Ο άνθρωπος που κουβαλούσε μέσα του όλη τη μουσική παράδοση της Κρήτης


Απαγορεύονται οι εισαγωγικές- αποχαιρετιστήριες αναφορές για τον Μανώλη Βουργάκη.
Τον έχω ικανό να αρχίσει τα μπινελίκια και τους σαρκασμούς!
Εκείνο το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης 14 Απριλίου 2022, καταχωρίστηκε για πάντα στο σκληρό δίσκο της διαρκούς μνήμης…
Ήταν η μέρα και η ώρα που μια μεγάλη καρδιά σταμάτησε για πάντα να χτυπά!
Ήταν η καρδιά ενός ξεχωριστού-αγαπημένου φίλου, του Μανώλη Βουργάκη, που έκαμε δυο τις Μεγαλοβδομάδες μας…
Σταμάτησε να χτυπά η καρδιά ενός υπερβατικού ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που, ήταν μια πάμπλουτη-διαρκής τράπεζα που στα πουγκιά της ήταν αποθηκευμένη η καλοσύνη και η λεβεντιά, χάρες και αρετές χορηγούσε άπλετα και άτοκα!
Σταμάτησε να χτυπά η καρδιά ενός ανθρώπου που αγάπησε παράφορα τη ζωή κι ας ήταν πανάκριβο το εισιτήριο που της πλήρωσε…
Σταμάτησε να χτυπά η καρδιά ενός ανθρώπου ταυτόσημου με τη ντομπροσύνη και την ειλικρίνεια, ενός ανθρώπου που χωρίς κανένα δισταγμό έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων του πρωτόκολλα και καθωσπρεπισμούς.
Ενός ανθρώπου που είχε καθαρό ζάλο, καθαρή περπατησιά, και το αποτύπωμα της περπατησιάς του φαίνονταν ευδιάκριτα πάνω στις στράτες της ζωής.
Ενός ανθρώπου που ενώ ήταν πρωτοπόρος δεν το κραύγαζε, δεν κομπορρημονούσε, γιατί και η σεμνότητα ήταν μέρος του όλου του.
Ενός ανθρώπου, με αρτεσιανές αξίες που τις δώριζε απλόχερα σε όλους όσοι είχαμε την τύχη να θεωρούμαστε φίλοι του.
Την περασμένη Πέμπτη θα την θυμάμαι πάντα γιατί σταμάτησε να χτυπά η καρδιά ενός αγαπημένου φίλου που ξεχείλιζε τρυφερότητα και δεν ντρεπόταν να την δωρίσει στους ανθρώπους. Ταυτόχρονα όμως, είχε την αρετή να εκφράζεται με απόλυτη ειλικρίνεια, που χωρίς περιστροφές και πρέπει παροχέτευε το θυμό και την οργή του στο άδικο, στην κακογουστιά και στη βαρβαρότητα.
Ενός ανθρώπου που κουβαλούσε μέσα στην καρδιά του όλη τη μουσική παράδοση της Κρήτης! Αυτός ήταν ο Σκορδαλός, αυτός ήταν κι ο Μουντάκης! Αυτός ήταν ο Ξυλούρης, αυτός ήταν ο Σκουλάς αυτός κι ο Αλεξάκης!
Όμως, ως άνθρωπος με οικουμενική θεώρηση, ο Βουργάκης, δεν περιορίστηκε ποτέ στα της Μεγαλόνησου.
Εγνώριζε πολύ καλά και τις αξίες του Μάρκου, του Παπαϊωάννου, του Μπαγιαντέρα και του Τσιτσάνη, όπως εγνώριζε το μεγαλείο του Χατζιδάκι του Θεοδωράκη και του Ξαρχάκου.
Ήταν τόσο ενημερωμένος που δικαιούνταν να έχει και είχε άποψη κατά πάντα και διά πάντα… όχι βέβαια, ως οι συνήθεις ξερόλες, αλλά ως ο άνθρωπος ο ψαγμένος, που συνομιλούσε με τον ποιητή που έγραψε το στίχο, που κουβέντιαζε με τον συνθέτη που έγραψε τις νότες και με τον τραγουδιστή που τα τραγουδούσε.
Τα αυτιά του Βουργάκη δεν ήταν ο τερματικός σταθμός αλλά το κανάλι και ο ιμάντας για να φτάσει ως την ψυχή του ο λυγμός του Ξυλούρη, η δωρικότητα του Σκουλά, η βυζαντινή θρηνητική γλύκα του Δημητράτου και του Καζαντζίδη το Α…
Ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου, διέθετε σπάνιο μουσικό αισθητήριο, όμοιο μ’ εκείνο που διαθέτουν οι μεγάλοι συνθέτες…
Ο Βουργάκης ήταν μια διαρκής παλίρροια με τις ατελεύτητες πλημμυρίδες και τις άμπωτές του. Χωρίς καμουφλαρίσματα και υπεκφυγές, ερωτεύονταν, αγαπούσε, θύμωνε, μεράκλωνε, φούντωνε, αρπαζότανε, γελούσε, χαιρόταν, ξεφάντωνε και γλεντούσε ακατάπαυστα τη ζωή!
