Ο Mαστρογιάννης και τα περιστέρια του


Είχε τελειώσει η φόρτωση του σιταριού από κάποιο τεράστιο σιλό της Νέας Ορλεάνης, και όλο το πλήρωμα δούλευε το σπατσαμέντο, δηλαδή προετοιμασία του πλοίου για μακρινό ταξίδι στον Ωκεανό.
Ο Μαστρογιάνης ο τρίτος μηχανικός, μόλις είχε τελειώσει την βάρδια του στο μηχανοστάσιο, και πετάχτηκε έξω σε κάποια κοντινή καντίνα του λιμανιού, να ταχυδρομήσει το γράμμα στη γυναίκα του. Γυρνώντας στο πλοίο, λίγα μέτρα πριν από την σκάλα του καραβιού, είδε δύο μικρά περιστεράκια χωρίς φτερά, που προφανώς μόλις είχαν πέσει από την φωλιά τους, και μια γάτα να τους κάνει επίθεση. Έτρεξε ο άνθρωπος να την διώξει , αλλά η γάτα πρόλαβε και άρπαξε το ένα. Ο Μαστρογιάννης το άλλο. Λυπημένος που δεν πρόλαβε να τα σώσει και τα δυο, ανέβηκε τη σκάλα του πλοίου κρατώντας το μικρό περιστεράκι με στοργή στα χέρια του. Ο Μαστρογιάννης είναι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ. Ψηλός, χοντρός, σωματώδης, άριστες σχέσεις με όλο το πλήρωμα, και γενικότερα με όλους τους ανθρώπους.
Έχει ψυχούλα μικρού παιδιού, και πολλές φορές τον βλέπαμε να δακρύζει για κάτι κακό που άκουσε, και να ζητά συγνώμη για πράγματα ασήμαντα που έκανε η δεν έκανε. Είναι άριστος στη δουλειά του, με δίπλωμα πρακτικού μηχανικού. Άρχισε σαν καθαριστής μηχανής, έγινε θερμαστής, λαδάς, αργότερα μηχανοδηγός ντουκουμάνης*, (αρχηγός κατωτέρου πληρώματος μηχανοστασίου) και τώρα τα τελευταία χρόνια πριν την σύνταξη τον ναυτολογούν σαν τρίτο μηχανικό, λόγω καλής διαγωγής, πολυετούς εμπειρίας, και κυρίως λόγω του αδαμάντινου χαραχτήρα του. Ο πατέρας του, ναυτικός κι’ αυτός, πέθανε νωρίς, και του άφησε μοναδική κληρονομιά μια ανήμπορη μάνα, και τρείς μικρότερες αδελφές. Μη έχοντας άλλη επιλογή μπαρκάρισε στα καράβια, δούλεψε τίμια, σωστά, και όπως λέει και ο ίδιος, «η ευλογημένη θάλασσα» τον αντάμειψε πλούσια και γενναιόδωρα.
Πάντρεψε και προίκισε και τις τρείς αδελφές, και στην κάθε μία αγόρασε από ένα τριάρι διαμέρισμα στην Κυψέλη. Πιστός στον όρκο του, ο ίδιος παντρεύτηκε μόνο μετά που εξόφλησε και το τελευταίο γραμμάτιο για το διαμέρισμα της μικρότερης αδελφής. Είχε πατήσει σχεδόν τα πενήντα. Παιδιά δεν αξιώθηκε να κάνει -πού να περισσέψει χρόνος και χρήμα για να πάει στο γιατρό- γι’ αυτό είχε σαν παιδιά του τα ανίψια του, και όλου του κόσμου τα παιδιά. Μπήκε λοιπόν ο Μαστρογιάνης στο πλοίο, πήγε αμέσως στην κουζίνα, κοπάνισε λίγο σιτάρι, και άρχισε να ταΐζει το μικρό περιστεράκι του. Τελικά για να το ταΐσει, έβαζε το φαγητό πρώτα στο δικό του στόμα, το πολτοποιούσε, και μετά άνοιγε το ράμφος του περιστεριού και του έβαζε μέσα την τροφή. Ξεκινήσαμε με το καλό για Ινδίες. Θα μας πάρει πρώτα ο Θεός σαράντα ημέρες για να φθάσομε στο Μαντράς, μια και η διώρυγα του Σουέζ είναι κλειστή. Θα κάνουμε τον γύρο της Αφρικής από το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος. Την επομένη ημέρα βγήκαμε στον Ατλαντικό, και άρχισε το μεγάλο μας ταξίδι.
