογράφος.
Στα δυο γνωστά του βιβλία «ο Πατούχας» και «Οταν ήμουν δάσκαλος», δίνει πολύτιμα στοιχεία για την Κρητική μουσική και κυρίως για το χορό. Ας ξεκινήσομε από τον Πατούχα: «O τυφλός λυράρης Αλεξανδρής, καθήμενος εις το μέσον του χορού, εφαίνετο γοητευμένος υπό της μουσικής του. Εκίνει την καφαλήν δεξιά και αριστερά, ως να απεδίωκε μυίας και εμειδίατο ψυχρόν και μισόν μειδίαμα του τυφλού, από το οποίον λείπει των οφθαλμών η ακτινοβολία. Υπό την κίνησιν του δοξαριού του έφευγον γοργόπτεροι του πηδηχτού οι ήχοι. Και όλος ο κύκλος των χορευτών εκινείτο δια μιας ως εις άνθρωπος και των ποδών ο κρότος αντήχει ταυτοχρόνως και τόσον δυνατά, ώστε εσείετο, ενόμιζες, το έδαφος. Ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας η λύρα «εγαύγιζε», κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν, ο δε χορός εμαίνετο. Τότε δε αι χορευταί εφαίνοντο ως μεγενθυνόμενοι εις γίγαντας των οποίων αι κεφαλαί ήγγιζαν σχεδόν την οροφήν. Οι πασαλήδες ανεταράσσοντο εις τας ζώνας των νέων και τα στήθη των χορευτριών έτρεμαν και εσπαρτάριζαν υπό τα μεταξωτά στηθούρια. Εις το μεταξύ τα δίστιχα διεσταυρούντο ως βέλη με τον γοργόν του χορού ρυθμόν… Τον πηδηκτόν διεδέχθη ο ήρεμος, κυματώδης και αναπαυτικός σιγανός, του οποίου ο βραδύς και χαλαρός ρυθμός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς… Ενώ δε η λύρα έκρουε τας γοργοτέρας στροφάς του πηδηκτού, ο Μανώλης ανεπήδα εις ύψος μέγα. Και ενώ ήτο μετέωρος, εκτύπα με την παλάμην, οτέ μεν την μιαν, οτέ δε την άλλην του κνήμη. Έπειτα ελύγιζε προς τα οπίσω το σώμα ή κάμπτων τα γόνατα και χαμηλώνων μέχρι του εδάφους ανεπήδα έπειτα με θαυμαστήν ελαστικότητα».
Αν αναλύσομε προσεκτικά αυτά τα τρία αποσπάσματα από τον Πατούχα θα δούμε ότι η περιγραφή του Κονδυλάκη για τον Κρητικό χορό και τη μουσική είναι καταπληκτική. Παρότι το εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι η λεκτική περιγραφή δυο μη λεκτικών μορφών επικοινωνίας δηλαδή του χορού και της μουσικής, δεν μπορούν να καταγραφούν σε μια κόλλα χαρτί, ο συγγραφέας κατορθώνει και δίνει την ιδανική εικόνα του Κρητικού γλεντιού. Βλέπομε λοιπόν, με τα μάτια του Βιαννίτη λαογράφου, ότι το βασικό μουσικό όργανο ήταν η λύρα με τον λυράρη να βρίσκεται στη μέση του χορού και δίπλα του να στέκονται μαντιναδολόγοι, -γισσες που αντάλλασσαν μαντινάδες με τον κύκλο των χορευτών –τριων. Ο λυράρης είναι τυφλός, μια πολύ σημαντική ανατομική λεπτομέρεια, η οποία δίνει δύναμη στην εικόνα της μουσικής. Ο τυφλός μουσικός (ο άνθρωπος γενικότερα) έχει αναπτύξει περισσότερο από το μέσο άνθρωπο τις άλλες αισθήσεις με αποτέλεσμα να ακούει καλύτερα (Είχεν ήδη ακούσει ένα κτύπο ποδός, όστις ετράνταξε το έδαφος, και μόνον τούτο ήτο αρκετό δια να εννοήση ότι έσυρε τον χορόν ο Μανώλης) τους χορευτές, αλλά ταυτόχρονα και την ίδια τη μουσική που δημιουργεί με το δοξάρι του (εφαίνετο γοητευμένος υπό της μουσικής του) επικοινωνώντας έτσι ψυχικά με τους χορευτές του χορευτικού κύκλου. Επίσης, έχει ανεπτυγμένη και την αφή με αποτέλεσμα να είναι δεξιοτέχνης (Υπό την κίνησιν του δοξαριού του έφευγον γοργόπτεροι του πηδηχτού οι ήχοι).
