Η Ρέα Γαλανάκη στον καθρέφτη του χρόνου


Κάθε φορά που διαβάζω τη Ρέα Γαλανάκη φέρνω στον νου μου τον Καβάφη
Όχι μόνο γιατί τόσο ο ποιητής όσο και η πεζογράφος αντλούν από την ιστορία («εγώ είμαι ποιητής ιστορικός»), αλλά για τον τρόπο, κυρίως που και οι δύο εκμεταλλεύονται την ιστορία. Στρέφονται και οι δύο σε πρόσωπα τραγικά και μισοειδωμένα, έχω την αίσθηση ότι, όπως εκείνος, η συγγραφέας επιχειρεί να διασώσει από τη λήθη ανθρώπινες μορφές υποφωτισμένες, να αποκαταστήσει την «αδικία» της Ιστορίας. Στην άποψη αυτή συνηγορούν όλα τα έργα, από τον «Ισμαήλ Φερίκ Πασά» έως το «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» που συνιστούν πράξεις δικαιοσύνης.
Βλέπω στα έργα αυτά –που δεν έχει σημασία πώς τα ονομάζουμε, για μένα καθαρά μυθιστορήματα, αφού συνταιριάζουν μαστορικά το μύθο με την ιστορία– μια τέχνη η οποία επίμονα αναζητεί να μετατρέψει την απουσία σε παρουσία, το παρελθόν σε ζωντανό παρόν ώστε να ανακτήσει τη λαμπρότητα της ύπαρξης ο νεκρός χρόνος.
Πάνω στον προβληματισμό αυτό πέφτω στην άποψη της συγγραφέως: Πρεσβεύει ότι η Ιστορία είναι ο καθρέφτης του χρόνου. Η εξαιρετικής σύλληψης εικόνα του χρόνου-καθρέφτη μας δίνει, νομίζω, το κλειδί να ξεκλειδώσουμε και να χαρούμε το έργο της. Αρκεί να δούμε την κλίση που παίρνει ο καθρέφτης του χρόνου κάθε φορά, το είδωλο που αναπαράγει, ανάλογα με τα συστήματα ιδεών, τις ερμηνείες που προτείνει. Αρκεί να σκεφτόμαστε ότι η συγγραφέας, όπως κάθε δημιουργός, αντλεί κατά βούληση από τον καθρέφτη του χρόνου, τον οποίο σέβεται απεριόριστα, και κατασκευάζει τη δική της ιστορία που κατευθύνεται στη δική της εποχή και στη δική της ζωή. Και έχει τη σεμνότητα να μην υποκρίνεται τον ιστορικό (παρ’ ότι ιστορικός). Ο στόχος της δεν είναι η μελέτη της ιστορίας, αλλά η ανασκαφή της ανθρώπινης ψυχής.
Το μόνιμο θέμα της είναι ο νόστος. Όχι, βέβαια, ως απλή νοσταλγία. Με την αφηγηματική χάρη της χτίζει ένα κείμενο-καθρέφτη, όπου βλέπουμε ότι η συνείδηση επιστρέφει στο ασυνείδητο, η απουσία στην παρουσία, η ενήλικη λογοτέχνης στο παιδί, στον προφορικό αφηγητή. Έχω τη γνώμη ότι η καταξιωμένη λογοτέχνης πιάνει σε κάθε έργο της το νήμα όχι για να βγει από τον λαβύρινθο της μνήμης, αλλά για να ξεναγηθεί περισσότερο μέσα σε αυτόν: στο λαβύρινθο της ψυχής και της γραφής. Να ξεναγήσει συγχρόνως κι εμάς. Ας την ακολουθήσουμε:
Η Ρέα Γαλανάκη σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία, επιστήμες του χρόνου. Στράφηκε αρχικά στην ποίηση και εξέδωσε τις συλλογές Πλην εύχαρις (1975, Τα ορυκτά (1979), Το κέικ (1980) και Πού ζει ο λύκος (1982). Η υποδοχή υπήρξε εξαιρετικά καλή. Έγραψαν σημαντικοί κριτικοί (Τάκης Καρβέλης, Άντεια Φραντζή, Δημήτρης Ραυτόπουλος).