Ο Μαστρογιάνης είχε το περιστεράκι πάντα μαζί του. Καλός μάστορας όπως ήτανε, έφτιαξε αμέσως φωλιά κλουβί, και κάθε τόσο το τάιζε και το πότιζε με τον ίδιο πάντα τρόπο. Περάσαμε όλη την Καραϊβική Θάλασσα, το Τρίγωνο του Διαβόλου, και το πλοίο μας, η «Σάντα Άννα», με νοτιοανατολικές πορείες στόχευε το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος, στο νοτιότερο άκρο της Αφρικής. Καθημερινά την ώρα του καφέ από τις 10.00 μέχρι τις 10.20 το πρωί, και από τις 15.00 μέχρι τις 15.20 το απόγευμα, όλοι οι αξιωματικοί στο καπνιστήριο των αξιωματικών, και όλο το πλήρωμα στο αντίστοιχο του πληρώματος, για είκοσι λεπτά ξεκουράζονται, και απολαμβάνουν καφέ και αναψυκτικό, που μόλις ετοίμασαν οι καμαρότοι. Κουβέντες για τα πάντα, κουτσομπολιό, πειράγματα, χωρίς να λείπουν οι φασαρίες και οι καυγάδες.
Ο Μαστρογιάνης πάντα στην ίδια καρέκλα, με το ένα χέρι στο φλιτζάνι του καφέ, και στο άλλο με μεγάλη τρυφερότητα το περιστεράκι, να του βουτά το ράμφος του στο γεμάτο ποτήρι με τζουζ πορτοκαλάδα. Μέρα με την μέρα μεγάλωνε, άρχισε να περπατά επάνω στο τραπέζι, προσπαθούσε να πετάξει χωρίς ακόμα να τα καταφέρνει, και ο Μαστρογιάνης άρχισε να κλαίει από την χαρά του όταν κάποια μέρα το περιστεράκι με ένα πήδημα βρέθηκε στο ώμο του. Την ίδια μέρα μας ανακοίνωσε ότι το περιστέρι ήταν αρσενικό. Δεν πρόλαβε να το πει και ο φαρμακόγλωσσος ο Χιώτης ο Ηλεκτρολόγος του έβγαλε το όνομα «Μπιτσικόμης»! Στην ναυτική αργκό, «μπιτσικόμηδες» ονομάζουν τους ξέμπαρκους ναυτικούς στα διάφορα λιμάνια του εξωτερικού που ψάχνουν να βρουν καράβι να μπαρκάρουν. Για να επιβιώσουν στη ξένη χώρα κάνουν όλες τις δουλειές, καμιά φορά όχι και τόσο… καθαρές. Το «άντε ρε Μπιτσικόμη», είναι βρισιά. Διαμαρτυρήθηκε βεβαίως ο Μαστρογιάνης, αλλά το όνομα είχε δοθεί πια, κόλλησε, και σιγά – σιγά το απεδέχθησαν όλοι. Φθάσαμε στο Μαντράς, στις Ινδίες, και άρχισαν να ξεφορτώνουν το σιτάρι.
Εκατοντάδες περιστέρια στο πλοίο και στα γύρω κτήρια, λόγω της άφθονης τροφής που υπήρχε. Ο Μαστρογιάνης έθεσε τον Μπιτσικόμη υπό κράτηση, διότι φοβήθηκε μήπως κάνει φτερό, ανακατωθεί με τα άλλα περιστέρια και τον χάσει. Φρόντισε όμως και του βρήκε για συντροφιά μια κάτασπρη περιστέρα, όπως ακριβώς ήταν και ο Μπιτσικόμης μας. Δύο τώρα τα περιστέρια, ζευγάρι σωστό, αλλά μεγάλες και οι φροντίδες του Μαστρογιάνη, να τα ταΐζει, να τα καθαρίζει, να τους αλλάζει θέση, και να τα επιτηρεί. Τελείωσε η εκφόρτωση στο Μαντράς, φορτώσαμε από το ίδιο λιμάνι σιδηρομετάλλευμα για την Ιαπωνία, και αρχίσαμε το νέο μας ταξίδι με το κροσσάρισμα του Ινδικού. Τα περιστέρια είχαν μάθει πια τα κατατόπια του πλοίου, γυρνούσαν μόνα τους από δω κι’ από κει, στην γέφυρα, στο μηχανοστάσιο, στους διαδρόμους, παντού.
