Κονδυλάκης ο...αιώνιος...

Ο μεγάλος Βιαννίτης πεζογράφος, με τη σημαντική θέση στην νεοελληνική λογοτεχνία
Πριν 101 χρόνια, στις 25 Ιουλίου του 1920 ο μεγάλος Βιαννίτης λογοτέχνης και δημοσιογράφος Ιωάννης Κονδυλάκης αφήνει στο Πανάνειο Νοσοκομείο του Ηρακλείου την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 58 ετών.
Ένα χρόνο πριν είχε νιώσει την ανάγκη να κατέλθει στην Κρήτη και να επισκεφθεί την αγαπημένη του Βιάννο. Η επίσκεψη αυτή έγινε αφορμή να μας χαρίσει κάποια από τα πλέον όμορφα χρονογραφήματά του τα οποία μας είναι γνωστά με την ονομασία «εκ Βιάννου».
Από το ειδικό αφιέρωμα των Βιαννίτικων Νέων στον Ιωάννη Κονδυλάκη(1977), αντιγράφουμε το βιογραφικό του το οποίο επιμελήθηκε ο εξαίρετος φιλόλογος κ. Κώστας Στεφανάκης.
«Ο μεγάλος Βιαννίτης πεζογράφος, που κατέχει μια σημαντική θέση στην νεοελληνική λογοτεχνία, γεννήθηκε στην Άνω Βιάννο το Δεκέμβριο του 1862, όπως προκύπτει από το χρονογράφημά του «ο θείος», δημοσιευμένο στη «Νέα Εφημερίδα» Ηρακλείου της 17-9-1919.
Η οικογένεια του Κονδυλάκη είχε δώσει στον αγώνα του 1821 τον οπλαρχηγό Γεώργιο Κοντύλη, ενώ ο πατέρας του συγγραφέα και οι συγγενείς του πολέμησαν στην Κρητική Επανάσταση του 1869. Ο παππούς του Κονδυλάκη Ιωάννης Χατζή-Κοντύλας είχε εννιά γιους και τρεις θυγατέρες. Ένας από αυτούς ήταν και ο Πέτρος Κονδυλάκης, βουλευτής στα Χανιά κατά την ημιαυτόνομη περίοδο της Κρήτης μετά το 1878. Τα πρώτα γράμματα έμαθε ο Κονδυλάκης τα έμαθε στο Δημοτικό Σχολείο Άνω Βιάννου (τις εντυπώσεις του από την περίοδο αυτή εκθέτει στο διήγημά του «Ο Νεωτεριστής»). Μετά το δημοτικό και το ελληνικό σχολείο πήγε στο Ηράκλειο,όπου παρακολούθησε τα πρώτα γυμνασιακά μαθήματα. Αναγκασμένος όμως, φαίνεται, από τη φτώχεια διέκοψε τις γυμνασιακές του σπουδές και εργάστηκε ως υπάλληλος. Έτσι υπηρέτησε ως βοηθός γραμματέας στο Ειρηνοδικείο Μεραμπέλλου (1880) και το 1881 μετατέθηκε στη Σητεία. Εκεί άρχισε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία, στέλνοντας ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Αλήθεια» του Τιμόθεου Ψαρουδάκη στα Χανιά. Το 1882-84 φοίτησε στο Βαρβάκειο Αθηνών και έτσι τελείωσε το γυμνάσιο σε ηλικία 22 ετών (τις εντυπώσεις του από την εκεί σχολική ζωή περιέλαβε στο διήγημα «Καλικάντζαρος»). Κατά την παραμονή του στην Αθήνα δημοσίευσε διηγήματα και ευθυμογραφήματα στο «Ραμπαγά» και στην «Εστία» και τύπωσε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Η Κρήσσα η ορφανή» (1884). Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μα δεν είχε, φαίνεται, τα μέσα να συνεχίσει τις σπουδές του ούτε και τη διάθεση να μπλεχτεί στα δίχτυα του διδασκαλικού έργου. Γύρισε λοιπόν πάλι στην Κρήτη και συγκεκριμένα στα Χανιά, όπου ασχολήθηκε αρχικά με το επάγγελμα του δικολάβου, χωρίς όμως επιτυχία, «ανίκανος να υπερασπίσει τους κατηγορούμενους …εφ’ όσον δεν ηδύνατο να αγορεύση υπέρ του ψεύδους», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο καθηγητής κ. Τωμαδάκης (εισαγωγή στον «Πατούχα»).
