Η ομιλία της δασκάλας κ. Ηλέκτρας Παρίντα
«83 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την εισβολή των στρατευμάτων της φασιστικής Ιταλίας τα ξημερώματα της 28ης Οκτώβρη του 1940.
Η θαρραλέα, σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων φαντάρων στο Αλβανικό Μέτωπο φανερώνει τη δίψα-λαχτάρα ενός λαού, που θέλει να ζήσει λεύτερος-ανεξάρτητος. Στο ανεπανάληπτο Αλβανικό Έπος, που οι λαϊκές δυνάμεις έδωσαν ό,τι καλύτερο είχαν, βρέθηκαν τα παιδιά του, στις πρώτες γραμμές, δίχως εφόδια, χωρίς τον στοιχειώδη σύγχρονο οπλισμό. Χαλυβδωμένοι με ακατάβλητο θάρρος, πολέμησαν χωρίς ρούχα, τρόφιμα, όπλα. Γελοιοποίησαν τον Μουσολίνι, και τους άλλους φασίστες.
Όπως γράφει και ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Βάρναλης, «Τ’ ΟΧΙ του 40 είναι μόνον του λαού και καθόλου των δεσποτών του. Κι αν το πε τότες ο λαός. Όμως χρόνια τό χε μέσα του να βράζει. Και με την πρώτην ευκαιρία το βροντοφώνησε και προς τα κει και προς τα δω: και στους ξένους και στους ντόπιους επιδρομείς. Ο πόλεμος της Αλβανίας ήτανε πόλεμος αντιφασιστικός, διμέτωπος. Ήτανε πόλεμος της ελευθερίας και της δημοκρατίας εναντίον της ολοκληρωτικής πανούκλας. Έτσι μόνο εξηγιέται γιατί ο ο λαός πολέμησε με τόσο πάθος. Αν ήτανε να πολεμήσει για το ποιον φασίστα θα έχει κύριον του, δε θα θα πολεμούσεν έτσι».
Η περίοδος που ακολούθησε σημαδεύτηκε από την τριπλή φασιστική κατοχήτης χώρας μας, των Ιταλών-Γερμανων και Βούλγαρων κατακτητών, τις μεγάλες δοκιμασίες και τα βάσανα, αλλά και την αφύπνιση του λαού μας, που πραγματοποίησε την εποποιία της δεκαετίας του ’40 έχοντας ως νου, καρδιά και οργανωτή κυρίως το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Ιδιαίτερα η Κρήτη έδωσε ένα πολύ σημαντικό μάθημα στον αντίπαλο, καθώς η αντίσταση του Κρητικού Λαού γράφτηκε με λαμπρά γράμματα στις σελίδες της Παγκόσμιας Ιστορίας.
Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα στις 27 Απριλίου του 1941, και της Πελοποννήσου λίγες μέρες αργότερα, η μόνη ελεύθερη περιοχή της Ελλάδας παρέμενε η Κρήτη. Στην Κρήτη κατέφευγαν όσες ένοπλες ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις μπορούσαν, υποχωρώντας κάτω από την πίεση του εχθρού. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ο αγώνας για την υπεράσπιση της Κρήτης ήταν αυτονόητος. Ήταν πρωτίστως αυτονόητος για τον ελληνικό λαό που δε σκόπευε να παραδοθεί στον εχθρό, να ηττηθεί, δηλαδή, αμαχητί. Η Κρήτη όμως είχε μια γενικότερη στρατηγική σημασία την οποία δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν ούτε οι Εγγλέζοι, ούτε η πιστή σε αυτούς κυβέρνηση Γεωργίου και Τσουδερού, μα ούτε φυσικά και οι Γερμανοί που ήθελαν πάση θυσία να βάλουν σταθερά το πόδι τους στο νησί. Ποια ήταν, όμως, αυτή η στρατηγική σημασία της Κρήτης;
Σ' ένα σημείωμά της, με ημερομηνία 29/4/1941, προς τον Βρετανό πρεσβευτή στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Τσουδερού παρατηρούσε πως «η νήσος Κρήτη, λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, αποτελεί σημείον σημαντικόν και καίριον διά τον αγώνα της Μεσογείου εν τω συνόλω του. Είναι εύκολον εις τον καθένα -έλεγε το σημείωμα- να βεβαιωθεί περί τούτου εάν ανοίξη τον Χάρτην της Μεσογείου όπου δύναται να ειδή ότι η Κρήτη δεσπόζει της Ασίας και της Αφρικής».