Τηλεφωνούσε ο Μαστρογιάνης από το μηχανοστάσιο στη γέφυρα: «Σου στέλνω τα περιστέρια στη γέφυρα να σου κάνουν λίγο παρέα», και σε λίγο νάτα στη γέφυρα και τα δύο, καμαρωτά – καμαρωτά, για να ξαναφύγουν σε λίγο για το μηχανοστάσιο. Όταν φθάσαμε στην Ιαπωνία, κάποιο πρωινό, πέταξαν και τα δυο, έφυγαν από το πλοίο, ανακατώθηκαν με τα άλλα περιστέρια του λιμανιού, και τα χάσαμε. Πανικός στο πλήρωμα! Ο Μαστρογιάνης να κλαίει απαρηγόρητος. Τα περιστεράκια μου...
Μπήκαμε στις 10.00 για καφέ στο καπνιστήριο, και σε κάποια στιγμή βλέπομε τα περιστέρια να εισβάλουν απ’ το ανοιχτό φινιστρίνι, να προσγειώνονται στους ώμους του Μαστρογιάνη, και να πίνουν χυμό από το ποτήρι του! Τώρα μπορούσαν και πετούσαν μόνα τους, έφευγαν από το πλοίο, πήγαιναν τη βόλτα τους ανακατεμένα με άλλα περιστέρια, αλλά πάντα επέστρεφαν την ώρα του καφέ, έπιναν τζούζ από το ποτήρι τους, ξανάφευγαν, και κατά τις πέντε το απόγευμα επέστρεφαν, και έμεναν στη φωλιά τους μέχρι την επομένη το πρωί. Τα περιστέρια του Μαστρογιάνη είχαν γίνει η μασκότ του πλοίου. Όλοι μας τα είχαμε αγαπήσει, τα προσέχαμε και τα ταΐζαμε. Ο λοστρόμος είχε φροντίσει και είχε γεμίσει δύο τσουβάλια σιτάρι από το φορτίο, για να έχουν άφθονη τροφή. Όταν τα καλούσες, με ένα πέταγμα ερχόταν στον ώμο σου. Ακόμα και ο πλοίαρχος ρωτούσε καθημερινά για τα περιστέρια, πότε έφυγαν, πότε γύρισαν, εάν ήλθαν να πιούν τζουζ, και όλα τα σχετικά. Μόνο ο Χιώτης ο ηλεκτρολόγος για να πειράζει τον Μαστρογιάννη, έλεγε ότι το ζευγάρι δεν θα κάνει απογόνους, γιατί ο Μπιτσικόμης δεν ήταν και τόσο πολύ… αρσενικός, ποτέ δεν τον είχαν δει επάνω στην περιστέρα, και ότι δεν μπορούσε, ή δεν είχε μάθει να ζευγαρώνει. Ο καλοκάθαγος Μαστρογιάνης δεν του έδινε σημασία, κατά βάθος όμως περίμενε κι’ αυτός το… ευτυχές γεγονός. Τώρα και έξη μήνες είχε φτιάξει ειδική φωλιά γεμάτη με πούπουλα, όπου κάθε βράδυ φώλιαζαν τα περιστέρια, και κάθε πρωί που έφευγαν, πάντοτε έριχνε μια ματιά αγωνίας, μήπως και υπήρχε κανένα αυγό. Πέρασαν ακόμα έξη μήνες, και το πλοίο είχε κάνει άλλη μια φορά τον γύρο του κόσμου. Τα περιστέρια ήταν μια χαρά, μας γνώριζαν όλους, μας έκαναν παρέα στους χώρους της δουλειάς, τα ταϊζαμε, τα ποτίζαμε, και παίζαμε μαζί τους. «Τα περιστέρια και τα μάτια σας», μας τόνιζε κάθε τόσο ο Πλοίαρχος. Ενώ το πλοίο βρισκόταν στη μέση του Ατλαντικού, κάποιο πρωινό εισβάλει κυριολεκτικά ο Μαστρογιάνης μέσα στην τραπεζαρία με δύο κάσσες μπύρες στα χέρια του: «Κερνάω όλο το πλήρωμα. Γεννητούρια. Η περιστέρα έκανε το πρώτο της αυγό»! Χειροκροτήματα και χαρές από όλους, εκτός από το Χιώτη τον ηλεκτρολόγο.
