Ο μπάρμπα Νικήτας ο λοστρόμος


Ο Νικήτας ο Καραγιάννης εξήντα χρονών πια, σκέφτηκε να καταθέσει τα χαρτιά του για σύνταξη.
-Βαρέθηκα πια, καπετάν Μιχάλη. Να κάτσω κι εγώ στο νησί μου, τη Σύμη, να δω λίγο τα εγγόνια μου που δεν τα γνωρίζω ακόμα και να φτιάξω την «Πεισματάρα» μου, να βγάζω κανένα ψαράκι. «Πεισματάρα» ήταν η ψαρόβαρκα και την έβγαλε έτσι, γιατί πάντοτε αρμένιζε πεισματικά του καιρού, λες και η βάρκα αποφάσιζε πότε θα βγει για ψάρεμα και όχι ο ίδιος.
-Τα ίδια μου έλεγες μπάρμπα Νικήτα πριν από δύο χρόνια που ξεμπαρκάραμε μαζί, αλλά δεν πρόλαβε να στεγνώσει ο πισινός σου και ξανάφυγες. Σου εύχομαι να κάτσεις αυτή τη φορά, αλλά πολύ αμφιβάλλω, γιατί σας ξέρω καλά εσάς τους Καραγιάννηδες.
Πέντε πρώτα ξαδέλφια ήταν οι Καραγιάννηδες από τη Σύμη και οι πέντε λοστρόμοι στα καράβια του Καρρά. Δούλεψα προσωπικά με τους τρείς. Τον Μιχαλά, τον Μιχαλάκη, και το Νικήτα. Ναυτικοί με τα όλα τους. Ο Καπετάνιος που είχε λοστρόμο Καραγιάννη, είχε ήσυχο το κεφάλι του. Ο Μιχαλάς ήταν ένας τεράστιος άνθρωπος. Ψηλός, χοντρός, λιγομίλητος. Είχε υπερβολική μυϊκή δύναμη. Μόνος του χωρίς παλάγκα μετακινούσε τα μπίμια* των αμπαριών και όταν έσφιγγε με τα χέρια του γκάιδες* ή αμερικάνες* δεν λασκάριζαν ποτέ. Οι χούφτες των χεριών του ήταν σαν φτυάρια. Τα πρωινά δεν έτρωγε στην τραπεζαρία το πρωινό του, αλλά πήγαινε στην κουζίνα, άνοιγε την σαν φτυάρι την παλάμη του χεριού του και ο μάγειρας του έβαζε πάνω πέντε αυγά τηγανητά, αδιαφορώντας για το κάψιμο από το λάδι. Με το άλλο χέρι έπαιρνε μια ολόκληρη φρατζόλα ψωμί, και πήγαινε πάνω στον μουσαμά του Νο 4 του αμπαριού και τα ’τρωγε. Οι ναύτες τον έτρεμαν, δεν τολμούσε κανείς να του αντιμιλήσει, αλλά του είχαν και μεγάλο σεβασμό, γιατί στα δύσκολα πάντα αυτός έτρεχε πρώτος.
Ο εξάδελφός του ο Μιχαλάκης, ήταν το άκρως αντίθετο. Μικρόσωμος, αδύνατος, δεν τον έπιανε το μάτι σου. Ήταν όμως σβέλτος, πανταχού παρών, και άριστος γνώστης της ναυτικής τέχνης. Η γάσσα* που έφτιαχνε ο Μιχαλάκης ήταν τέλεια, και ο κόμπος που έδενε, δεν έλυνε ποτέ. Οι ναύτες τον αγαπούσαν, γιατί, πάντοτε τους παρότρυνε με καλαμπούρια για τη δουλειά τους. Και όταν τους έκανε κάποια παρατήρηση πάνω στη δουλειά, ήξεραν ότι είχε πάντα δίκιο και φρόντιζαν να διορθωθούν.