Οι υποδείξεις αυτές ασφαλώς δεν ήταν άγνωστες στους Βρετανούς που δεν είχαν παραλείψει να χρησιμοποιήσουν την Κρήτη ως στρατιωτική τους βάση για την προώθηση συμφερόντων τους στην ευρύτερη περιοχή. Στις συνθήκες μάλιστα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η Κρήτη για αυτούς ήταν μια αξιόλογη βάση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ωστόσο και για τους Γερμανούς η κατοχή της Κρήτης ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Επί όσο χρόνο οι Βρετανοί κρατούσαν τη νήσο, ήταν σε θέση να διατηρήσουν την υπεροχή στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κρήτη μπορούσε να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για αποβατικές ενέργειες των Βρετανών. Επιπλέον, εκτός από την ανύψωση του ηθικού του Αξονα, το οποίο θα συνεπαγόταν η κατάληψη της νήσου, η Κρήτη θα αποτελούσε μία ιδανική βάση από την οποία οι Γερμανοί θα μπορούσαν να διεξάγουν επιθετικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παρόλα αυτά, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η άμυνα της Κρήτης στηρίχτηκε πρωτίστως στον πατριωτισμό των Ελλήνων, στον ηρωισμό των κατοίκων του νησιού και όσων είχαν φτάσει ως εκεί με την πρόθεση να πολεμήσουν έστω και για μια σπιθαμή λεύτερης γης. Τέτοια βεβαίως πρόθεση δεν είχε ο βασιλιάς Γεώργιος και οι συνοδοί του αφού τρεις μέρες μετά την έναρξη της επίθεσης εγκατέλειψαν το νησί και με τη βοήθεια των Εγγλέζων αποβιβάστηκαν στην Αίγυπτο. Αισχίστου είδους βεβαίως ήταν η προδοτική στάση της τότε κυβέρνησης, προς τον αγωνιζόμενο λαό της Κρήτης, που διέφυγε στο εξωτερικό με την κατάληψη της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα, ενώ άλλοι έμειναν πίσω και συνεργάστηκαν ποικιλοτρόπως με τον κατακτητή.
Όλοι όσοι συνεργάστηκαν με τους γερμανούς μέσω των μηχανισμών που ήλεγχαν διατυμπάνιζαν σε όλους τους τόνους την υποταγή, την ώρα που ο λαός της Κρήτης ήταν έτοιμος να ματώσει, να τα δώσει όλα, να αντισταθεί μέχρις εσχάτων. Ο πόλεμος είχε τελειώσει για την ντόπια οικονομική εξουσία και το συμφέρον της Ελλάδας γι' αυτούς ήταν η υποταγή στον κατακτητή, επειδή «ήρθησαν», όπως έλεγαν,«πλέον οι φραγμοί οι οποίοι εχώριζαν τον Ελληνικόν λαόν με τους αντιπάλους του» αλλά και «διά να αναδείξωμεν την παραγωγή μας και τον πολιτισμόν μας», διαβάζουμε στις φιλογερμανικές φυλλάδες!!!
