Μια Επαρχία - Του Ιωάννη Κονδυλάκη
Τα 11 από τα 12 τελευταία χρονογραφήματα του σπουδαίου Ιωάννη Κονδυλάκη, γράφτηκαν στην Άνω Βιάννο όταν ο διαπρεπής λογοτέχνης επανήλθε μετά από τριάντα ετών απουσία.
Συγκεκριμένα, ο Ι. Κονδυλάκης επανήλθε στην γενέτειρά του αρχές Σεπτεμβρίου 1919 και παρέμεινε στην κωμόπολη ολόκληρο σχεδόν τον μήνα.
Οι αναγνώστες δεν θα διαπιστώσουν μόνο τον γλωσσικό πλούτο του συγγραφέα, αλλά και τις μεγάλες αλήθειες των γραφομένων του. Δυστυχώς, ο αναγνώστης θα νομίσει ότι κάποιες από τις επισημάνσεις του συγγραφέα γράφτηκαν πριν από… λίγο!!!
Αυτό βέβαια, υποδηλοί αφενός τον προφητικό λόγο του συγγραφέα και αφετέρου την κρατική αβελτηρία.
Μία Επαρχία
Υπάρχει εις την ανατολικήν Κρήτην μια επαρχία, εις την οποία η φύσις επεδαψίλευσεν όλα της τα δώρα. Κειμένη εις τας Νοτίας κλιτείς ορέων υψηλών, έχει νερά άφθονα, δάση και κοιλάδας χαριεστάτας και ευφόρους. Οι μενεξέδες είναι αυτοφυείς εις τον ωραίον εκείνον τόπον και η μυρσίνη σχηματίζει δάση πυκνά και εκτεταμένα εις τα οποία κελαρύζουν αναρίθμητοι πηγαί. Οι ελαιώνες είναι οι καλλίτεροι της Κρήτης και όλα τα κάρπιμα δέντρα ευδοκιμούν εις το έδαφός της. Αλλ’ οι άνθρωποι μόνον κακόν έκαμαν εις το διαμέρισμα εκείνο, όπως και εις πολλά άλλα, και τα φυσικά του πλεονεκτήματα ή παρεμορφώθησαν και κατεστράφησαν ή έμειναν ανεκμετάλλευτα και άγονα. Τα θαυμάσια δάση των πρίνων, των πεύκων και των δέντρων μετεβλήθησαν εις κάρβουνα. Και ενώ έπρεπε να είναι από τας πλέον ευτυχείς επαρχίας, είναι ίσως η αθλιεστάτη.
Επειδή η παραλία της είναι αλίμενος, απέχει δε πολύ από το Ηράκλειον και ουδείς εφρόντισε να την συνδέσει με την πόλιν μ’ ένα δρόμον βατόν, είναι ως απομονωμένη εις την ορεινήν της περιοχή. Διά τούτο η κατάστασίς της, αντί να βελτιωθεί, αφ’ ότου η Κρήτη είναι αυτόνομος και ελευθέρα, εχειροτέρευσεν. Οι κάτοικοι, μη δυνάμενοι να εξάγωσι τα προϊόντα των, περιορίζονται μόνον εις τα απαραίτητα, όσον διά να ζουν αθλίως, όπως επί Τούρκων και Ενετών, ότε η απληστία των τυράννων ηνάγκαζε τους ραγιάδες ν’ αφήνουν ακαλλιέργητα και αβελτίωτα τα κτήματά των, διά ν’ αποφύγουν τας πιέσεις και τας αρπαγάς. Υπ’ αυτήν την έποψιν η επαρχία εκείνη ευρίσκεται ακόμη εις την εποχήν κατά την οποίαν έγινεν η παροιμία «Μούδ’ αμπέλια θέλω να νάχω, μούδε λόγια με τον άρχο».
Άλλ’ όταν κανείς, άτομον ή λαός, συνηθίσει να σκέπτεται ούτω, καταντά να μην πολυφροντίζει και διά τ’ απαραίτητα. Συνηθίζει εις την αβελτηρίαν και την αθλιότητα και η κατάστασίς του προχωρεί διηνεκώς εις το χειρότερον.
Οι κάτοικοι της περί ής ο λόγος επαρχίας μη δυνάμενοι να μεταφέρουν τα προϊόντα των εις Ηράκλειον ή μη δυνάμενοι να εξάγουν διά θαλάσσης τα πωλούν εις μεταπράτας (κιρατζήδες), ούτω δε το κέρδος το οποίον απομένει εις αυτούς είναι ελάχιστον. Εργάζονται διά τους κιρατζήδες, οι οποίοι εισάγουν εις την επαρχίαν και τα είδη τα οποία αυτοί δεν καλλιεργούν, διότι περιορίζονται εις το λάδι, το οποίον έρχεται αφ’ εαυτού, και εις ολίγα σιτηρά, ολιγώτερα των απαραιτήτων. Άλλοτε οι ραγιάδες, ειργάζοντο όσον διά να μην αποθνήσκουν της πείνας και να δύνανται να πληρώσωσι το χαράτσι εις τους κτηματικούς φόρους. Τώρα εργάζονται προς τον αυτόν σκοπόν, με μόνην την διαφοράν ότι τους φόρους πληρώνουν προς το Δημόσιον, το δε χαράτσι εις τους τοκογλύφους οίτινες τείνουν να γίνουν οι κύριοι όλων των κτημάτων και οι τύραννοι του τόπου.
Μία αμαξιτή οδός μέχρι Ηρακλείου θα έσωζε την δυστυχή εκείνην επαρχίαν και θα εξυπηρέτει συγχρόνως τας γειτονικάς επαρχίας. Και έγινεν η αρχή (1), αλλά μόνον η αρχή, αφέθη δε και αύτη και κατεστράφη, σήμερον δε ούτε δι’ ημιόνων είναι δυνατή η συγκοινωνία. Δεν ανέφερα το όνομα της επαρχίας, διότι, εκτός των τόσων άλλων, δεν έχει και όνομα. Επί Ενετών ωνομάζετο Ριζόκαστρον (και εκκλησιαστικώς Αρκαδία). Έπειτα ωνομάζετο μόνον Ρίζο και επί των ημερών μας, άγνωστον διατί, της έδωκαν το όνομα της μεγαλυτέρας της κώμης Βιάννου, το οποίον δημιουργεί αρκετήν σύγχυσιν.
Κατάγομαι από αυτήν την ατυχή επαρχίαν. Επανελθών δε, μετ’ απουσίαν 30 ετών, είχα φυσικά τον πόθον να επανίδω τον τόπον της γεννήσεώς μου. Αλλ’ ακούων παρά των εκείθεν ερχομένων ποίας δυσχερείας και κινδύνους έχει η συγκοινωνία, φοβούμαι ότι η τριακονταετής νοσταλγία μου θα μείνει ανεκπλήρωτος, ένεκα της καταστάσεως της υγείας μου.
(«Νέα Εφημερίς» 3-2-1919)
1* Ο δρόμος άρχισε περί το 1911. Ούτε όμως οι προσπάθειες που κατέβαλε ο Κονδυλάκης ετελεσφόρησαν και ο δρόμος ετελείωσε το 1935-37….