Ο Νικήτας ήταν κάτι ανάμεσα στους δύο Μιχάληδες. Τη ναυτική τέχνη την γνώριζε καλά και την είχε μάθει από πάππου προς πάππου. Ο πατέρας του ναυτικός, αλλά και τα παιδιά του. Ο μεγάλος γιός υποπλοίαρχος πια και ο μικρότερος ανθυποπλοίαρχος. Το μεγάλο όνειρο κάθε παλιού ναυτικού, είναι να δει τα παιδιά του σε γέφυρα μεγάλου καραβιού και ο Νικήτας το αξιώθηκε. Κάποτε που ήταν λοστρόμος στο «ΑRGO-BEEM» πήγε ο γιός του μέσα ανθυποπλοίαρχος. Την ίδια ημέρα ο πατέρας Νικήτας ξεμπαρκάρισε, εφαρμόζοντας τον άγραφο νόμο της θάλασσας, που δεν επιτρέπει να συνυπηρετούν ταυτόχρονα στο ίδιο πλοίο πατέρας και γιός.
Μόλις τηλεφώνησαν στο Νικήτα από το ναυτιλιακό γραφείο ότι θέλουν λοστρόμο για βαπόρι φορτηγό, τζενερελάδικο και είναι μέσα υποπλοίαρχος ο καπτάν Μιχάλης, ξέχασε τα χαρτιά που θα κατέθετε για σύνταξη, ξέχασε τα εγγόνια και την βάρκα του την «Πεισματάρα».
- Γυναίκα, ένα ταξίδι ακόμα. Λόγω τιμής το τελευταίο. Να «μεθάει» η θάλασσα αν δεν είναι τελευταίο. Η γυναίκα το άκουγε σα να έλεγε «να με φάει η θάλασσα».
-Για όνομα του Θεού, Νικήτα μου. Πάρε την κουβέντα σου πίσω. Άκου να σε φάει η θάλασσα. Και ένα και δυο ταξίδια Νικήτα μου. Η θάλασσα όμως δεν θα σε φάει, γιατί εγώ τα έχω καλά και με τον Άη Νικόλα και με την Παναγιά. Γνώριζε καλά η γυναίκα, ότι ο άνδρας της δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς καράβι. Νικήτας και καράβι, ένα και το αυτό. Ήλθε λοιπόν ο Νικήτας στο Αμβούργο, με τη μουσαμαδένια βαλίτσα στο χέρι. Την είχε φτιάξει μόνος του, με καραβόπανο, οργιά και βαρλαμάνα*. Άρχισε αμέσως την επιθεώρηση στη κουβέρτα. Αυτή η παστέκα θέλει γρασάρισμα, αυτό το σχοινί είναι φθαρμένο και να το αλλάξεις αμέσως, τα σύρματα, τους ρονάρηδες*, τα ρεφόρτσα*, σε όλο γενικά τον εξαρτισμό έλεγχος, και επισκευή ή αντικατάσταση όπου έπρεπε. Κάναμε τα δύο επόμενα ταξίδια χωρίς κανένα απρόοπτο. Όποιος έχει λοστρόμο Καραγιάννη, έχει και το κεφάλι του ήσυχο.
