Η υφαντική στη Βιάννο


Στη Βιάννο κάποτε υπήρχαν άριστες περαματίστρες και υφαντοκεντήστρες
Στα προκατοχικά αλλά και στα μετακατοχικά χρόνια, κάθε νοικοκυρά έπρεπε να φροντίζει να φτιάχνει τα ρούχα, τα κεντήματα και τα κλινοσκεπάσματά της με χειροποίητο τρόπο.
Βασικό εργαλείο για όλα αυτά ήταν ο αργαλειός ή το «αργαστήρι», όπως το λέγαμε στα χωριά μας. Οι υφαντούδες, εκτός από την προίκα των κοριτσιών, έπρεπε να φροντίζουν και για την ένδυση της οικογένειας. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό, ήταν η πρώτη ύλη, το βαμβάκι, το οποίο το καλλιεργούσαν μόνοι τους, φτιάχνοντας από αυτό υπέροχα βαμβακερά ρούχα.
Με τον ίδιο τρόπο καλλιεργούσαν και το λινάρι και μετά την επεξεργασία του, έφτιαχναν τις ανδρικές (κυρίως) ενδυμασίες. Βασική ανάγκη των ανθρώπων, ήταν να φτιάξουν τα κλινοσκεπάσματά τους, δηλαδή, τις πατανίες, τις πατητές, τις κουρελούδες και τις σεντόνες. Εκτός από αυτά υπήρχαν κι άλλα απαραίτητα πράγματα, όπως λ.χ. ήταν τα μωρουδιακά, οι φασκιές και τα φασκιονάκια. Τότε τα μωρά τα τύλιγαν στη μέση με το φασκιόνι και το υπόλοιπο κορμάκι τους με τη φασκιά. Για τα μωρά υφαίνονταν και τα μπαγκάλια, ένα είδος κουβέρτας, για να προφυλάσσονται από το κρύο.
Η οικογένεια, έπρεπε ακόμη να φτιάξει τα αλεσματοσάκια, με τα οποία μεταφερόταν το σιτάρι και το κριθάρι στους νερόμυλους, όπως βέβαια και το αλεύρι. Επίσης έπρεπε να φτιάξει τους ντρουβάδες, τις βούργιες και τα λιοσάκουλα, εργαλεία απαραίτητα σε κάθε σπιτικό. Οι γεωργοί και οι βοσκοί, έπρεπε να έχουν κι ένα «βαρύ» ένδυμα για το κρύο κι αυτό ήταν ένα εξαιρετικό υφαντό, η ρασά. Από τα ωραιότερα υφαντά ήταν τα περαματιστά, τα υφαντοκέντηστα μεταξωτά. Στη Βιάννο υπήρχαν άριστες περαματίστρες και υφαντοκεντήστρες, οι οποίες δούλευαν επαγγελματικά.
Από τις πρώτες στο είδος ήταν η Μαρία Τρουλάκη, στον Κάτω Μύλο της Βιάννου, η οποία κατάφερε να μεταδώσει την υψηλή της τέχνη στην κόρη της Ελπινίκη Ζαμπουλάκη, που ακόμη και σήμερα διατηρεί τα υφαντά της.
Στο Σωρό της Βιάννου, υπήρχαν οι κόρες του Καρτσοδημήτρη, η Στέλλα και η Κατερίνα, οι οποίες επίσης δούλευαν επαγγελματικά.
Στου Λιβανού τον ποταμό ήταν η Μαρία και η Κατίνα του Πετροκωνσταντή, εξαιρετικές διάστρουσες και ανυφαντούδες.
Στο ξεκίνημα της σκάλας του Άη Γιώργη, στην Άνω Βιάννο ήταν δυο σπουδαίες περαματίστρες, διάστρουσες και ανυφαντούδες, οι αδελφές Άννα και Ζωή Μπριντάκη και λίγο πιο πάνω, η Γαλήνη Μαθιουδάκη-Νεραντζάκη. Στην Πλάκα πρωτομαστόρισσα ήταν η Πολυξένη Κοτσιφάκη - Παπαγιαννάκη.
Σε όποιο σπίτι και να μπεις κι ανοίξεις την κασέλα εκεί θα βρεις τα κεντητά απ’ τη δική της χέρα
Υπήρχε μια εποχή που αναθέσανε στην Πολυξένη την ευθύνη να διδάξει κι άλλες γυναίκες. Πήγαν αρκετές, αλλά αυτή η οποία πήρε το «άριστα» ήταν η κ. Μαρία Μαστρογιωργάκη (Λευτέραινα).
Ιδιαίτερης αξίας και αναφοράς περαματίστρα και υφαντοκεντίστρα ήταν η θεία μου, Σταυρωτή Ραπτάκη.