Από την άλλη μεριά υπήρχαν αυτοί που αντιστέκονταν. «Ο φασισμός -έγραφε μεταξύ άλλων ο Μ. Πορφυρογέννης, βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου- γερμανικός και ιταλικός ανέλαβε μια πρωτόφαντη σε ένταση και έκταση εκστρατεία για να υποδουλώσει ολόκληρο τον κόσμο στο ζυγό της φασιστικής κτηνωδίας και βαρβαρότητας (...). Στην καινούργια αυτή φάση του τιτάνιου αγώνα της Ελλάδας μας, όπου η Κρήτη γίνεται ο προμαχώνας της ελευθερίας, καθήκον του κάθε Έλληνα είναι να σταθεί άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα, που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θα 'ναι τεράστιες. Στον αγώνα για την άμυνα της Κρήτης, που είναι αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι αγωνιστές πρέπει να 'ναι στις πρώτες γραμμές...».
Ο ελληνικός λαός, ο λαός της Κρήτης, άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά, αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Γι' αυτό και οι κατακτητές, όταν κατέλαβαν το νησί, προέβησαν σε πρωτοφανείς ωμότητες. Μέχρι τον Αύγουστο του 1941 υπολογίζεται ότι εκτέλεσαν πάνω από 2.000 πατριώτες και ξεθεμελίωσαν ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις -όπως η Κάνδανος- επειδή οι κάτοικοί τους είχαν αντισταθεί στη φασιστική επιδρομή. Μ' αυτού του είδους την πρωτοφανή τρομοκρατία ήθελαν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να υπάρξουν μιμητές στο μέλλον. Μάταια, όμως. Μιμητές υπήρξαν. Ο ελληνικός λαός πήρε το αίμα των παιδιών του πίσω, οργανώνοντας την Εθνική του Αντίσταση κατά της φασιστικής κατοχής.
Στα χώματα που πατάμε εμείς σήμερα, πληρώθηκε βαρύς φόρος αίματος στους κατακτητές. Στην επαρχία Βιάννου, δημιουργήθηκε ισχυρή αντιστασιακή οργάνωση του ΕΑΜ, με καθολική συμμετοχή του πληθυσμού, από τις πρώτες ημέρες της ναζιστικής κατοχής, τον Ιούνιο του 1941. Ενώ η δυναμική παρουσία ομάδας ανταρτών στα βουνά της Βιάννου από το Γενάρη του 1943 υποχρέωσε τους Γερμανούς να διατηρούν στην Κρήτη ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, αποδυναμώνοντας άλλα μέτωπα.
Στις 8-9 Σεπτέμβρη 1943 οι αντάρτες εξουδετέρωσαν γερμανικό φυλάκιο που είχε εγκατασταθεί στο πλησιέστερο προς το λημέρι των ανταρτών χωριό, την Κάτω Σύμη. Στις 12 Σεπτέμβρη, σε μάχη γερμανικής στρατιωτικής μονάδας με κλιμάκιο των ανταρτών στην είσοδο του χωριού Κάτω Σύμη, οι Γερμανοί υπέστησαν μεγάλες απώλειες σε νεκρούς, τραυματίες και 12 αιχμαλώτους.
Ο Γερμανός στρατηγός, Δ/της Φρουρίου Κρήτης, Μίλερ, σε διαταγή του προς τις στρατιωτικές δυνάμεις που εστάλησαν στη Βιάννο , αναφέρει: «Καταστρέψετε την επαρχία Βιάννου , εκτελέσετε πάραυτα, χωρίς διαδικασία, τους άρρενες που είναι πάνω από 16 ετών και όλους όσοι συλλαμβάνονται στην ύπαιθρο ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας».
Ακολούθησαν αντίποινα προς τον άμαχο πληθυσμό. Στις ομαδικές εκτελέσεις, που έγιναν από τις 14 έως τις 16 Σεπτέμβρη, 461 καταγεγραμμένοι κάτοικοι της περιοχής έχασαν τη ζωή τους και 980 κατοικίες σε 10 χωριά καταστράφηκαν. Σε δεκάδες ανέρχονται οι τόποι όπου έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στα χωριά και στις αγροτικές περιφέρειες της Επαρχίας Βιάννου και στα γειτονικά της Επαρχίας Ιεράπετρας.