Στη συνέχεια ο συγγραφέας μας δίνει πολλές εκφραστικές εικόνες του πηδηκτού χορού. Πρώτα απ’ όλα περιγράφει τους χορευτές του κύκλου δίνοντας ταυτόχρονα πολλές εικόνες κίνησης χορευτικών σωμάτων και αντικειμένων:
α) ανδρισμού, με τους «πασαλήδες που ανεταράσσοντο εις τας ζώνας»,
β) θηλυκότητας, «τα στήθη των χορευτριών έτρεμαν και εσπαρτάριζαν υπό τα μεταξωτά σπιθούρια»,
γ) η σύνθεση των δύο προηγούμενων στοιχείων αναδεικνύει ένα έντονο ερωτισμό,
δ) ρυθμικός συντονισμός βημάτων με έντονη συναισθηματική φόρτιση: «Και όλος ο κύκλος των χορευτών εκινείτο δια μιας ως εις άνθρωπος και των ποδών ο κρότος αντήχει ταυτοχρόνως και τόσον δυνατά, ώστε εσείετο, ενόμιζες, το έδαφος. Ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας η λύρα εγαύγιζε, κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν, οδε χορός εμαίνετο». Αυτά τα δυο στοιχεία, ρυθμικός ομοιόμορφος βηματισμός (υποδηλώνει κίνηση σώματος) και χορευτική μανία (υποδηλώνει συναίσθημα που προκαλεί ο χορός), απηχούν την ένωση ψυχής και σώματος που προκαλεί ο χορός,
ε) μυθοποίηση των χορευτών «οι χορευταί εφαίνοντο ως μεγεθυνόμενοι εις γίγαντας των οποίων αι κεφαλαί ήγγιζαν σχεδόν την οροφήν», διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τον χορό τον δίδαξαν στους ανθρώπους οι Κουρήτες.
Την ψυχική ένταση που δημιουργεί ο πηδηκτός, ο Κονδυλάκης, με τη βοήθεια του τυφλού Αλεξανδρή, την καταλαγιάζει με εξαιρετική μαεστρία χρησιμοποιώντας την εικόνα του σιγανού με τα αντίστοιχα τραγούδια: «Το πηδηκτόν διεδέχθη ο ήρεμος, κυματώδης και αναπαυτικός σιγανός, του οποίου ο βραδύς και χαλαρός ρυθμός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς». Ενώ στο τέλος για να οδηγήσει χριστιανούς και Τούρκους στη σύγκρουση και στην κορύφωση των συναισθημάτων των πρωταγωνιστών, χρησιμοποιεί πάλι την εικόνα του πηδηκτού κατεξοχήν πολεμικού χορού της Κρήτης. Η προσπάθεια να ηρεμήσουν τα πνεύματα γίνεται πάλι μέσω του σιγανού, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με αυτό τον μοναδικό τρόπο, τη συνεχόμενη αλληλουχία των Κρητικών χορών και των συναισθημάτων που δημιουργούνται μέσα από αυτούς, ο συγγραφέας καθοδηγεί τα συναισθήματα του αναγνώστη για να φτάσει τελικά στην κάθαρση (σύγκρουση), όπως ακριβώς γίνεται και στις αρχαίες τραγωδίες. Βέβαια ο συγγραφέας δεν ξεχνάει και τη συνολική εικόνα του κρητικού γλεντιού, δηλαδή την συμμετοχή των θεατών, η οποία γίνεται μέσω των μαντινάδων που ανταλλάσσονται με τους χορευτές του κύκλου και με τον Ερωτόκριτο.