Όλα αυτά ήταν η ζωή για εκείνον…
Και οι αμέτρητοι φίλοι του τα γνωρίζαμε όλα αυτά! Γι’ αυτό και η θλιβερή είδηση μεταδόθηκε ακαριαία, όχι μόνο στο Δήμο Βιάννου, τ’ Ανώγεια, τη Γεράπετρο, το Μύρτος, αλλά και στο Ηράκλειο, όπως στην Αθήνα, κι όπου αλλού είχε γνωστούς.. και ξαφνικά από παντού ακουγόταν ένα βαρύ-θλιβερό «γιάντα»;
Όμως, ας δούμε ρεαλιστικά την πραγματικότητα…
Σίγουρο είναι ότι ο Βουργάκης δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος. Δεν σπατάλησε τη ζωή του σε ρηχές επιλογές…
Τα 77 του χρόνια ήταν πολύ μεστά, πολύ γεμάτα, που του πρόσφεραν πολλές χαρές, ασφαλώς και λύπες. Που του πρόσφεραν ηδονές αλλά και απογοητεύσεις…
Ο Βουργάκης ήταν ένας ήλιος κοσμογυρισμένος που έδινε σε πολλούς και έπαιρνε φως από πολλούς!
Έχασε αγαπημένα πρόσωπα που η απουσία τους του κόστισε πολύ… Η Κική του, ο αδερφός του, ο συνεπώνυμος ανιψιός του, φίλοι πολλοί και αγαπημένοι!
Όμως… υπήρξε στη ζωή του ένα λουλούδι που το πότιζε και το βαγιοκλάδιζε με τόση τρυφερότητα, και με τόση αγάπη! Ήταν το Καλλιώ του, όπως του άρεσε να φωνάζει τη μοναχοθυγατέρα του!
Το Καλλιώ που τόσο πολύ αγαπώ και χαίρομαι που κι εκείνη με τιμά με την αγάπη και την εκτίμησή της…
Πρέπει να σταματήσω γιατί, ο Βουργάκης βρουχάται… Εσείς δεν τον ακούτε τον ακούω όμως εγώ που μου λέει: «Σταμάτα μπλιο τσ’ ανοστιές»!!!
Φίλε Μανώλη, στις 15 του περασμένου Μάρτη, σου ευχήθηκα «Χρόνια Πολλά» για τα γενέθλιά σου, με μια μαντινάδα που έγραψα αν και δεν είμαι μαντιναδολόγος:
«Του χρόνου να αλαφροπατεί
παράγγειλα για σένα
η έγνοια μου είναι για σε
μα σκέφτομαι κι εμένα»!
Δυστυχώς η ευχή μου δεν έπιασε...
Και όχι μόνο δεν έπιασε, αλλά στο «τσακ» δεν προλάβαμε να πιούμε τη στερνή μας ρακή…
Όμως, φιλαράκι μου αγαπημένο, το ξέρεις, ότι έχουμε... ανοιχτό ραντεβού και αργά ή γρήγορα τη ρακή μας θα την πιούμε! Δεν ξέρω αν είναι στους ουρανούς ή στα τάρταρα. Όπου κι αν είναι εμείς θα την κάνουμε παράδεισο και η παρέα μας θα είναι όπως πάντα όμορφη και μεστή!
Ως τότε όλοι όσοι αξιωθήκαμε και γευτήκαμε όλα όσα μας τράταρες με τόση αγάπη, θα έχουμε να θυμόμαστε: Τη λεβεντιά σου, τη χουβαρντοσύνη σου, το μερακλίκι σου, το πνεύμα σου, το χιούμορ σου, τη ντρετοσύνη σου και τη θυμοσοφία σου.
Ασφαλώς και θα σου γενεί κι αυτό το στερνό χατίρι.
Αναφέρομαι στην παραγγελιά που άφησες στο Καλλιώ σου, και θα σε κατευοδώσουμε με το γλυκύ ήχο της λύρας και του λαούτου!
Θα σ’ αποχαιρετήσω με δυο μαντινάδες του Μιχαλόμπα:
Εδά που φεύγεις ασκιανέ
και δροσερέ μου αέρα
σ’ ό,τι δεντρό και να σταθώ,
θα λιάζομαι όλη μέρα.
Πού να σε βρω που και να δω,
τα ζάλα σου στη στράτα
ο στεναγμός μου γίνεται,
αέρας και χαλά τα...
Φωτογραφία: Τζώρτζης Τσούμπας