Ο γέρος και η «γρα»
Μια βολά κι ένα γ-καιρό ήτονε μια γρα κι ένας γέρος κι είχανε μια σκια κι ένα σπίτι.
Ήρθενε καιρός που ετσακωστήκανε κι εξεχωριστήκανε. Ε μοιράσανε και τα σουλούχια ντως. Ήτυχε στο μοιράσι τση γρας το σπίτι και του γέρου η σκια. Άμα εξεχωριστήκανε ήτονε Άγουστος. Η σκια ήτονε φορτωμένη σύκα. Ο γέρος εκάουντανε απάνω στη σκια και ήτρωε σύκα. Η κακομοίρα η γρα, κάθα μέρα επήγαινε κι επαρακάλιενε το γέρο:
- «Γέρο, ε γέρο, δώσε μου κι εμένα ένα συκαλάκι!!!».
- «Φάε του κώλου μου το σκατουλάκι».
Επέρασε όλο το καλοκαίρι, το ’ψιμοκαλόκαιρο κι ένα σύκο ’εν ήδωκε ο γέρος τση γρας.
Ήρθενε όμως ο χειμώνας με κρυγιώτες και βροχές κι ο γέρος ετουρτούριζε. Μια και δυο πάει και κουρκουνά τη μ-πόρτα τση γρας.
- «Άνοιξε μου γρα μου – γρα μου α μπω μέσα γιατί ’μια ολόγρος και τρέμω ωσά ν-το κουλούκι απού το κρύος».
- «’Ε σ’ ανοίγω, όλο το καλοκαίρι ’ε μου ’δωκες ένα σύκο α γλυκάνω το στόμα μου. Α πας α κάτσεις από κάτω απού τη σκια».
- «Άνοιξε μου γρα μου – γρα μου α βάλω μπάρε σκιας το μ-πόδα μου!!!».
- «’Ε σ’ ανοίγω».
Απού τα πολλά του ’νοίγει και βάνει τον ένα μ-πόδα. Η γρα ήμπωθε αοπίσω τη μ-πόρτα.
-« Άνοιξε μου γρα μου – γρα μου α βάλω και τη μια μου χέρα!!!».
Η κακομοίρα η γρα που ’τονε πονόψυχη, τονε ’φήνει και βάνει και τη μια ν-του χέρα. Ο γέρος όμως που ’τονε του διαόλου κάλτσα και αδύνατος, παίζει μια με τον ώμο ντου, ’νοίγει τη μ-πόρτα και μπαίνει μέσα. Πιάνει μια βέργα και δίδει ένα-δυο βεργές τση γρας και τη βγάνει όξω. Που α πάει η καημέχαρη η γρα, μέσα στη βροχή και το κρύος;
Μια γ-κοπανιά θωρεί φωθιές σ’ ένα βουνό και λέει συντινούς τσης:
- «Α πάρω θέλω α πάω, εκέ που ’ναι οι φωθιές α δω είντα αθρώποι κατοικούνε».
Παίρνει το βεργαλάκι τζης σιγά-σιγά και βγαίνει στον τόπο που ’τονε οι φωθιές. Θωρεί μια μάντρα και τσι βοσκούς που κάουντανε κι επυρώνουντανε.
- «Είντα γυρεύγεις επαδά θεια;» , τση λέει ένας βοσκός.
- «Είντα α σας ε πω, μωρέ κοπέλια, επόβγαλε με ο γέρος μου και ’εν έχω που τη γ-κεφαλή μου κλείνω. Άμα θέτε, α με κονέψετε επαέ, α σας ε παρασύρνω, α σας ε μαγερεύγω, α σας ε πλύνω τα χρειασίδια, α σας εξελαλώ και καθ’ αργά α ’ρμετε. Ότι περνά απού τη χέρα μου α σας εκάνω».
- «Αφού ’ναι ετσά θεια, α κάτσεις».
Επέρασενε κάμποσος καιρός κι ενεστορήθηκε η γρα το γέρο. Μια ν-ημέρα που λείπανε οι βοσκοί, παίρνει χωστά-χωστά ένα γ-κομμάτι αθότυρο, μαλάκα κι ένα γ-κατσοχοίρι και πάει στου γέρο. *Θωρεί τη μ-πόρτα σφαλιχτή. Βγαίνει απού τον ανήφορα και ξανοίγει κι είντα α δει: Ο γέρος είχενε ζεμένο ένα γ-κάτη κι ένα μ-ποντικό κ’ ήκανε χωράφι στον αθό.
- «Ε το γ-κακομοίρη και ολότελα τα ’χει χαημένα. Εκέ ξάνοιξε είντα κάνει». Ήλεγε και ξανάλεγε η γρα.
Φωνιάζει του η γρα, απού τον ανήφορα:
- «Γιαε ’μενα γέρο!!!». Και του κάνει ζήλεια τα τυργιά.
-« Ρίξε μου κι εμένα ένα γ-κομμάτι!!!».
Ρίχτει του ένα γ-κομμάτι αθότυρο και του το τρωεί ο κάτης.
Ρίχτει του τη μαλάκα και του την τρώει ο μ-ποντικός. Ρίχτει του το κατσοχοίρι και πέφτει στον άθο.
-«Κατέβα γρα μου κι εγώ α σ’ ανοίξω, α μπεις μέσα στο σπίτι μας».