Έπρεπε όμως να εργαστεί για να ζήσει κι έτσι, παρά την απέχθειά του προς το διδασκαλικό επάγγελμα, υπηρέτησε για ένα σχολικό έτος (188485) ως ελληνοδιδάσκαλος και σχολάρχης στο Γεράνι Κυδωνίας. Από την εκεί υπηρεσία του εμπνεύσθηκε το πνευματώδες διήγημά του «Όταν ήμουν δάσκαλος» και τον χαριτωμένο «Επικήδειο». Αναφερόμενος στην πρόταση που του έγινε να διοριστεί δάσκαλος στο Γεράνι, γράφει: «Εγέλασα, διότι μου επρότεινεν εκείνο επάγγελμα ακριβώς προς το οποίον δεν είχα αισθανθεί ποτέ κλίσιν. Η αλήθεια είναι ότι, ως μαθητής, εθαύμαζα ενίοτε την εξουσίαν εκείνων, οίτινες ηδύνατο ανεξελέγκτως να ξυλοκοπούν και να προβιβάζουν, να δίδουν μηδενικά και να τραβούν αυτιά, αλλά δεν επόθησα ποτέ να γίνω τόσον μισητός τύραννος».
Την περίοδο αυτή και ως το 1989 περίπου ο Κονδυλάκης δημοσιογραφεί στο Ηράκλειο, όπου έβγαζε τη «Νέα Εβδομάδα» μαζί με το λόγιο τυπογράφο-εκδότη Στυλιανό Αλεξίου (τον πατέρα του Λευτέρη Αλεξίου, της Γαλάτειας Καζαντζάκη και της Έλλης Αλεξίου), και στα Χανιά, όπου ήταν συντάκτης της εφημερίδας «Άμυνα» γράφοντας φλογερά πατριωτικά άρθρα κλπ. Έπειτα όμως από τις ταραχές που δημιουργήθηκαν στην Κρήτη το 1889, ο Κονδυλάκης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα Χανιά και να καταφύγει στην Αθήνα, όπου παρέμεινε συνεχώς ως το 1918, εκτός από λίγο διάστημα (1896-97) που κατέβηκε στην Κρήτη σαν πολεμιστής του Κρητικού Αγώνα και έπειτα σαν πολεμικός ανταποκριτής.
Στην Αθήνα ο Κονδυλάκης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το χρονογράφημα κι αναδείχτηκε σύντομα ο καλύτερος χρονογράφος των αθηναϊκών εφημερίδων, ανυψώνοντας το είδος αυτού του πεζού λόγου στη σφαίρα της αληθινής λογοτεχνίας από δημοσιογραφικό παιγνίδι που ήταν αρχικά. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Άστυ», «Σκριπ», « Εστία» με το ψευδώνυμο «Κονδυλοφόρος» και στο «Εμπρός» με το πασίγνωστο «Διαβάτης». Κατά την παραμονή του στην Αθήνα παρουσίασε επίσης από εφημερίδες και περιοδικά την καθαρή λογοτεχνική του εργασία, τα μικρά η μεγάλα διηγήματα, ή μυθιστορήματα, όπως τους «Άθλίους των Αθηνών», που είναι το πρώτο εικονογραφημένο ελληνικό μυθιστόρημα, τον «Πατούχα», το «Όταν ήμουν δάσκαλος» κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση των έργων του Λουκιανού, εργασία ιδιαίτερα αξιόλογη, με τη συγγραφή της ιστορίας της Κρήτης κ.α.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο Κονδυλάκης με την όλη δράση του και το λογοτεχνικό του έργο, που στο μεγαλύτερο μέρος του αναφέρεται στη ζωή και στους αγώνες της Κρήτης, πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στην κρητική υπόθεση, στην ελευθερία της Κρήτης.