Μεγάλο Σάββατο φορτώναμε στο Αμβούργο για Αφρική. Την επομένη, ανήμερα του Πάσχα, αργούσαν οι πάντες και τα πάντα. Αποφάσισε ο Πλοίαρχος να εορτάσομε τούτο το Πάσχα, μια και το προηγούμενο ταξιδεύαμε μεσοπέλαγα. Θα φτιάχναμε μαγειρίτσα, αυγοκούλουρα, κόκκινα αυγά και, εκτός από όλα αυτά, θα σουβλίζαμε και δύο αρνιά. Έκοψαν οι μηχανικοί δυο βαρέλια και τα έκαναν ψησταριά, ο Νικήτας θα τα έδενε στις σούβλες, και οι ναύτες με τους μαγεροκαμαρότους όλα τα υπόλοιπα. Ο Πλοίαρχος είχε καλέσει και τον Έλληνα προξενικό Λιμενάρχη να έλθει να εορτάσει μαζί μας. Σημαιοστόλισαν οι ανθυποπλοίαρχοι το καράβι, όλοι μας καλοντυμένοι και χαρούμενοι που κάναμε επιτέλους Πάσχα σε λιμάνι. Ανταλλάξαμε ευχές, «Χριστός Ανέστη», «Αληθώς Ανέστη» και του χρόνου σπίτια μας παιδιά! Κατά τις 11.00 βγήκαν οι πρώτοι μεζέδες κι άρχισε το φαγοπότι. Κρασί και μπύρες ελεύθερα κι από ένα μπουκάλι ουίσκι στον κάθε ένα, πασχαλινό δώρο του Πλοιάρχου. Το μαγνητόφωνο με τα νησιώτικα στη διαπασών. Σε λίγο ήλθε και ο λιμενάρχης με τη γυναίκα του, και το μεσημέρι το Πασχαλινό μας γλέντι έφθασε στο αποκορύφωμα. Φαίνεται ότι αυτό δεν άρεσε στο τούρκικο πλήρωμα, που το καράβι τους ήταν δεμένο στην απέναντι προβλήτα της λιμενολεκάνης. Τα δύο καράβια τα χώριζε μια λωρίδα θάλασσας 300 μέτρων και εύκολα βλέπαμε οι μεν τους δε. Κατέβασαν μια σκαλωσιά στον ναϊνά* της πρύμνης και δύο ναύτες βαροκοπούσαν και ματσακονίζανε τη σκουριά που ’χε πιάσει κατά την διάρκεια του ταξιδιού, το όνομα και το νηολόγιο. Μαύρο το πλοίο, άσπρο το όνομα, το διαβάζαμε καθαρά. «Καpudan Passas» Intasmboul.
-Kύριε λιμενάρχη, δεν μου αρέσει που βγήκαν οι Τούρκοι Πασχαλιάτικα και ματσακονίζουν.
Φώς φανάρι ότι το κάνουν για να μας χαλάσουν το γλέντι. Πρέπει να σεβαστούν την εορτή μας και όχι να μας προκαλούν.
-Κι εμένα δεν μου αρέσει λοστρόμε, αλλά δεν μπορούμε εμείς να τους πούμε πότε και πώς θα βάψουν το πλοίο τους. Είναι δικαίωμά τους.
Ο μισομεθυσμένος μαρκόνης πετιέται όρθιος και λέει:
- Σκεφτείτε αυτό το πλοίο να το λέγανε Αγία Σοφία, νηολόγιο Κωνσταντινούπολη. Τι ήτανε να το πει. «Ζήτω η Αγία Σοφία», «Ζήτω η Κωνσταντινούπολη»... Να πιούμε άλλη μια για την Αγία Σοφία, να πιούμε και για την Κωνσταντινούπολη, κάπου βρέθηκε και η κασέτα με το τραγούδι «Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα, να ’τανε το είκοσι ένα» και άρχισε το χασάπικο. Δεν άργησε η χριστιανική μας εορτή να μετατραπεί σε εθνική έξαρση. Σημειωτέον ότι ήτανε Πάσχα του 1975 και τα γεγονότα της Κύπρου ήταν πολύ νωπά. Η νύχτα μας βρήκε να γλεντάμε ακόμα. Κάποια στιγμή έφυγε ο λιμενάρχης με τη γυναίκα του, αποσύρθηκε ο Πλοίαρχος στη καμπίνα του και αφού ευχήθηκα άλλη μια φορά, έφυγα κι εγώ. Το πρωί θα είχαμε φόρτωση. Την νύχτα το γλέντι μεταφέρθηκε μέσα στο σαλόνι, άκουγα τις φωνές και τα τραγούδια, μέχρι που αποκοιμήθηκα.