Στη συνέχεια ασχολείται με τον χορευτή που είναι στον κάβο (από το ιταλικό capo που σημαίνει κορυφή, κεφαλή, αρχή), δηλαδή με τον πρωτοχορευτή, που όπως όλοι γνωρίζομε έχει εξέχουσα θέση στα χορευτικά δρώμενα της Κρητικής παράδοσης. Περιγράφει αρχικά (όχι τυχαία) τον άτσαλο χορευτή Μανωλιό, ο οποίος: «Μολονότι είχε καταβάλει πολλάς προσπάθειας δια να μάθη, είχεν ακόμη ταύτην σκαιότητα και δυσκαμψίαν εις τας κινήσεις, ώστε ελέγετο ότι εχόρευεν ως σαν να «εσάκκιαζεν άχερα». Του εφαίνετο δε ότι τα βλέμματα εστρέφοντο σκωπτικά προς τα πόδια του και τούτο έφερε σύγχισιν εις τα κάτω του άκρα, ως εάν η ποδαρούκλες του είχαν ιδίαν αίσθησιν και φιλοτιμίαν». Αυτή είναι η διαχρονική περιγραφή του άτσαλου χορευτή τόσο στα χέρια (εσάκκιαζεν άχερα) όσο και στα πόδια (σύγχιση στα κάτω άκρα). Με αυτή την εικόνα στο μυαλό ο αναγνώστης προχωρά να διαβάσει την αντίστοιχη εικόνα του σωστού πρωτοχορευτή, ο οποίος μεταμορφώνεται σωματικά και ψυχικά από το μαγικό δοξάρι του λυράρη. Κι ενώ πριν ο πρωταγωνιστής δεν ήξερε να χορεύει, ξαφνικά η μουσική τον βοηθάει να αναδείξει τις χορευτικές του ικανότητες, αφήνοντας ελεύθερη την χορευτική ψυχή του να αυτοσχεδιάσει (ο αυτοσχεδιασμός είναι αναπόσπαστο στοιχείο των Κρητικών χορευτών όταν είναι πρωτοσύρτες διότι με αυτό τον τρόπο δείχνουν τη δεξιοτεχνία τους). Ο Ι. Κονδυλάκης ξεκινά τη σύνθεση της εικόνας του πρωτοχορευτή έχοντας ήδη εκθειάσει τα σωματικά προσόντα του Πατούχα, αποτέλεσμα της σωματικής του διάπλασης και της βουκολικής ζωής, στοιχεία απαραίτητα για τη σωστή τεχνική, την αισθητική και την αντοχή στον απαιτητικό Κρητικό πηδηκτό. Η περιγραφή του συγγραφέα της τεχνικής των ταλιμιών, των καμπανών (άλμα), των κοκκαλιών και της πανάρχαιας φιγούρας, όπου ο χορευτής λυγίζει το σώμα του προς τα πίσω μέχρι να ακουμπήσει σχεδόν το κεφάλι στο έδαφος και αμέσως μετά με ένα τίναγμα να ξανασταθεί όρθιος (η οποία πιθανόν να ήταν από τα ταυροκαθάψια της Μινωϊκής Κρήτης) μας δίνουν ανάγλυφα την ιδανική εικόνα του άνδρα πρωτοχορευτή στον πηδηχτό (μαλεβιζιώτη). Αυτή η χορευτική εικόνα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την περιγραφή του άτσαλου χορευτή. Ο τονισμός αυτής της αντίθεσης δίνει μεγαλύτερη δύναμη στην εικόνα που θέλει να περάσει ο συγγραφέας στον αναγνώστη.
Μια μικρή χορευτική αναφορά μπορεί επίσης να βρει ο αναγνώστης και στο διήγημα του Ι. Κονδυλάκη «Όταν ήμουν δάσκαλος», με την εικόνα του συρτού και την ανταλλαγή μαντινάδων σε γλέντι στα Χανιά. Αυτό δείχνει και την προτίμηση των χορευτών για το συγκεκριμένο χορό σε εκείνο το μέρος της Κρήτης.
*Ο κ. Αγησίλαος Κ.Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός-πολιτισμολόγος
*Στη φωτογραφία από το αρχείο του Μανώλη Σπανάκη, πιθανότατα λυράρης είναι ο Μανώλης Λασηθιωτάκης ή ο Δημήτρης Μυλωνάκης(Ταγαρούλης).