Η συγγραφέας μας ευτύχησε στη μετάβασή της από την ποίηση στην πεζογραφία και επειδή δεν βιάστηκε και επειδή οι σχέσεις της με τον ποιητικό λόγο ήταν ουσιαστικές. Μετά τα Τρία ομόκεντρα διηγήματα (1986) στα οποία αποτυπώθηκε εξαρχής η αφηγηματική της δεξιότητα, κατέθεσε το εκπληκτικό «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά» (1989), βιβλίο που δικαίως απέσπασε τον κριτικό έπαινο και, κυρίως, την αναγνωστική προσοχή. Μαζί με το «Θα υπογράφω Λουί» (1993) και το «Ελένη ή ο Κανένας» (1998) θεωρούνται μια άτυπη τριλογία. Και τα τρία αρδεύονται από την ιστορία, οι ήρωες και στα τρία εκπατρίζονται.και τα τρία ανασκάπτουν με επιμονή το παρελθόν, για να αναζητήσουν σημασιολογικά κοιτάσματα με εντελώς σύγχρονη αξία, υπερεθνική και διαχρονική. Ιδιαίτερη ένταση διαπερνά την περιπετειώδη ζωή της Ελένης Αλταμούρα (1821-1900) στο «Ελένη ή ο Κανένας». Κόρη καραβοκύρη και θεατρώνη, η Ελένη διεκδικεί ελεύθερα το όνειρό της, φεύγει στην Ιταλία για να σπουδάσει ζωγραφική, ντυμένη άνδρας, προκειμένου να μπει σε μοναστήρια, σχολές και εργαστήρια.
Τα πρόσωπα, στα τρία μυθιστορήματα, είναι διχασμένα ανάμεσα σε χώρες, πολιτισμούς, ταυτότητες, ονόματα και ιδέες. Η Γαλανάκη δεν ενδιαφέρεται, ωστόσο, για τη ρεαλιστική απεικόνιση, προσφιλή στα ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά για τις προσωπικές αγωνίες και τα διλήμματα που εκφράζονται μέσα από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συγκρούσεις των ατόμων.Τα μυθιστορήματά της είναι γοητευτικές αφηγήσεις του εγώ. μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από την ιστορία στο άτομο. από τη δημόσια στην ατομική ιστορία. Ξεκινούν από μια αναζήτηση για αυτοπροσδιορισμό των ηρωΐδων τους – μια γυναικεία εκδοχή του μυθιστορήματος διαμόρφωσης.
Με τον «Αιώνα των λαβυρίνθων» (2003), η συγγραφέας επιστρέφει στη γενέθλια πόλη. Κυρίαρχες αφηγηματικές μορφές ο Σήφης και ο Αντρέας, γιοι του δασκάλου Παπαουλάκη, επιστάτη στην ανασκαφή του Μίνωος Καλοκαιρινού, που έφερε πρώτος στο φως το παλάτι της Κνωσού το 1878. Στην αφήγηση παρακολουθούμε τις περιπέτειες της χώρας για την πολιτική και την εθνική της υπόσταση: την απομάκρυνση της τουρκικής κυριαρχίας από την Κρήτη, την Καταστροφή του 1922, τον πόλεμο του 1940, τον Εμφύλιο του 1946-49, τη δικτατορία του 1967. Οράματα και προσδοκίες των ηρώων που χάνονται στους λαβυρίνθους του αιώνα.
Στον ίδιο κύκλο ανήκει το «Αμίλητα βαθιά νερά – Η απαγωγή της Τασούλας» (2006) που βασίζεται στο γεγονός της απαγωγής της Τασούλας Πετρακογιώργη στην Κρήτη το 1950. Η συγγραφέας αναλαμβάνει εδώ να αναδείξει την απείρως καταπιεσμένη στο εσωτερικό μιας αρχαϊκής κοινότητας ηρωίδα της, μέσα στις σκληρές εμπειρίες, τις πολιτικές διώξεις και την ιδεολογική ακαμψία της μετεμφυλιακής περιόδου.
Με τις οδύνες της Ιστορίας έρχονται αντιμέτωποι και οι ήρωες στο «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα», όπου συναιρείται ο αρχαιοελληνικός μύθος του Οιδίποδα με τον ευαγγελικό μύθο του Ιούδα. Στο επίπεδο της μυθιστορηματικής πλοκής ο μύθος συνδέεται με την ιστορία της Μάρθας, νεαρής Ελληνοεβραίας δασκάλας, που διορίζεται, αρχές του 2000, σ’ ένα απρόσιτο χωριό στα ορεινά της νήσου και θα βρεθεί στο στόχαστρο της αντισημιτικής και αντικομμουνιστικής εκστρατείας του άλλου δασκάλου του χωριού.