Το σπίτι της ήταν στο δρόμο και το πέταλο του αργαστηριού της χτυπούσε και κελαηδούσε πότε χαρούμενα και πότε λυπητερά. Συχνά της κάνανε καντάδες και της έλεγαν πολύ όμορφες μαντινάδες όπως την παρακάτω:
Ανυφαντοξιομπλιάστρα μου
στον αργαλειό που ’φαίνεις
όντε χτυπάς το πέταλο
το νου μου, τονέ παίρνεις
Εκείνες τις εποχές, υπήρξαν κι άλλες καλές υφαντούδες, όπως ήταν η Μαρία Κασαπάκη, οι Μαριάννα και Άννα Συμβουλάκη, η Αρτεμισία Νεραντζάκη, η Ρόδω Ραπτάκη και η Ευαγγελία Κοτσιφάκη, αλλά και η αγαπημένη μας Αννούλα Χουδετσανάκη, όπως και η Ευτυχία Ανδρουλάκη.
Στο Λουτράκι της Βιάννου, ζούσε ένα μεγάλο ταλέντο στην περαμάτιση και την υφαντική, η αλησμόνητη Χρυσή Ραπτάκη, ενώ στο Χόνδρο μια σημαντική τεχνίτρια, Μαρία Δ. Ραπτάκη.
Για τις υφαντούδες έχουν γραφτεί πολλά τραγούδια, όπως «ο Αργαλειός» που έγραψε ο μεγάλος Κώστας Μουντάκης, ενώ ο «Αρχάγγελος» της Κρήτης, ο Νίκος Ξυλούρης, έγραψε την «Ανυφαντού» με την ωραία μαντινάδα:
Εκομποδέσανε οι κλωστές
μπερδέψανε στο χτένι
κι αρρώστησε η ανυφαντού
να λύνει και να δένει
Για να μην μπερδεύουνε οι κλωστές στους μύτους και στο χτένι, έπρεπε να είναι καλή η διάστρουσα και να ξέρει να το σέρνει. Γι’ αυτό το λόγο, οι διάστρουσες διάλεγαν το κα- τάλληλο μέρος. Στην Πλάκα λ.χ. ιδανικό μέρος ήταν πίσω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, που ήταν μόνιμα εγκατεστημένη η «καλαντάρα», όπως βέβαια και η Κοτσυφομανώλαινα, που στην εποχή της ήταν η καλύτερη διάστρουσα. Για να στηθεί το αργαλειό, υπήρχε ένα δωμάτιο, το αργαστηρόσπιτο. Ήταν ένας ιδιαίτερος χώρος που βρίσκονταν όλα τα σύνεργα της υφαντικής. Η ανέμη, το θρομύλι, τα αδράκτια, το καλαθάκι όπου έμπαιναν οι σαΐτες, τα μασούρια κ.α. Τέτοιο χώρο δεν διέθεταν όλες οι υφάντριες και φιλοξενούνταν σε έλα σπίτια.
Επίσης, δεν ήταν εύκολο να έχουν όλες αργαλειό, αφού ήταν πανάκριβο εργαλείο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη θεία μου την Βαγγελία, που για να φτιάξει ένα αργαλειό πλήρωσε 300 οκάδες κριθάρι, κόστος υψηλό για την εποχή.
Στο Βαχό, ήταν και μια άλλη άξια υφάντρα και περαματίστρα, η Μαρία Δαμουλάκη (Κασανιώταινα). Το 1959 παντρεύτηκα με το γιο της, Ματθαίο. Τότε ήταν ήδη μεγάλη σε ηλικία, αλλά είχε ακόμη να προικίσει τα δύο από τα τέσσερα κορίτσια της, που ήταν απάντρευτα. Όπως όλες οι γυναίκες της εποχής, έτσι κι αυτή ασχολούνταν και με τις αγροτικές δουλειές. Το χειμώνα με τις ελιές, το καλοκαίρι με το θέρος, το μάζεμα των χαρουπιών και τα περιβόλια, δεν της άφηναν τον απαιτούμενο χρόνο για να υφαίνει την ημέρα. Κάθονταν σχεδόν όλη τη νύχτα στον αργαλειό, να υφαίνει με το λύχνο πάνω στο καντηλιέρι. Απ’ όλα τα όμορφα υφαντά που την έβλεπα να υφαίνει, στη μνήμη μου είναι χαραγμένες οι κεντητές πατανίες και οι δεξιμάτες. Βέβαια, το όλο θέμα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον που δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ένα κείμενο.
Κεντρική φωτογραφία: Η Μαρία Τρουλάκη στον αργαλειό της Η Ελπινίκη Ζαμπουλάκη διδάσκει την τέχνη της υφαντικής σε νεότερες γυναίκες
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"