Μπάμιες με κολοκυθάκια (του γεροντοσεβντά)


της Χριστίνας Μαστρογιωργάκη
Κύριος σκοπός της συνταγής, είναι το να περιγράψει έναν απλουστευμένο τρόπο μαγειρέματός, που έχει σαν αποτέλεσμα να κάνει τις μπαμιές επιθυμητές ακόμη και στα παιδιά
Δεν έχω γνωρίσει παιδάκια που να τους αρέσουν οι μπάμιες και, πιστέψτε με, δεν προσπαθώ να γενικεύσω την δική μου παιδική απέχθεια.
Όταν στο σπίτι είχαμε μπάμιες, για μεσημεριανό, οι μπάμιες έμεναν στην άκρη του πιάτου και η πείνα μας καταπραϋνόταν με τις πατάτες, που συνήθως οι μαμάδες προσθέτουν στα λαδερά και από τις μπόλικες «βούτες» ψωμιού στην, ομολογουμένως, νόστιμη υπόξινη σάλτσα ντομάτας του πιάτου.
Θυμάμαι ακόμη την γκριμάτσα αποστροφής των φιλενάδων μου όταν απαντούσαν «μπάμιες» στο ερώτημά μου «τι φάγατε σήμερα;», ενώ μπορώ ακόμη να καταθέσω και την αποστροφή των δικών μου παιδιών όταν επιχειρούσα να τα κάνω , όχι να τις αγαπήσουν αλλά, έστω, να τις αποδεχτούν.
Η αλήθεια είναι πως όταν μεγαλώνουμε, ανάμεσα στις διάφορες σχέσεις που επαναπροσδιορίζουμε συμπεριλαμβάνεται κι εκείνη των γευστικών μας προτιμήσεων. Και για κάποιο ανεξήγητο λόγο (ή μήπως όχι ανεξήγητο;) εκεί στην ώριμη ηλικία, ερωτευόμαστε φαγητά που μικροί, ούτε θέλαμε να τα δούμε.
Αυτό, και στην περίπτωση των μπαμιών θα το λέγαμε «γεροντοσεβντά».
Η παρούσα συνταγή δεν έχει σκοπό να αποκαταστήσει βιώματα ή κακές πληροφορίες για τις μπάμιες.
Κύριος σκοπός της είναι το να περιγράψει έναν απλουστευμένο τρόπο μαγειρέματός τους, που έχει σαν αποτέλεσμα το να κάνει επιθυμητό ακόμη και στα παιδιά, αυτό το τόσο νόστιμο και ιδιαίτερο λαχανικό.
Πώς;
Μα κυρίως, εξαφανίζοντας την «βλέννα», εκείνο το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό του που το καθιστά ανεπιθύμητο, ενώ με αυτόν τον τρόπο, ταυτόχρονα ελαχιστοποιείται η διαδικασία μαγειρέματος.
Ναι, μπορούμε να έχουμε τραγανές και χωρίς «σάλια» μπάμιες, σε χρόνο πολύ μικρότερο από εκείνο που απαιτεί η έκθεση στον ήλιο μετά από ράντισμα με ξύδι και ντομάτα, όπως παραδοσιακά μάθαμε να κάνουμε.
Η προτεινόμενη διαδικασία, επί πλέον, έρχεται να καλύψει τις σύγχρονες γαστρονομικές απαιτήσεις των νοικοκυριών καθώς μπάμιες μπορούμε πλέον να προμηθευτούμε όλη την διάρκεια του χρόνου κι όχι μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.
Στην συνταγή μας, οι μπάμιες μαγειρεύονται με κολοκύθια και πρότασή μας είναι να συνοδευτούν με πατάτες τηγανιτές, άλλωστε, μπορεί να συμφωνήσετε κι εσείς μαζί μας, άποψη της στήλης είναι πως οι πατάτες μέσα στα λαδερά φαγητά μπορεί να κερδίζουν εκείνες μπόλικη νοστιμιά αλλά αφαιρούν νοστιμιά από το σύνολο των άλλων υλικών.