-Κλούβιο είναι το αυγό. Ο Μπιτσικόμης δεν μπορεί να καβαλικέψει την περιστέρα.
-Κλούβιο είναι το κεφάλι σου βρε χαμένε. Άντε να αλλάξεις καμιά λάμπα στους αλλουέδες (διαδρόμους), και άσε τον Μπιτσικόμη να κάνει την δουλειά του. Μέχρι να φθάσουμε στις Ινδίες θα βγουν τα μικρά περιστεράκια, και τότε θα δούμε τι άλλο θα βρεις να μας πεις. Περάσαμε με το καλό ξανά το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος, και μπήκαμε στον Ινδικό ωκεανό. Η πλώρη μας σκόπευε της Ινδίες, και κάθε 24ωρο είχαμε 360 μίλια λιγότερα για να φθάσομε στον προορισμό μας. Από νωρίς το απόγευμα ο καιρός χάλασε, έξη μποφόρ από την πλώρη με τάση ενίσχυσης. Το πλοίο συνέχιζε την πορεία του χωρίς κανένα πρόβλημα, και κάποια στιγμή τα περιστέρια πέταξαν για την απογευματινή τους βόλτα πάνω από το πλοίο. Είχαν απομακρυνθεί περίπου 150 μέτρα, όταν ξαφνικά ο αέρας δυνάμωσε πάρα πολύ, και έπιασε τα οκτώ μποφόρ! Τα περιστέρια πετούσαν προς το πλοίο αλλά ο δυνατός άνεμος δεν τα άφηνε να μας πλησιάσουν. Τα κοιτούσαμε όλοι που με μεγάλο κόπο προσπαθούσαν να φθάσουν στο πλοίο, αλλά δεν τα κατάφερναν γιατί ο αέρας δυνάμωνε συνεχώς και η απόσταση πλοίου-περιστεριών όλο και μεγάλωνε. Ο Πλοίαρχος αντιλήφτηκε την κατάσταση, είδε ότι τα περιστέρια κινδύνευαν, και έτρεξε στη γέφυρα.
«Στροφή 180 μοιρών» διέταξε τον τιμονιέρη. Όλο αριστερά το τιμόνι, και το βαρυφορτωμένο πλοίο άρχισε αμέσως να στρίβει προς τα αριστερά. Μέχρι να ολοκληρωθεί ο κύκλος στροφής, η απόσταση από τα περιστέρια είχε αυξηθεί στα 300 μέτρα, αλλά το πλοίο, έτρεχε προς τα περιστέρια, και αυτά προς το πλοίο. Προς στιγμήν πιστέψαμε ότι η στροφή που διέταξε ο Πλοίαρχος ήταν και η σωτηρία των περιστεριών. Ο Μαστρογιάνης σταμάτησε να κλαίει, και γεμάτος χαρά περίμενε από στιγμή σε στιγμή την προσγείωση των περιστεριών, αφού η απόσταση πλοίου - περιστεριών όλο και μίκραινε… Λιγότερο από πενήντα μέτρα για τη σωτηρία τους όταν ξέσπασε το μπουρίνι. Δυνατή ραγδαία βροχή. Ο πρώτος που έπεσε στην θάλασσα ήταν ο Μπιτσικόμης. Η περιστέρα ίσως είχε ακόμα την δύναμη να μείνει στον αέρα για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να φθάσει το πλοίο και να προσγειωθεί. Προτίμησε όμως να κατέβει χαμηλότερα, ίσως για να βοηθήσει τον Μπιτσικόμη της, αλλά δεν τα κατάφερε. Έπεσε και αυτή στην θάλασσα δίπλα στο ταίρι της, λίγα μέτρα από την πλώρη του πλοίου. Σε λίγα δευτερόλεπτα εξαφανίσθηκαν μέσα στα κύματα του Ωκεανού…
Μιχάλης Καρπαθάκης τ. Πλοίαρχος Ε. Ν.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην "Ηχώ της Βιάννου", τεύχος Μαρτίου 2009 και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο "Ιστορίες της Αλμύρας"