Η συγγραφέας κατορθώνει να δείξει εδώ αφενός τη δύναμη του μύθου απέναντι στους φυλετικά και πολιτικά ανεπιθύμητους, και αφετέρου να μετατρέψει τον μύθο σε μέσον κάθαρσης και αυτογνωσίας. Για τη Γαλανάκη, λοιπόν, «Ιστορία είναι το ανθρώπινο δράμα μέσα σε μια πολύ συγκεκριμένη, και ταυτόχρονα συμβολική, σχέση τόπου, χρόνου και γλώσσας».
Αυτό επικυρώνει και με την «Άκρα ταπείνωση» του 2015, έργο με το οποίο εισχωρεί στην καρδιά της κρίσης. Θέμα της τα γνωστά δραματικά γεγονότα της εποχής, η μείωση των εισοδημάτων, η ιλιγγιώδης αύξηση των ανέργων, οι μεγάλες κινητοποιήσεις στο Σύνταγμα, η έκπτωση του καθημερινού τρόπου ζωής. Ο τρόπος για την ψηλάφηση της κρίσης περνά μέσα από το ανθρώπινο δράμα. Είναι μια λοξή ματιά που μετακινείται από τα μεγάλα μεγέθη στον καθημερινό μικρόκοσμο, αποφεύγοντας ηθικές παραινέσεις και πολιτικές καταγγελίες. Στο έργο πρωταγωνιστεί ολόκληρη η Αθήνα, οι άνθρωποί της, που μετακινούνται στους υπαίθριους χώρους της πόλης σαν χορός αρχαίας τραγωδίας και ζητούν κάθαρση. Πολιτική σε βάθος χρόνου είναι η Ιστορία.
Με το «Δυο γυναίκες, δυο θεές» του 2017 η Γαλανάκη συνεχίζει τη σύγκλιση λογοτεχνίας και Ιστορίας ιστορώντας τον βίο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και τον μύθο του Θησέα και της Αριάδνης. Στο πρώτο, απευθυνόμενη στον καλλιτέχνη, σε δεύτερο πληθυντικό ευγενείας, μας κάνει γνωστά πράγματα που αφορούν την προσωπικότητα και το έργο του. στο δεύτερο, εξετάζοντας απ' την πλευρά της Αριάδνης τον ομότιτλο μύθο, μας μιλά για τον έρωτά της προς τον Θησέα. Με τις δύο αυτές νουβέλες μάς κατακτά απόλυτα, είτε με την ευγένεια του ύφους (από τα γοητευτικότερα κείμενα που έχω διαβάσει), είτε με την εκμετάλλευση του μύθου και τα ιδεολογικά της προτάγματα.
Το ίδιο συμβαίνει με τα «Διηγήματα του 2020», όπου χαίρεται κανείς την φυσικότητα του λόγου, την μουσικότητα του ύφους, τις πλατιές φυσικές ανάσες, την απόλυτη κυριαρχία των εκφραστικών μέσων. Θα έλεγα ότι εδώ η συγγραφέας έχει κατακτήσει την τέλεια ελευθερία. Η γλώσσα απεκδύεται κάθε περιττό, αποδύεται σε έναν καρποφόρο διάλογο με πολλά διακείμενα, προκειμένου να περιγράψει παραμύθια που δεν κρύβουν την πραγματικότητα.
Η ιδέα θα ευδοκιμήσει στο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» του 2022, όπου η Γαλανάκη αναζητά τους «γνωστούς-αγνώστους» γονείς της. Στην αναζήτηση αυτή παρεισφρέουν θέματα πολλά και είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο αυτά συναρθρώνονται σε ενιαία αφήγηση: πώς τα ιστορικά πρόσωπα μετασχηματίζονται σε μυθοπλαστικά, πώς η συγγραφέας σέβεται τους κανόνες του βιογραφικού παιχνιδιού για να κάνει θεαματικότερη την ανατροπή τους, πώς κατοπτεύει το παρελθόν ως μύθο και ως ιστορία, πώς διαθλά το ατομικό στο συλλογικό, τη μικροϊστορία στη μεγάλη Ιστορία.
Ποιο είναι το κοινό σημείο των μυθιστορημάτων; Η Γαλανάκη, με τη μαγική διαφάνεια της γραφής, ανακαλεί από τα σκοτεινά νερά της λησμοσύνης ιστορικά πρόσωπα και τους παραχωρεί μια δεύτερη ζωή μέσα στα δώματα της τέχνης. Κάτω από τις διαφορές επιφάνειας που ορίζουν τον κερματισμένο χώρο του βίου των ιστορικών χαρακτήρων της κατορθώνει να οργανώσει μια ενοποιητική δομή η οποία να απαντά στο υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου με τον χρόνο.