Κατεβαίνει η γρα, μπαίνει στο σπίτι και θωρεί το γέρο να ’χει τα κακά ντου χάλια. Δίδει του μια ολιά τυρί, τρώει το και γλυκαίνεται.
- «Που ’σουνε γρα; Που ’βρηκες το τυρί;».
- «Αφού με ’πόβγαλες επήα στ’ αόρη και κάνω μπασοδούλια στσι βοσκούς και μου δίδουνε μπάρεμου ένα γ-κομμάτι τυρί και το τρώγω».
- «’Ε με παίρνεις κι εμένα α τρώγω κι εγώ τυρί, α πίνω και χουμά α καθαρίζουνε τ’ άντερά μου;».
- «Α σε πάρω κακομοίρη».
Παίρνουνε το στρατουλάκι και βγαίνουνε στη μάντρα. Απ’ όξω απού τη μάντρα ήτονε ένα μεγάλο μ-πιθάρι.
- «Επαέ γέρο δα μπεις α χωστείς, α μη σε δούνε οι βοσκοί αργά που δα ’ρθούνε. Μόνο α κάεσαι ήσυχα, α μη γ-κλάσεις την ώρα που δα ’ρθούνε α φέρουνε το κουράδι, γιατί α ’γριέψουνε και α φύγουνε τα οζά».
- «Ε καλά γρα».
Μπαίνει στη μάντρα η γρα, μαγειρεύγει, καταστένει, πάει του γέρο φαί, τρώει κι ύστερα σκεπάζει το πιθάρι μ’ ένα μποξά.
Ωστόσο γροικά τα κουδούνια και καταλαβαίνει πως έρχουνται. Πάει τσι σιγλές, παίρνουν τσις οι βοσκοί, αρχινούνε να ’ρμενε κι αυτή εξελάλιενε. Μια γ-κοπανιά αρχινά ο γέρος τσι κλανιές, σπα το πιθάρι, γροικούνε το χτύπο τα οζά, φεύγουνε απού τη μάντρα.
- «Μωρέ είντα γέροι διαόλοι ήρθανε επαέ και μας εκάμανε το χιλιοζήμι;».
Ξανοίγουνε από παέ, ξανοίγουνε από κε και μια γ-κοπανιά θωρούνε το γέρο α ξεκουρκουβίζει απού το σπασμένο πιθάρι.
- «Είντα γυρεύγεις μωρέ επαδά;».
Ωστόσο ήρθενε κι η γρα που ’τρεμε απου το φόβο τζης.
- «Ο γέρος μου ’ναι! Εγώ τον ήφερα!».
- «Α πάρετε α πηαίνεται και α μη γ-ξαναπατήσετε τα πόδια σας επαέ».
Ήπηρε ο γέρος τη γρα κι εγιαγύρανε στο σπίτι ντως κι εκάμανε την αμπελική ντως αγαπημένοι.
Αφήγηση:Κων/νος Μελισσουργάκης. Ετών 56 (1975)
* Από το σημείο αυτό μέχρι το τέλος συνάντησα και μια άλλη παραλλαγή:
Νεδιάζει η γρα απ’ τον ανηφορά και θωρεί το γέρο α κάεται στη φωθιά. Στον ένα μ-πυρόμαχο εκάουντανε ένας πετεινός και στον άλλο ένας σκύλος.
- «Γιάε μένα γέρο!!!».
Ξανοίγει ο γέρος και θωρεί τη γρα που βάστανε το τυρί.
- «Πέταξέ μου κι εμένα ένα γ-κομμάτι!!!».
Ρίχτει του ένα γ-κομμάτι και το τρώει ο σκύλος, Πιάνει ο γέρος και σκοτώνει το σκύλο. Ξαναρίχτει ένα γ-κομμάτι και το τρώει ο πετεινός. Πιάνει και σκοτώνει το μ-πετεινό. Σε μια γ-κουφάλα ήτονε χωσμένος ένας μ-ποντικός. Αυτός ’εν ήβγαινε γιατί εφοβούντανε το σκύλο και το μ-πετεινό μα απήτιμως τσι σκότωσε ο γέρος, ήπηρε θάρρος. Άμα ’ριξε η γρα το τυρί, βγαίνει, τρώει το κι ύστερα γλακά και μπαίνει στη γ-κουφάλα.
Ξαναρίχτει τυρί η γρα, ξαναβγαίνει ο μ-ποντικός. Προκάνει όμως ο γέρος και βάλει τσι χαχάλες του και φράσσει τη γ-κουφάλα. Δίδει του γερά-ερά μια μ-πατουχιά και τονε ξετσιλαρώνει.
Πετά του ύστερα η γρα ένα γ-κομμάτι τυρί και το τρώει.
- «Μμμ! Καλό ’ναι μωρή γρα, κατέβα απού το δώμα κι εγώ α σου ανοίξω τη μ-πόρτα α μπεις».
Κατεβαίνει η γρα, ανοίγει ο γέρος, αγκαλιάζει τηνε και εζήσανε ύστερα καλά κι εμείς πλια καλά.
Αφήγηση: Γεώργιος Καμπάκης , Ετών 50 (1980)
*Από το βιβλίο της συνδημότισσάς μας λαογράφου-συγγραφέως κ. Μαριάνθης Μελισσουργάκη-Αρφαρά «Λαϊκά παραμύθια της Κρήτης»