«Όχι μόνον με τη γραφίδα, γράφει ο καθηγητής κ. Τωμαδάκης αλλά και με το όπλον ο Κοντυλάκης …εξυπηρέτησε την κρητικήν ελευθερίαν. Πολεμιστής κατά το 1896 (περίπου τον ίδιον χρόνον που ο Μαβίλης κατήλθεν εις την Κρήτην), δίδων λαμπράς εικόνας των μαχών της Μαλάξης και Αρμυρίδας ή της εκφορτώσεως όπλων εις Σούγιαν, πολεμικός ανταποκριτής κατά το 1897, μετέχων της πολιορκίας της Καντάνου, περιγράφων τας μάχας και τας πορείας του Ελληνικού Στρατού, ο δημοσιογράφος ο εδώ λαμβάνων συχνά τα θέματά του εκ του κρητικού περιβάλλοντος, δεν απέβαλε ποτέ ό,τι είχεν υπό το δέρμα: την κρητικήν υπερηφάνειαν» (Όταν ήμουν δάσκαλος» εκδόσεις Γρηγόρη 1972, σελ.9-10).
Την ξεχωριστή εκτίμηση που έτρεφαν προς τον Κοντυλάκη και το έργο του οι δημοσιογραφικοί κύκλοι της Αθήνας δείχνει και το γεγονός ότι, όταν το 1914 ιδρύθηκε η Ένωση Συντακτών, πρώτος πρόεδρός της έγινε ο «Διαβάτης».
Το 1918 ο Κονδυλάκης κατέβηκε στην Κρήτη κι έζησε –τη λίγη ζωή που του απέμεινε-στα Χανιά, όπου είχαν εγκατασταθεί τέσσερις αδελφοί του πατέρα του, στο Ηράκλειο και στη Βιάννο (για λίγες μέρες). Στ Χανιά τύπωσε και το τελευταίο του βιβλίο, την «Πρώτη αγάπη». Από τα Χανιά ταξίδεψε με πλοίο στην Αλεξάνδρεια, σκοπεύοντας να πάει και στην Κύπρο και να γράψει για αυτήν, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τις περιπέτειες του ταξιδιού αυτού περιγράφει στο τελευταίο εκτενές πεζογράφημά του «Μία περιπέτεια από Χανίων εις Αλεξάνδρειαν», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του σε συνέχειες στη «Νέα Εφημερίδα» Ηρακλείου (29 Ιουλίου-16 Αυγούστου 1920).
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1919 ήρθε στο χωριό που γεννήθηκε, την Άνω Βιάννο, όπου έμεινε ως το τέλος του ίδιου μήνα. Εκεί έγραψε και τα τελευταία 12 χρονογραφήματά του, που δημοσιεύτηκαν στη «Νέα Εφημερίδα» του Γ. Μουρέλλου με το γενικό τίτλο «Εκ Βιάννου». Στην ίδια εφημερίδα είχε δημοσιέψει και πολλά άλλα χρονογραφήματα από τους τελευταίους μήνες του 1918 ως τον Απρίλιο του 1919.
Στις αρχές του 1920 ο Κονδυλάκης βρίσκεται στο Ηράκλειο, όπου και τον βρήκε ο θάνατος, άρρωστο στο Πανάνειο Νοσοκομείο, το πρωί της 25ης Ιουλίου 1920. όπως φαίνεται από το γράμμα του προς τον Μιλτιάδη Μαλακάση (22 Μαίου 1920), είχε πάει πριν από λίγους μήνες και για λίγες μέρες στην Αθήνα. Από το γράμμα αυτό αντιγράφουμε λίγα χαρακτηριστικά λόγια:
Φίλτατε Μιλτιάδη,
Κατά τας ολίγας ημέρας που έκαμα στας Αθήνας, επείστηκα ότι δεν μπορούσα να μείνω αυτού τουλάχιστον για το καλοκαίρι.
…………
δια να μείνω αυτού είναι ανάγκη να επανέλθω εις την καθημερινήν δημοσιογραφίαν, αλλ’ αυτό μου είναι πλέον αδύνατον. Πού δε αλλού να αποσυρθώ παρά εδώ, να αποθάνω στο χωριό που γεννήθηκα; Ευρίσκομαι, φαίνεται εις την κατάστασιν αρρώστων ζώων που αποσύρονται σε μια τρύπα δια να αποθάνουν χωρίς να ενοχλήσουν και χωρίς να ενοχληθούν. Δικός σου Ιωάννης Κονδυλάκης»