To πρωί όλοι στα πόστα τους. Άρχισε κανονικά η φόρτωση. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να κοιτάξω κατά το τούρκικο καράβι. Κάποια στιγμή καταφθάνουν δύο αυτοκίνητα του γερμανικού Λιμεναρχείου και κατεβαίνουν ο Έλληνας Λιμενάρχης που την παραμονή διασκέδαζε μαζί μας, δύο Γερμανοί αξιωματούχοι και ένας τέταρτος που όπως μάθαμε μετά ήταν ο Τούρκος Πρόξενος του Αμβούργου. Ανέβηκαν βιαστικά στο γραφείο του Πλοιάρχου και σε λίγο διατάσσεται γενική κλήση πληρώματος. Αφού μαζευτήκαμε όλοι στο σαλόνι, μας λέει ο Πλοίαρχος:
-Μας κατηγορούν ότι κατά την χθεσινή νύχτα, μετά τα μεσάνυκτα, κάποιοι από εσάς πήγαν με βάρκα στο απέναντι τουρκικό πλοίο, έσβησαν με μαύρη μπογιά το όνομα του πλοίου και προσπάθησαν με άσπρη μπογιά να γράψουν άλλο όνομα. Υποστηρίζω ότι δεν μπορεί να είναι κανείς από εσάς. Εάν όμως πράγματι το κάνατε εν αγνοία μου, να βγουν μπροστά αυτοί που το έκαναν να το πουν, και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
-Όχι δεν το κάναμε εμείς. Δεν κατεβάσαμε καμιά βάρκα και μπορείτε να το διαπιστώσετε από τα συρματόσχοινα των λέμβων. Αυτή ήταν η στερεότυπη απάντηση όλων, γιατί ερωτήθηκαν προσωπικά ένας- ένας. Μετά την πεισματική άρνηση του πληρώματος, ο Λιμενάρχης, οι Γερμανοί και ο Τούρκος έκαναν μια μικρή επιθεώρηση των σωσίβιων λέμβων στο κατάστρωμα, είδαν τα αχρησιμοποίητα συρματόσχοινα και έφυγαν βιαστικά για άλλο ελληνικό καράβι.
Εγώ όμως που γνώριζα καλά τι θα πει Νικήτας Καραγιάννης, είχα τις αμφιβολίες μου. Και δικαιώθηκα, διότι με το που κατέβηκαν οι Γερμανοί με τον Τούρκο τη σκάλα του πλοίου, πήρε το μάτι μου τον Μαρκόνι να κάνει κάποια γκριμάτσα στο Νικήτα και να του σφίγγει με τρόπο το χέρι. Είδα και στο μπογιατζίδικο του Λοστρόμου δύο ρολά φρεσκοπλυμένα με πετρέλαιο. Οι αθεόφοβοι είχαν κατεβάσει τον Πάκτονα και με ένα αυτοσχέδιο κουπί πέρασαν απέναντι στο τούρκικο πλοίο, χωρίς να τους πάρει κανένας χαμπάρι μέσα στο σκοτάδι. Σκέπασαν με μαύρη μπογιά το τούρκικο όνομα του πλοίου και το νηολόγιο και έγραψαν με άσπρη μπογιά «Αγία Σοφία». Πάκτονας είναι μια πολύ μικρή σχεδία κατασκευασμένη από δύο βαρέλια και δύο μαδέρια και χρησιμοποιείται για το βάψιμο της πλευράς του πλοίου που είναι προς τη θάλασσα…
▪Γκάης = Σχοινί με δύο τροχαλίες για την ματακίνηση του φορτωτήρα δεξιά - αριστερά.
▪Μπίμνια = Σιδερένια κινητά στηρίγματα για τις ξύλινες μπουκαπόρτες.
▪Ρόναρης = Το συρματόσχοινο που σηκώνει το φορτίο.
▪Ρεφόρτο = Συρματόσχοινο χοντρό που συγκρατεί σταθερό τον φορτωτήρα.
▪Ναϊνάς = Η εξωτερική καμπύλη της πρύμνης που συνήθως είναι γραμμένα το όνομα και το νηολόγιο του Πλοίου.
▪Αμερικάνα= Σχοινί με τροχαλίες που κανονίζει την απόσταση των δύο φορτωτήρων.
▪Γάσσα = Θηλιά φτιαγμένη με το χέρι στην άκρη συρματόσχοινου.
*Ο Μιχάλης Καρπαθάκης είναι τ. Πλοίαρχος Ε. Ν.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην "Ηχώ της Βιάννου" και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο "Ιστορίες της Αλμύρας"