Στη φοβερή ώρα της δοκιμασίας, οδηγούμενοι στην εκτέλεση οι πατριώτες έδειξαν το μεγαλείο της ψυχής τους και τη δύναμή τους. Κανείς δε λύγισε, κανείς δεν έκλαψε, κανείς δεν παρακάλεσε. Όλοι τους απλά και ήρεμα, όπως ταιριάζει στους αληθινούς γενναίους, δέχτηκαν κατάστηθα τα δολοφονικά βόλια, ζητωκραυγάζοντας για την πατρίδα και την ελευθερία. Απ' όσους επέζησαν, τους μόνους μάρτυρες των τραγικών εκείνων στιγμών, κανείς δεν ανέφερε περίπτωση λιποψυχίας. Αντίθετα, ανέφεραν περιπτώσεις αρκετών που αντέδρασαν κι έπεσαν νεκροί ύστερα από πάλη με τους δολοφόνους τους.
Ο λαός της Βιάννου, παρά τις απερίγραπτες συμφορές, την προσφυγιά και την πείνα, πέντε μόλις μήνες μετά το ολοκαύτωμα δημιούργησε το νέο αντάρτικο στα ίδια βουνά και λημέρια. Ο λαός αυτός, οργανωμένος στις οργανώσεις της Αντίστασης, έδωσε μάχες σκληρές μάχες – μεγάλες και καθοριστικές δίνοντας συντριπτικό χτύπημα στους ναζί και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Τα διδάγματα εκείνης της περιόδου παραμένουν πολύτιμα, ιδιαίτερα σήμερα, που η φωτιά του πολέμου “καίει” στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και σε άλλα μέρη του πλανήτη.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, μέρος του οποίου ήταν και τα όσα διαδραματίστηκαν στη χώρα μας, ήταν το αποτέλεσμα των μεγάλων αντιθέσεων που συγκλόνιζαν και τότε το παγκόσμιο σύστημα. Ήταν απόρροια των αντιθέσεων για τον έλεγχο των αγορών και των σφαιρών επιρροής που εντάθηκαν μετά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Ήταν αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης τους για το ποιος θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι ο πόλεμος είναι γέννημα - θρέμμα και τρόπος ύπαρξης αυτής τηςκοινωνίας.
Σήμερα, οι ίδιες αντιθέσεις και οι ίδιες ανάγκες του συστήματος έχουν οδηγήσει στο αιματοκύλισμα που βιώνουν εδώ και ενάμιση χρόνο οι λαοί της Ουκρανίας και της Ρωσίας, στην αναθέρμανση άλλων ανοιχτών μετώπων στην περιοχή μας, όπως στα Βαλκάνια και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Τις τελευταίες βδομάδες, όλος ο πλανήτης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα το συνεχιζόμενο δράμα του λαού της Παλαιστίνης, που ματώνει και αγωνίζεται για να κατακτήσει αυτό που το κράτος του Ισραήλ και οι σύμμαχοί του του στερούν: Τη δική του ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα.
Ο ελληνικός λαός, που βίωσε την κατοχή και πάλεψε ενάντιά της, δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται ενεργά στο πλευρό του λαού της Παλαιστίνης. Αυτό θα συνεχίσει να κάνει, παρά την απαράδεκτη και επικίνδυνη στάση των κυβερνώντων, που παίρνουν ξεκάθαρα το μέρος του θύτη. Μόλις χθες μάλιστα η ελληνική κυβέρνηση δεν ψήφισε στον ΟΗΕ ψήφισμα για την εκεχειρία στην περιοχή, τασσόμενη χωρίς κανένα πρόσχημα με τον πόλεμο και τη σφαγή του παλαιστινιακού λαού. Πολύ περισσότερο, διευκολύνουν τα εγκλήματά, που κοστίζουν ήδη έναν τεράστιο φόρο αίματος στη Γάζα, παρέχοντας βάσεις και διευκολύνσεις στις αμερικανικές δυνάμεις που συγκεντρώνονται στην περιοχή, ιδιαίτερα στην περιοχή της Κρήτης και τη βάση της Σούδας.
