Ο θάνατος έχει μετατραπεί σε πολυτελές δικαίωμα

Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να πληρώσει, δεν δικαιούται θάνατο. Αυτή είναι η ανομολόγητη προμετωπίδα της νεοφιλελεύθερης εσχατολογίας: η αγορά του τάφου ως ύστατη απόδειξη φερεγγυότητας. Ο θάνατος, που άλλοτε αποτελούσε κοινό τέλος, έχει πλέον μετατραπεί σε πολυτελές δικαίωμα. Οι ζωντανοί δεν ισοπεδώνονται στον τάφο. Διαχωρίζονται εκ νέου, ταξικά, τιμολογικά, αισθητικά. Ο πλούσιος πεθαίνει με θέα κι ο φτωχός πεθαίνει με προθεσμία.
Το κοιμητήριο, το παλαιό κοινόν τοῦ ἁγίου χώματος, έγινε real estate.
Η Α΄ κατηγορία των 120.000 ευρώ αγοράζει αιωνιότητα σε «προνομιακή ζώνη» ενώ η Γ΄ κατηγορία των 65.000 ευρώ εξασφαλίζει μια μεταβατική ύπαρξη ανάμεσα στο θάψιμο και την εκταφή. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν αντέχουν ούτε την πρώτη δόση, καταχωρούνται στη λίστα αναμονής του ανυπάρκτου. Δεν έχουν πια δικαίωμα ούτε στο χώμα που πατούσαν.
Ο θάνατος, που ήταν τελετουργία κοινότητας, έχει γίνει σύμβαση συναλλαγής. Οι δημοτικές αποφάσεις θυμίζουν χρηματιστηριακές πράξεις: πωλούνται μέτρα αιωνιότητας, καθορίζονται «προδιαγραφές μεταφυσικής». Η γη μετατρέπεται σε ιδιωτικό πάγιο, και η μνήμη σε παράγωγο της αγοράς. Οι νεκροί ταξινομούνται σύμφωνα με την πιστοληπτική τους ικανότητα κι οι ζωντανοί θάβουν τη συνείδησή τους κάτω από συμβολαιογραφικές πράξεις.
Κι η Εκκλησία;
Σιωπά, όπως κάθε θεσμός που έχει εξοικειωθεί με το νόμισμα. Δεν κηρύσσει πια τη ματαιότητα του πλούτου, αλλά την ευπρέπεια των γραφείων τελετών. Ευλογεί το χώμα χωρίς να βλέπει ότι πωλείται, ψάλλει «Αἰωνία ἡ μνήμη» χωρίς να διακρίνει πως έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο της αστικής γης.
Η ίδια Εκκλησία που κάποτε ύψωσε τον φτωχό νεκρό ως μάρτυρα της ισότητας, τώρα υπογράφει τα τιμολόγια των δημοτικών κοιμητηρίων. Η θεολογία του χώματος –η πεμπτουσία της ενανθρώπισης– έχει υποκατασταθεί από τη λογιστική του τετραγωνικού. Δεν μιλάμε πια για χώρο αναπαύσεως, αλλά για χώρο χρήσεως. Το μυστήριο της φθοράς υπολογίζεται σε έτη παραμονής, η Ανάσταση σε μηνιαία τέλη καθαριότητας. Ο τάφος δεν είναι πλέον πύλη σωτηρίας, είναι ενοικιαζόμενο δωμάτιο μεταφυσικής προσωρινότητας.
Κι όμως, τίποτε δεν είναι πιο πολιτικό από τον τρόπο που θάβουμε τους νεκρούς μας.
Η αγορά του τάφου δεν είναι πράξη ιδιωτική, είναι δήλωση πολιτεύματος. Εκεί όπου το χώμα πωλείται, το πολίτευμα έχει ήδη πεθάνει. Η δημοκρατία, που θεμελιώθηκε πάνω στον κοινό θάνατο, αυτοαναιρείται μέσα στον ταξικό της ενταφιασμό. Το ισότιμο τέλος έγινε προνόμιο. Ο πολίτης εξαγοράζει όχι την ανάπαυσή του, αλλά την άδεια να πεθάνει αξιοπρεπώς.
Η αγορά της ταφής είναι, στην πραγματικότητα, η τελική ιδιωτικοποίηση του Κοινού. Δεν ιδιωτικοποιείται το νερό, ούτε ο αέρας· ιδιωτικοποιείται η γη της ανάπαυσης, δηλαδή η ίδια η ιδέα του κοινού κόσμου. Η αγορά τάφου είναι η θεσμοθετημένη εκδοχή της απώλειας του πλησίον.
Η Εκκλησία, αν υπάρχει ακόμη ως σώμα και όχι ως εταιρεία, οφείλει να αντισταθεί σε αυτή τη νέα θεολογία της τιμής μονάδος. Να υπενθυμίσει ότι «ὁ νεκρὸς οὐκ ἀγοράζεται». Η ταφή είναι κοινό μυστήριο, όχι επένδυση· είναι πράξη πίστεως, όχι τραπεζικής πίστης. Η Εκκλησία δεν μπορεί να ευλογεί τα συμβόλαια πωλήσεως της γης των νεκρών· πρέπει να τα αναθεματίζει. Γιατί όταν η γη γίνεται προϊόν, ο Θεός χάνει τη σάρκα Του.