Στον καθρέφτη του χρόνου λοιπόν. Ο χρόνος, παρών και παρελθών, είναι το στημόνι πάνω στο οποίο υφαίνεται η αφήγηση.
Έχουμε, επομένως, αναβίωση και ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, όπως έχει ειπωθεί; Όχι, θα απαντούσα απερίφραστα. Όχι γιατί το υποστηρίζει η ίδια η συγγραφέας («δεν είχα πρόθεση να κάνω ιστορικό μυθιστόρημα»), αλλά γατί το είδος εκείνο φύεται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και με ορισμένη σκοπιμότητα. Η Γαλανάκη, υπερβαίνοντας το ιστορικό πλαίσιο, αναζητά στην Ιστορία το ανθρώπινο δράμα (πάλι η σχέση με τον Καβάφη) και αυτό επιχειρεί να αναδείξει.Τα έργα της αρδεύονται από την Ιστορία αλλά δεν εξαντλούνται στην παρακολούθηση και περιγραφή των γεγονότων. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο λόγος· η δράση υπάρχει σαν στοιχειωμένη πικρία, σαν ανάμνηση· η γραφή βαθαίνει, διεισδύει κάτω από το προσωπείο και πλάθει χαρακτήρες που ακεραιώνονται ακριβώς λόγω του ακαταμάχητου διχασμού τους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το μυθιστόρημα που κατ’ εξοχήν ακουμπά στην ιστορία. Στον «Ισμαήλ Φερίκ πασά» είναι ορατή κάποια αμφιθυμία της συγγραφέως σχετικά με την ταυτότητα και την επιστροφή του ήρωα. Χάρη στην αμφιθυμία αυτή το μυθιστόρημα υπερβαίνει, κατά τη γνώμη μου, τους περιορισμούς του ιστορικού πλαισίου και λειτουργεί ως αλληγορία, θέτοντας σύγχρονους προβληματισμούς σχετικά με την εθνική και πολιτισμική ταυτότητα.
Αυτός, νομίζω, είναι ο στόχος της Γαλανάκη: να αναδείξει τις σύγχρονες συνηχήσεις της εξιστόρησης παρελθοντικών συμβάντων. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τους γλωσσικούς ή άλλους αναχρονισμούς. Πρόκειται για«ιστοριογραφικές μεταμυθοπλασίες με αλληγορική διάσταση». Η κίνηση στον χρόνο οριοθετείται, όπως επιτάσσει η τέχνη, από το παρελθοντικό στο σύγχρονο και από το σύγχρονο στο διαχρονικό. Η στόχευση πάντα το παρόν.
Αυτό κάνει η καλή λογοτεχνία. Βυθίζεται στην πραγματικότητα και την ανακρίνει. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι ορατό κυρίως στην λεγόμενη «τεκμηριωτική» λογοτεχνία, η οποία χρησιμοποιεί τα τεκμήρια ως αφορμή για μια καταβύθιση εντός της πραγματικότητας. Πρόκειται για έναν γόνιμο διάλογο παρόντος-παρελθόντος. Για έργα που τονίζουν τον αληθειακό χαρακτήρα τους, κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη και δοκιμάζουν τα όρια της ιστορίας.
Στη μετάπλαση αυτή το ιστορικό πλαίσιο εμφανίζεται σαν ένα λίγο-πολύ ακίνητο σκηνικό, σαν ένα τοπίο, στο οποίο εκτυλίσσεται το δράμα. Είναι όπως στις αρχαίες τραγωδίες, «όπου τα μυθολογικά ή τα ιστορικά συμβάντα αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μια μαρμάρινη ζωφόρο, πάνω στην οποία πλανιέται η μοίρα του ανθρώπου». Ενδιαφέρει λοιπόν η μοίρα του ανθρώπου. Σε αυτήν εστιάζει και αυτήν ανατέμνει.
Το τελευταίο παράδειγμα από το «Εμμανουήλ και Αικατερίνη», όπου η συγγραφέας «ξεκλειδώνει ευλαβικά το ντουλάπι του παρελθόντος, ανακατεύει τον τακτοποιημένο χρόνο των απόντων, γεμίζοντάς τον με λέξεις, κίνηση, πνοή» (σ. 380). Η λογοτεχνία εδώ ανασκάπτει, κρίνει, ανακρίνει, επικρίνει. Μας βοηθά να κρίνουμε κι εμείς εδραιωμένες πεποιθήσεις. Χαιρόμαστε στο βιβλίο αυτό, εκτός από την ποιητική του, την αναστοχαστική σκέψη της συγγραφέως πάνω στην ιστορική αφήγηση, μια εικονοκλαστική και λοξή διαδικασία, καλά υπολογισμένη στην απόκλισή της. Πρόκειται για «σκεπτόμενη λογοτεχνία».
