Ο Γέρος - Του Κωστή Φραγκούλη

Οντέ γεράσει ο άθρωπος, καλλιά ντου να ποθαίνει,
Παρά να ζη, να τήκεται, απ’ όλους ξεχαημένος.
Περνούν οι μέρες του άπραγες και στέρφος ο καιρός του,
Κι ύπνος γλυκύς δεν του κολλά τη νύχτα στην πεζούλα,
ν’ αναθιβάνει τα παλιά, να φέρνει με το νου ντου
τσι περασμένες του χαρές , τση νιότης τα τσαλίμια,
τσι κόρες που λογόστεσε, τσ’ αγάπες όπ’ αρνήστη,
και προξενιές που γύρισε- μετανοιωμούς που τσ’ έχει!
Άχι, πως επεράσανε και φύγανε τα χρόνια!
Τάξε πως ήτονε όνειρο, π’ οντέ ξυπνάς το χάνεις
Και δε χορταίνεις να το λες και να το ποδηγάσαι.
Δεν ήτονε άλλος άξος του στα κοντοχώρια να ‘χει
τη λεβεντιά, τσι χάρες του, τσ΄αντρειάς του τον αέρα
και δέτε πως επόδωκε: τω κοπελιώ περγέλιο,
κι ο κακουρές τω χωριανώ – ψεύτης απού ‘ναι ο κόσμος!
Οι γ-εδικοί του γούζουνται, οι ξένοι δεν του στρέφουν,
Και τονε τρώει η μοναξά, του γέρου το σαράκι,
Και κάθεται στην παραστιά , να μύσει, να παλεύγει
Τση νιότης του τσ’ αφανταξές ν΄ανεχεντρώνει ο νους του,
Να γραίνουνται τα μάτια του, να λουκτουκιά η καρδιά ντου,
Καθώς γροικά στη γειτονιά τση λύρας τα μαϊδια,
Τση νιότης του το νττάραχο αψύ στα καντιρίμια.
Κι ανέ προβάλλει, ίντα δα πουν οι νιοι για όνομή του;
Εκουζουλάθη ο γεροντής κι εχάσε ντα αλαβάρι……
Και κάθεται και τήγεται κι αποζητά το Χάρο.
Κωστής Φραγκούλης - Από τη συλλογή: «Τα Δίφορα»
Φωτογραφία: Λευτέρης Σπανάκης