Η φραντζόλα
Ο Σπαθομιχάλης από τη Εθιά, είχε τα παλιά χρόνια δυο γιους στο Γυμνάσιο στη Βιάννο. Κυριακή παρά Κυριακή, πήγαινε να δει τα κοπέλια και εβάστα βέβαια και τα σχετικά μαγερεψήματα: κεντανέδες, φυλλάδες, βρούβες, όσπρια, ψωμί και φυσικά λάδι…
Μια φορά επήγε, αλλά το ψωμί του τελευταίου ζυμωτού ήτανε τόσο σκληρό που δεν επάλαινε (δεν γινόταν απαλό) ούτε με ζεματιστό νερό!
Πριν να σκολάσουν τα κοπέλια έψησέ ντος κεντανέ με τσοι πατάτες και μπόλικο λεμονάκι για να βουτήξουνε, αλλά εις μάτην, αφού το ψωμί εχοροπήδα μέσα στο πιάτο ωσάν το στραγάλι!
Προσπαθεί ο Σπαθομιχάλης να πιρουνιάσει ένα κομμάτι κι εκείνο ξεφεύγει από το πιάτο και πέφτει απάνω στην καινούρια γκιλότα που εφόριε. Πάνω στην απελπισία του ικετεύει φωναχτά, γιατί πράγματι αυτό ήτανε διαβολικό πράγμα: «Έλα Χριστέ και Παναγία μου»! Και συμπληρώνει χαμηλόφωνα: «Και βάστα κι ένα κομμάτι φραντζόλα»!!!
*Διασκευασμένο ανέκδοτο από το βιβλίο του Αριστοφάνη Χουρδάκη με τίτλο «Εύθυμες κρητικές ιστορίες»