Ο καπιταλισμός ανακάλυψε ότι μπορεί να πουλήσει και τη σιωπή· κι αυτό ακριβώς κάνει. Πουλάει την ειρήνη του χώματος, το βλέμμα του σταυρού, τον χώρο της προσμονής. Η ανάπαυσις έγινε πολυτελές προϊόν — όπως τα ιδιωτικά νοσοκομεία, οι θάλασσες και τα μουσεία. Ο θάνατος έγινε premium service.
Εδώ δεν πρόκειται πια για κοινωνική αδικία, πρόκειται για μεταφυσική διαφθορά. Διότι εκεί όπου το χώμα παύει να είναι κοινό, παύει να είναι ιερό. Και χωρίς ιερό χώμα, δεν υπάρχει ανάσταση· υπάρχει μόνο παράταση συμβολαίου.
Ο Φουκώ είχε προειδοποιήσει ότι ο μοντέρνος κόσμος δεν κυβερνάται πια μέσα από τον λόγο του νόμου, αλλά μέσα από τη διαχείριση του σώματος. Η εξουσία, είπε, παύει να σκοτώνει και πλέον ρυθμίζει τον θάνατο.
Η ταφή, λοιπόν, γίνεται πεδίο εξουσίας. Το πού, το πώς και το πόσο θα πεθάνεις δεν είναι ζήτημα πίστης, αλλά διοικητικής πολιτικής.
Ο νεκρός δεν είναι πια μέλος της κοινότητας των αγίων. Είναι καταναλωτής υπηρεσιών.
Η βιοπολιτική μετατρέπει το σώμα σε τεχνολογικό δεδομένο, και τον τάφο σε τελικό δείκτη κατανάλωσης. Το κράτος επιτηρεί την αποσύνθεση, οι δήμοι τιμολογούν την αιωνιότητα, οι εταιρείες προσφέρουν «ολοκληρωμένα πακέτα μετά θάνατον ευκολίας».
Η θρησκευτικότητα του θανάτου έχει αντικατασταθεί από την τεχνοκρατία της μνήμης. Όπου άλλοτε υπήρχε μνημόσυνον, σήμερα υπάρχει invoice.
Στο σύστημα αυτό, η ελευθερία δεν αφορά πια τον τρόπο ζωής, αλλά τον τρόπο θανάτου. Ο πολίτης «επιλέγει» το τέλος του όπως επιλέγει ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα.
Το ταφικό σύστημα είναι η τελευταία αγορά στην οποία ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως πελάτης. Το σώμα δεν αποδίδεται στη γη, αλλά στη γραφειοκρατία·
και το χώμα δεν είναι γη, αλλά υπολογιστική επιφάνεια, επενδυμένη με την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.
Εδώ μιλάμε και για την εξαΰλωση του αρνητικού: η κοινωνία της θετικότητας δεν ανέχεται ούτε τη σήψη. Η φθορά πρέπει να εξαφανιστεί, όπως εξαφανίζεται κάθε μορφή αδυναμίας. Ο θάνατος πρέπει να είναι καθαρός, αποστειρωμένος, ιδιωτικός.
Ακόμα και η αποτέφρωση, μέσα σε αυτή τη λογική, δεν βιώνεται ως μυστήριο, αλλά ως τεχνολογικό ξεκαθάρισμα: μια επιχείρηση αφαίρεσης της δυσφορίας.
Κι έτσι, ο νεκρός δεν αναπαύεται. Εξατμίζεται.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την απόλυτη νίκη της οικονομίας επί της θεολογίας: εκεί όπου το «σῶμα Χριστοῦ» γίνεται «κεφάλαιο σώματος».
Η αγορά του τάφου είναι η αθέλητη θεολογία του ύστερου καπιταλισμού: μια λειτουργία χωρίς Θεό, ένα μυστήριο χωρίς υπόσχεση.
Ο νεκρός, όπως θα έλεγε η Άρεντ, δεν είναι πια homo sacer. Είναι homo fiscalis: σώμα που λογίζεται, φορολογείται, αξιολογείται.
Η Εκκλησία, αν δεν αντισταθεί, κινδυνεύει να μετατραπεί από κοινότητα των ζώντων και νεκρών σε διοικητή νεκροταφείου, με μητρώα, τιμολόγια και στατιστικά.
Η κοινωνία της διαφάνειας δεν αφήνει χώρο για την ἀπορία τοῦ μυστηρίου. Θέλει θανάτους καθαρούς, διαχειρίσιμους, άοσμους.
Η οσμή του θανάτου —το μόνο που θυμίζει ότι υπάρχουμε— πρέπει να εξουδετερωθεί.
Όμως, εκεί ακριβώς κρύβεται το τέλος του ανθρώπου:
όταν ο θάνατος παύει να είναι γεγονός του προσώπου και γίνεται περιουσιακό δεδομένο,
όταν ο τάφος παύει να είναι τόπος μνήμης και γίνεται τεμάχιο αγοράς,
όταν η στάχτη παύει να είναι αναμονή και γίνεται λογιστική κατηγορία.
Ο καπιταλισμός του θανάτου δεν φοβάται τον Θεό. Φοβάται το χώμα. Γιατί το χώμα θυμίζει ότι όλοι είμαστε ίσοι. Και η ισότητα —όπως και η μνήμη— είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να τιμολογηθεί.
Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να πληρώσει δεν δικαιούται θάνατο. Κι αυτό σημαίνει ότι κανείς πια δεν δικαιούται Ανάσταση.
Μιλάμε για ξεφτίλα δηλαδή…
Μάνος Λαμπράκης