Το εγχείρημα ασφαλώς δεν είναι εύκολο. Γιατί το ζητούμενο στη σύγκλιση λογοτεχνίας και Ιστορίας είναι μια γραφή χωρίς εξιδανικεύσεις και νοσταλγίες, με επιείκεια και διάθεση κατανόησης, που να επιτρέπει να σκεφτούμε αναδημιουργικά. Μια πιο προσωπική αναζήτηση του εαυτού και των βιωματικών προϋποθέσεων της γραφής: «Τι γύρευα, επιτέλους, από τους παλιούς; Τον εαυτό μου θέλω πιο πολύ να μάθω» (313).
Η συγγραφέας στέκεται λοιπόν με σεμνότητα και ευαισθησία μπροστά στην Ιστορία. Αυτό που την απασχολεί είναι η ανθρώπινη περιπέτεια την οποία προσεγγίζει με φιλοσοφική ματιά, ψυχογραφική διεισδυτικότητα, και συνθετική επινόηση. Με την τέχνη του λόγου μεταπλάθει μυθιστορηματικούς βίους που την συγκινούν, με βασανιστική μελέτη των τεχνικών, με άρτιες «δέσεις» και «λύσεις», με μαστορικές κορυφώσεις και υφέσεις, φανερές και κρυφές συμμετρίες και αντιστίξεις. Και όλα αυτά με μια γλώσσα λεπτουργημένη, σοφά προσαρμοσμένη στον εκάστοτε στόχο της.
Έτσι η συγγραφέας παραχωρεί τη δεύτερη ζωή στους ήρωές της, μέσα από ευφάνταστες, πολύτροπες, συχνά ανατρεπτικές αφηγήσεις. Γιατί το μέλλον των νεκρών προσώπων κερδίζεται μόνο «με τη μεσολάβηση της τέχνης», όχι με την αφήγηση της ιστορίας. Γιατί για τη λογοτεχνία το πρόσωπο δεν είναι «γεγονός». είναι ένα πάσχον σώμα, μια συνείδηση που αντιπαλεύει τον χρόνο της ιστορίας ο οποίος εγκλωβίζει την τροχιά της ύπαρξης. Γιατί τα τραύματα του χρόνου μένουν πάντα ανοιχτά. Η Λογοτεχνία είναι αυτή που έρχεται και τα επουλώνει. Είναι αυτή που ανακαλεί και σπουδάζει τα παραλλαγμένα είδωλα μιας άλλης εποχής με τον δικό της ανεπανάληπτο τρόπο, διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο το είδωλο καθρεφτίζεται στη δική του εποχή.
Η Ρέα Γαλανάκη, αντλώντας με σεβασμό και ευλάβεια από τον καθρέφτη του χρόνου, χαράσσει εγκάρσιες τομές στην ανθρώπινη πραγματικότητα, καταβυθίζεται από την επιφάνεια στον πυρήνα της ύπαρξης, αξιοποιεί την Ιστορία με εκπληκτική μυθοποιητική και συνθετική ικανότητα, από αυτή αντλεί τις δικές της ιστορίες, τις μεταπλάθει με μαστοριά και διαμορφώνει το προσωπικό της ύφος:μια μαγική αλχημεία οραματισμού και τεχνικής. ένας μοναδικός τρόπος με τον οποίο μας βοηθά να δούμε τη ζωή μας και τη ζωή του άλλου μέσα από τις ζωές των άλλων, μέσα από την Ιστορία. Μέσα από «τη λήθη του είναι», θα μας πει ο Μάρτιν Χάιντεγκερ. την τέχνη «που φωταγωγεί το αυτοκρυβόμενο είναι».
Έτσι μας ταξιδεύει, χρόνια τώρα, στην ανθρώπινη ψυχή. Άρα, δεν κάνει Ιστορία. κάνει τέχνη. Θα την φανταζόμουν να λέει, παραλλάσσοντας τα λόγια του Καβάφη: «Εγώ είμαι πεζογράφος ιστορικός».
**Ο κ. Αντώνης Καρτσάκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
*Πρόκειται για την ομιλία κατά την παρουσίαση του επανεκδοθέντος βιβλίου της Ρέας Γαλανάκη με τίτλο «Πού ζει ο λύκος;», που έγινε στην Αίθουσα «Μανώλης Καρέλης», στο Ηράκλειο στις 24 Οκτωβρίου 2024.
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO