Ο Γεώργιος Μ. Δοριάκης
Το κείμενο γράφτηκε από τον αείμνηστο Ιωάννη Καρτσάκη (Δάσκαλος), εγγονό του Καπετάν Ντόργια, και δημοσιεύτηκε στις "Βιαννίτικες Ρίζες" (τ.2).
Ο Γεώργιος Δοριάκης ή «Καπετάν Ντόριας», γεννήθηκε στην Άνω Βιάννο, στη συνοικία Σωρός, δίπλα από τη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Πελαγίας, το έτος 1851.
Ήταν γιος του Μιχάλη Δοριάκη, γενικού Αρχηγού της επαρχίας, ύστερα από το θάνατο του Χατζή αναγνώστη, του οποίου ήταν πρωτοπαλίκαρο. και της Σοφίας, τέταρτης κόρης του γέρο-Πλαντζουνά.
Από μικρός ήταν τύπος ατίθασος, άτακτος και έδειχνε την τάση να βγει στο βουνό. Σαν καπετανόπουλο και εγγονός του γέρο Πλαντζουνά έτυχε επιμελημένης ανατροφής. Στην εποχή του ιδρύθηκε Δημοτικό Σχολείο στη Βιάννο, που στεγαζόταν εκεί που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης (το Σχολείο ήταν ιδιωτικό, αφού νόμιμα ήταν μόνο τα τούρκικα). Έφεραν ένα δάσκαλο από την Ιεράπετρα που ονομαζόταν Ράλης ( ο παππούς μου τον έλεγε Ράλιο) και τον πλήρωναν οι γονείς των παιδιών με είδος. Κάθε Δευτέρα πρωί το κάθε παιδί πήγαινε στο δάσκαλο μια κουλούρα ψωμί και ό,τι από τα μαγεροψήματα είχαν στο σπίτι τους, φακές, ρεβίθια, κουκιά κλπ. Ο δάσκαλος για να ευχαριστήσει τους γονείς στρίμωχνε τα παιδιά για να μάθουν περισσότερα. Τα τυραννούσε, τα έδερνε και τελικά έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού τα περισσότερα παιδιά έφευγαν από τις πρώτες μέρες λέγοντας: «Ανάθεμα στα γράμματα, Χριστέ κι απού τα θέλει». Προτιμούσαν το σκαπέτι και την έχερη.
Ο Γιώργης πάντα πρώτος στα μαθήματα μα και στις αταξίες, κατάφερε να τελειώσει το 4τάξιο δημοτικό σχολείο. Ο πατέρας του τον ήθελε μορφωμένο, τον ήθελε να ξέρει μια ξένη γλώσσα και σαν τέτοια διάλεξε τα Τούρκικα, που ήταν η πιο εύκολη και τη μιλούσαν όλες οι αρχές.
Εκείνη την εποχή στη Βιάννο λειτουργούσε τούρκικο σχολείο -το γνωστό Μεχτέπι- που πήγαιναν τα τουρκάκια. Επειδή όμως ο πατέρας του δεν τον ήθελε να έχει φιλίες με τα τουρκάκια, δεν τον πήγε στο Μεχτέπι, αλλά του βρήκε ιδιωτικό δάσκαλο. Ήταν ένας κουρέας που ήξερε την τούρκικη γλώσσα και σ' αυτόν ανάθεσε να του μάθει τα τούρκικα. Καλά τα πήγαινε ο Γιώργης με το δάσκαλό του αλλά ο διάβολος έβαλε το ποδάρι του. Μια μέρα που πήγε για μάθημα με τη φυλλάδα στο χέρι βρήκε το δάσκαλό του να ξυρίζει ένα Τούρκο πελάτη του. Ο κουρέας του είπε να περιμένει..Κάθισε σε μια γωνιά και άνοιξε το βιβλίο του κάνοντας ότι διάβαζε. Το αυτί του όμως ήταν στη συζήτηση των δυο μεγάλων. Μια στιγμή ακούει τον πελάτη να λέει στον κουρέα.:
« Εσύ θα έχεις μεγάλη πληρωμή από το Ραμπή (το θεό), γιατί αυτά τα παιδιά, όταν μάθουν τα τούρκικα, θα δουν ότι η θρησκεία μας είναι καλύτερη από τη δική τους και θα θέλουν να τουρκέψουν».
Ο Γιώργης δεν περίμενε ν’ ακούσει άλλη λέξη, παίρνει το βιβλίο του και φεύγει για το σπίτι τους. Όταν περνούσε από τη βρύση που βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η μεγάλη πέτρινη γούρνα ήταν γεμάτη νερό. Βάζει μέσα το βιβλίο και καθώς ήταν ξυπόλητος μπήκε μέσα στη γούρνα και με τα πόδια του έτριβε το βιβλίο μέχρι που το έλιωσε.. Στο μάθημα δεν πήγε άλλη φορά. Αυτά όμως τα λίγα που έμαθε, έγιναν η αιτία να τον χρησιμοποιήσουν αργότερα στα δικαστήρια ως γραμματέα.
Έτσι περνούσαν τα παιδικά χρόνια του Γιωργή, αλλά η μεγάλη του αγάπη, ως παιδί καπετάνιου, ήταν η χρήση των όπλων. Στο σπίτι τους είχαν όλα τα είδη των όπλων της εποχής εκείνης: πιστόλια, γκράδες, μαρτίνια, σασεπά κ.άλ. Όλα αυτά ο Γιωργάκης ήξερε να τα χρησιμοποιεί, να τα καθαρίζει, να τα γεμίζει και να σκοπεύει. Όταν έλειπε ο πατέρας του τα ξετρύπωνε και ασχολιούταν μαζί τους. Δεν έβλεπε την ώρα να κηρυχτεί η επανάσταση και να βγει στο βουνό και η στιγμή αυτή δεν άργησε.
Ήταν 15 χρονών όταν ξεκίνησε η επανάσταση του 1866. Από τους πρώτους που πήραν μέρος σ' αυτήν ήταν ο καπετάν Μιχάλης. Μαζί με τον Σαπουντζή, καπετάνιο της Μεσαράς. Ξεκίνησαν με το ασκέρι τους για το Μαραμπέλο, όπου θα συναντούσαν τους άλλους αρχηγούς για να δράσουν ομαδικά. Ο Γιωργής εξέφρασε αμέσως την επιθυμία να τους ακολουθήσει στο βουνό και να πάρει μέρος στον αγώνα κατά των Τούρκων, του το αρνήθηκε όμως ο πατέρας του, λόγω ηλικίας. Ο Γιώργης δεν μίλησε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Τους άφησε να φύγουν και μετά έβγαλε τον γκρα, (περίσσιο τουφέκι του πατέρα του), από τον πάτο της κασέλας, που ήταν φυλαγμένο, πήρε και το γιο του Σαπουντζή παρέα και ακολουθούσαν τους μεγάλους κρυφά, για να μην τους δουν και τους γυρίσουν πίσω.
Σαν έφτασαν στο Μέσα Λασίθι και ανηφόρισαν για τους Ποτάμους, παρουσιάστηκαν. Ο καπετάν Μιχάλης θύμωσε, αλλά δεν είχε να κάνει άλλη επιλογή. Τους κράτησε να τους κατατάξει στο δυναμικό του. Έτσι ξεκίνησε η κλέφτικη ζωή του Γιωργή.
Έμεινε με τον πατέρα του 3 χρόνια στο βουνό μέχρι που έληξε η επανάσταση κι έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες που έδωσαν με τους Τούρκους. Η πρώτη μάχη δόθηκε στις Βρύσες Μεραμβέλου. Εκεί του έκανε εντύπωση ένας νεαρός Τούρκος αξιωματικός, που ενώ όλα τα όπλα είχαν στραφεί πάνω του, κανείς δεν κατάφερε να τον πετύχει.
Σαν τέλειωσε η επανάσταση ο πατέρας του τον έβαλε μαζί με τους άλλους να παρουσιαστεί στον Τούρκο Διοικητή και να δηλώσει υποταγή. Ο ίδιος πήγε στον Άγιο Νικόλαο (Μανδράκι) για να συναντήσει το Γενικό Αρχηγό της Ανατολικής Κρήτης, τον Κόκκινη και πήρε οδηγίες. Οι οπλαρχηγοί αξίωσαν και τους επετράπη να διατηρούν στα σπίτια τους τον οπλισμό τους.
Ο Γεώργιος Δοριάκης πήρε μέρος, αργότερα και στην επανάσταση του 1878, είχε όμως την ατυχία να πεθάνει, την περίοδο αυτή ο πατέρας του που ο Γιωργής ήταν 26-27 χρονών. Ζήτησε την αρχηγία, αλλά επειδή ήταν μικρός προτίμησαν τον Σπύρο Αγαπάκη που ήταν 45 κι έτσι ο Γιωργής έμεινε υπαρχηγός (οπλαρχηγού).
Εν τω μεταξύ παντρεύτηκε τη μικρή κόρη του Σπανομανώλη, τη Βαγγελιώ, με την οποία απέκτησε 4 παιδιά, την Κατερίνα που παντρεύτηκε το Χαρίδημο, γιο του καπετάν Σπυρίδου κι έγινε παπάς στο Χόντρο, τη Μαριγώ (τη μάνα μου), το Μιχάλη και το Μανώλη.
Τον θυμάμαι στα γερατειά του να καπνίζει ναργιλέ που του τον ετοίμαζα εγώ. Με έπαιρνε στην αγκαλιά του και κοιμούμαστε. Μου έλεγε ένα σωρό ιστορίες όλο για τους πολέμους που έκαναν με τους Τούρκους. Με έμαθε το «Πάτερ ημών», το «Πιστεύω», το «Άγιος θεός» και άλλα. Στα τελευταία του έπεσε στο κρεβάτι, τα θυμόταν όμως όλα, έβλεπε, όπως νέος και διάβαζε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Πέθανε το 1937 σε ηλικία 86 ετών και τον θάψαμε στον Άγιο Ιωάννη στο Λουτράκι. Εκεί είχαμε θάψει και τη γυναίκα του που πέθανε από καρδιακό νόσημα λίγα χρόνια πριν.
Με το υπ’ αρ. 104/23 Σεπτεμβρίου 1908, Πρακτικό της Επιτροπείας προς κατάταξιν των Αγωνιστών του Νομού Λασιθίου, του χορηγήθηκε σύνταξη που την έπαιρνε μέχρι το θάνατό του και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.
Στο διαδίκτυο το κείμενο δημοσίευτηκε από τον αείμνηστο Γιώργο Κονδυλάκη