Η φασούλα
Σκοτώσανε τσ’ αθρώπους, σκοτώσαν το παππού μου, το πατέρα μου και το ανιψιό του το Στελιανό, ένας λεβέντης ένα ντιρέκι να! Μαζί τσοι βάλαμε, δυο-δυο, τρεις-τρεις στα μνήματα.
Το άλλο σου το μπαπού το Γιάννη, σα να τονέ θωρώ δα που καθότανε στη καρέκλα με τα μάθια ανοιχτά και μια τρύπα μική-μική στο κούτελο και από πίσω η κεφαλή του ήτανε καυκάρα, μαζί με το γιό του το Δημήτρη κι άλλο ένα, μαζί τσοι βαλε η γιαγιά σου, εκειά και τσοι τρείς, αμοναχές μας τσοι κουβαλήσαμε, όσοι άντρες γλυτώσανε ήτανε κρυμμένοι και ξοδωμένοι αλλού κι αλλού, παπά δεν είχαμε εσκοτώσανε τονε και κειωνά…
Σε μάκιες μέρες φουσκώσανε και κουβαλούσαμε πέτρες πάνω στα καπάκια τω μνημάτω…
Μετά ρθανε κι μας είπανε να πάρομε όσα σηκώνομε και να φύγομε από το χωριό, νεκρά ζώνη το κάνα, κι οι Γερμανοί ρίχναν μια άσπρη σκόνη από τη πόρτα κι έκανε πουφ και λαμπάδιαζε το σπίτι από τη κορφή ίσαμε το μπάτο.
Η μάνα μου, με το αδερφό μου, το γάιδαρο όσα σήκωνε και δυο αίγες, φύγαμε και πήγαμε στον Αη Τρύφωνα στη κορφή τ΄Αγιού Βασιλειού, ούτε τσ έξε καρέκλες με το τραπέζι που ταν άθικτα ούτε τη κασέλα με τα’ υφαντά και τα προυκιά μου πήραμε, τς΄ αηλιές και το βούι μας τα φάγανε, δυό φάρδους γεμάτους πατανίες και σεντόνια χώσαμε στη καυκάρα του μεγάλου μουρελού στου Ντελή μα κι αυτά τα κλέψανε οι ξενοχωριανοί.
Το τριάντα ε γένηκα, λογάριασε δα πόσο χρονώ ‘μουνα, από πού γεννιούνται τα κοπέλια όντε σ' έκαμα το 'μαθα, δυο χρόνους με χε παρμένη ο πατέρας σου κι ούτε δε μα άγγιξε, τόσο να στραπάτσο είχα πάθει, να δώ να σκοτώνουν το πατέρα μου και να τον κρατώ από το πόδα...
Στην εκκλησά τ΄Αη-Τρύφωνα ξωμέναμε κοντά δυο χρόνους, μας δώκανε άχερα, καλά νάναι, κι κάμαμε στρωματσάδα, εκάμαμε κι μια παραστιά γιατί ήκανε ψόφο, εμείς από τη μια μερά κι οι γαίγιες από τη άλλη, το γάιδαρο τον είχαμε όξω στο κρύο, γιατί ήταν αμαρτία έλεγε η μα μου, κάθε πρωί επαράσερνα με το θύμο τσοι προβατσουλιές κι η μάνα μου ξενοδούλευε σε ξένα σπίθια.
Ανάδειο όπως ήτανε εθώρουνα οντέ ναι κάνανε μπούμ! Κι εσηκώνονταν άσπρα σύννεφα κι εγκρεμίζανε τα σπίθια του Κρεββατά τον Οχτώβρη.
Η μάνα μου ξενόπλυνε, ξενόσκαφτε, τς΄Αγιοβασιλήτες… 200, 300 δράμια λάδι το φερνε δε το φερνε τη μέρα και μια σακούλα χόρτα καθαρισμένα και πλυμένα, γιατί νερό μόνο όσο βανε το σταμνί χαμε και τα βράζαμε.
Τσ αίγες εκεινιά τη χρονιά δε τσοι πήε στο τράο και τσ' αρμέγαμε.
Πότε χόρτα, πότε ρόβι, πότε φάβα, πότε κανα πιάτο φακή ετσά περάσαμε.
Μια αργατινή στο σπίτι του… σε ξορκίζω μη γράψεις ονόματα! Που όλη μέρα η μάνα μου του σκαφτε να φυτέψει πατάτες, με πήρανε στο σπίτι ντως που χε καρέκλες και τραπέζι και κοπέλια με παπούτσα, τ΄ασερνικό το θελα, μα μη το γράψεις εκειονά,
Κι τρώγανε φασούλες κάτασπρες με μπόλικο λάδι και κρομμύδι, αφράτες και μεγάλες, πιο μεγάλες από τα δαχτύλια μου…
Κι στεκόμουν σε μια άκρα με τα΄αδερφάκι μου και τσι ξανοίγαμε να τρώνε κι τρέχαν τα σάλια μας… κι πέφτει μια στο χώμα, τοτεσάς τα σπίθια είχανε χώμα στο πάτωμα.
Κι ε την έσπρωχνα και την έσπρωχνα με το πόδα μου,
μια ώρα, ένας αιώνας μου φάνηκε πώς την έσπρωχνα,
σκύφτω με τρόπο και την ήπιασα,
τη σκούπισα καλά-καλά με τη χέρα μου να φύγουν οι πασπάροι, και πονέσαν οι μυλίγκοι μου από τα σάλια που τρέχανε.
Και θωρώ τα΄αδερφάκι μου με τα μεγάλα του μάθια να χάσκει που ούτε δέκα οκάδες δε ήτανε σα τα κακορίζικα τα σκελετωμένα τς΄Αφρικής που δείχνει δα η τηλεόραση ετσά ταναι και του τη βάνω στο στόμα...
Όσοι χρόνοι κι ά περάσα, τσοι Γερμανούς κι εκειονά με τη φασούλα δε θα τως το συχωρέσω ποτέ!
Κι οντά ποθάνω μια φασούλα να μου βάλεις στο στόμα μου… Εδιαολίστηκα δά!