ΥΛΙΚΑ
- 1/2 του κιλού μπάμιες
- 1/2 του κιλού κολοκυθάκια
- 1 ποτήρι νερού λάδι
- 1 μεγάλο ξηρό κρεμμύδι
- 2 μέτριες ώριμες ντομάτες
- 2 φρέσκα κρεμμυδάκια
- 2-3 κουταλιές (σούπας) συμπυκνωμένο χυμό ντομάτας
- Τα κλωνάρια από μισό ματσάκι μαϊντανό
- 3 κουταλιές άσπρο ξύδι
- 2 σκελίδες σκόρδο
- πιπέρι (ή μπούκοβο), κύμινο, κόλιανδρο ξηρό.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Πλένουμε τις μπάμιες και τις αφήνουμε να στραγγίσουν και να στεγνώσουν καλά.
Όσο περιμένουμε να στραγγίσουν πλένουμε και κόβουμε τα κολοκυθάκια σε κομμάτια μήκους 5-6 εκ.
Βάζουμε το λάδι σε μια κατσαρόλα όπου κόβουμε σε φετούλες ( όπως στο στιφάδο) το ξερό κρεμμύδι.
Προσθέτουμε τα κομμάτια των κολοκυθιών και αρχίζουμε να σοτάρουμε.
Σκουπίζουμε με χαρτί κουζίνας τις μπάμιες και με ένα κοφτερό μαχαίρι αφαιρούμε ολόκληρο το σκληρό τους κεφαλάκι ( δεν χρειάζεται να το καθαρίσουμε αφήνοντας το σε σχήμα κώνου)
Σοτάρουμε για 4-5 λεπτά τα κρεμμύδια με τα κολοκυθάκια και προσθέτουμε τις μπάμιες τις οποίες προηγουμένως έχουμε ραντίσει με το ξύδι.
Σοτάρουμε για ακόμη 4-5 λεπτά.
Περνάμε τις ντομάτες από τον τρίφτη, όσο σοτάρονται τα λαχανικά, και τις προσθέτουμε στην κατσαρόλα.
Χαμηλώνουμε την ένταση της εστίας, στο μέτριο.
Ψιλοκόβουμε τις σκελίδες σκόρδου και τα φρέσκα κρεμμυδάκια.
Στη συνέχεια προσθέτουμε τον συμπυκνωμένο πολτό ντομάτας.
Ψιλοκόβουμε τα κλωνάρια μαϊντανού και τα προσθέτουμε κι αυτά.
Τέλος προσθέτουμε τα μπαχαρικά και το αλάτι , χαμηλώνουμε την εστία στο 1/3 της έντασής της και αργομαγειρεύουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Αν προς το τέλος του μαγειρέματος ,η κατσαρόλα μας δεν έχει αρκετά υγρά, προσθέτουμε λίγο ζεστό νερό.
(Γενικά, όλα τα φαγητά με λαχανικά και φρέσκια ντομάτα δεν χρειάζονται προσθήκη νερού)
2) Στην πορεία του μαγειρέματος δοκιμάζουμε το αλάτι αλλά και την «ξινίλα» του φαγητού (λόγω της προσθήκης ξιδιού).
Αν μας φανεί αρκετά ξινό, παρά την γλύκα των μπαμιών, προσθέτουμε λίγη ζάχαρη.
(Αυτό εξαρτάται και από το πόσο ξινή είναι η ντομάτα. Οι παλιοί έλεγαν « όπου ντομάτα ζάχαρη κι όπου αλεύρι αλάτι»).
***Επιτρέπεται η αναδημοσίευση μονάχα τμήματος του παρόντος και μόνο εφόσον αναφερθεί μέσα στο κείμενο η δημιουργός και το site με ενεργό σύνδεσμο που θα ανακατευθύνει τον αναγνώστη