Καμία επίκληση “εθνικού συμφέροντος” δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτή τη στάση. Δεν είναι “εθνικό συμφέρον” το αιματοκύλισμα ενός λαού και αυτό αποδεικνύει ολόκληρη η ιστορία της δεκαετίας του 1940. Η επική αυτή δεκαετία σηματοδοτείιστορικά συμπεράσματα. Από τη μια μεριά υπήρχε η πλειοψηφία του λαού, που αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που έδωσε σε αυτόν τον αγώνα τα καλύτερα παιδιά του. Από την άλλη μεριά υπήρχαν η κυβέρνηση Τσολάκογλου και η κυβέρνηση του Καΐρου, οι οποίες συνεργάστηκαν ανοιχτά με τον κατακτητή και διέφυγαν στο εξωτερικό.
Μέσα σε αυτές τις ζοφερές συνθήκες αποδείχτηκε περίτρανα ότι μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον εαυτό του. Η μαζική ένταξη των λαϊκών δυνάμεων στις αντιστασιακές οργανώσεις την περίοδο της κατοχής που ιδρύθηκαν από λίγους -στην αρχή- αγωνιστές και η οργανωμένη δράση τους, ήταν αυτή που επέτρεψε την κλιμάκωση ενός αγώνα που ξεκίνησε από τη μάχη ενάντια στην πείνα και την προστασία της σοδειάς, για να καταλήξει στην απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους της χώρας, σμπαραλιάζοντας τα κηρύγματα μοιρολατρίας περί των ανίκητων στρατιών του 3ου Ράιχ. Έτσι και σήμερα, μόνο ο λαός θα σώσει τον λαό από τους κινδύνους που συνεπάγεται η πολεμική εμπλοκή της χώρας μας, σε συνθήκες, μάλιστα, που το ενδεχόμενο γενίκευσης της πολεμικής σύγκρουσης είναι κάτι παραπάνω από ορατό. Μόνο ο λαός μπορεί να βάλει οριστικό τέλος στον φαύλο κύκλο των κρίσεων και των πολέμων. Ιδιαίτερα στην περιοχή μας, που βρίσκεται μία ανάσα από το Ισραηλ, ο κίνδυνος εμπλοκής μας στο μακελειό είναι περισσότερο ορατός όσο ποτέ.
Για το λόγο αυτό πρέπει να βγάλουμε ορισμένα βασικά συμπεράσματα ώστε να η ιστορία να γίνει όπλο για το μέλλον και όχι να μας οδηγήσει στις μαύρες σελίδες του παρελθόντος. Χρέος όλων μας είναι να παλέψουμε για την ειρήνη στην περιοχή που μόνο με ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος μπορεί αυτό να επιτευχθεί. Να απαιτήσουμε να μην εμπλακεί σε καμία περίπτωση η χώρα μας στη γενοκτονία που αυτή τη στιγμή συντελείται. Είναι χρέος όλων μας απέναντι στα παιδιά μας για να μπορέσουν να ζήσουν τα παιδιά όλου του κόσμου με ειρήνη και αξιοπρέπεια. Για να μπορούν να πηγαίνουν σχολείο, να μπορούν να χαίρονται το παιχνίδι και τη ζωή. Αυτό πρέπει να κάνουμε και αυτό θα κάνουμε αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι..όπως λέει και ο ποιητής.
Διαβάστε σχετικά:
Δήλωση της Δ/ντριας του Γυμνασίου Βιάννου, κ. Γεωργίας Κυριάκου
Ο εκπαιδευτικός κ. Π.Λάμπρου απαντά στην κ. Γ. Κυριάκου