Η Βιαννίτικη Μουσική Σχολή
Η ομιλία του Κλεάνθη Ψαρολογάκη στα "¨Κονδυλάκεια" το 2004, σε εκδήλωση όπου τιμήθηκαν όσοι συνέβαλλαν στη δημιουργία της "Βιαννίτικης Μουσικής Σχολής"
Ποια είναι αύτη η μουσική παράδοση της Βιάννου και πώς γράφεται; Σε ποια μεγαλύτερη ενότητα έχει αναφορά και πώς εμπλουτίζεται; Και γράφει πλέον τη δική της ιστορία. Κι ακόμα ποια είναι τα στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζεται; Ποιοι είναι οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν; Γιατί μια μουσική παράδοση που έρχεται από μακριά πηγαίνει μακριά και καθορίζεται από τα στοιχεία που στη διαδρομή του χρόνου προσλαμβάνει.
Σήμερα* λοιπόν είναι περισσότερο από βέβαιο, πως η Βιαννίτικη μουσική παράδοση ανήκει στη Μεγάλη της Ανατολικής Κρήτης Σχολή που περιλαμβάνει το νομό Λασιθίου και τις επαρχίες Βιάννου, Πεδιάδας και ένα τμήμα της επαρχίας Μαλεβυζίου καθώς και την πόλη του Ηρακλείου.
Βασικό όργανο της Σχολής αυτής είναι το βιολί και τα μουσικά στοιχεία που τη διαμορφώνουν, πάνε πολύ πίσω. Κοιτίδα της είναι η Σητεία που πατάει γερά στην Αναγεννησιακή Μουσική της Κρήτης με υπόδειγμα τον Ερωτόκριτο. Διαχέει σιγά-σιγά τα μουσικά στοιχεία που παράγονται πρωτογενώς (από πρώτο χέρι εκεί), σ’ ολόκληρο το γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Κρήτης.
Τυπικός θεμελιωτής και πρωτοπόρος της Σχολής θεωρείται και είναι ο Στρατής Καλογερίδης που γεννήθηκε στη Σητεία το 1883. Ξεκίνησε για να σπουδάσει χημεία αλλά όπως λέει εύστοχα ο Γιώργος Αμαργιανάκης, τον κέρδισε η… Μελπομένη. Εννοώντας φυσικά ότι τελικά σπούδασε αυτό που ήθελε, δηλαδή Μουσική. Το 1915 εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο και συγκεκριμένα στον Πόρο ως καλλιτέχνης-φωτογράφος.
Ο Στρατής Καλογερίδης αναλαμβάνει ως αρχιμουσικός τη Φιλαρμονική Ηρακλείου και με την υποδειγματική εκτέλεση έργων μεγάλων συνθετών την φτάνει στο επίπεδο μεγάλης ορχήστρας.
Αυτό όμως που ανεβάζει τον Καλογερίδη στο βαθμό του λαϊκού βάρδου της Κρήτης, είναι το συλλεκτικό και συνθετικό του έργο.
Ο Στρατής καλογερίδης γυρίζει όλη τη Σητεία χωριό-χωριό, πόρτα-πόρτα αναζητώντας τους παλιούς βιολάτορες και λυράρηδες (Φοραδάρης, Καλοχωριανός, Καλομενόπουλος, Κιρλίμπας) και καταγράφει σε τετράδια τις παλιές κοντυλιές όπως τις θυμόταν. Έτσι πρώτος αυτός μέσα σε αυτοδίδακτους καταγράφει και διασώζει την πρωτογενή- πηγαία μουσική και ποιητική φλέβα, τους γνήσιους ρυθμούς και ήχους.
Γι’ αυτό δίκαια θεωρείται ο πρώτος έντεχνος μουσικός εκείνης της εποχής που έγραψε επίσημα σε παρτιτούρες.
Ο Καλογερίδης ακολουθεί τη μέθοδο των λαϊκών λυράρηδων στις συνθέσεις του. Καταγράφει στο πεντάγραμμο τους αυτοσχεδιασμούς του και τους δίνει μόνιμη και συγκεκριμένη μορφή. Αλλά ταυτόχρονα ανοίγει καινούριους δρόμους για την τεχνικότερη εκτέλεση των μελωδιών της Ανατολικής Κρήτης. Χωρίς να απομακρυνθεί από τη λαϊκή παράδοση, δημιουργεί περίτεχνες συνθέσεις που στηρίζονται όχι μόνο στην έμπνευση αλλά και στη λογική σκέψη. Και τότε λειτουργεί το εξής καταπληκτικό. Οι έντεχνες αυτές λαϊκές συνθέσεις, ξαναγυρίζουν πίσω, ξαναπερνούν στο κανάλι της προφορικής παράδοσης και παίζονται από λαϊκούς λυράρηδες .
Έτσι είναι χαρακτηριστικό ότι ένα μουσικό του μοτίβο θα πάρει το όνομά του, ο γνωστός ¨Καλογερίδης¨ και θα αποτελέσει γνώμονα για τους βιολιστές της Ανατολικής Κρήτης.
Σήμερα ο Καλογερίδης θεωρείται κλασικός και γι’ αυτό στην έκδοση του διπλού άλμπουμ της ΑΕΜΕ με συλεκτικό υλικό του Γιώργη Γκόγκα και με τίτλο ¨Πρωτομάστορες 1920-1940¨ το Δεκέμβρη του 1982, συμπεριλαμβάνεται μόνος αυτός από την Ανατολική Κρήτη μαζί με τους άλλους κλασικούς της Δυτικής Κρήτης: Καλογρίδης, Καρεκλά, Κατσουρέλη, Λαγό, Μαύρο, Μπαξεβάνη, Ροδινό, Φουσταλιέρη κ.α.
Ένα άλλο αξιόλογο δείγμα από τη Σχολή της Ανατολικής Κρήτης καταγεγραμμένο όμως εντελώς πρόσφατα είναι, ο δείσκος του Στειακού Γιώργη Λαποκωσταντάκη ή Πεδουλαύτη, με τη συμμετοχή και την πρωτοβουλία του Σάββα Πετράκη, του Δημήτρη Παπαματθαιάκη (Σκαρβελά) και της Μαρίας Μαστρογιωργάκη (Λευτέραινας). Ο δίσκος εκδόθηκε με τη φροντίδα της Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Λασιθίου.
Σ’ αυτή τη μεγάλη μουσική σχολή λοιπόν, σ’ αυτή τη μουσική ενότητα ανήκει η Βιάννος. Πολλοί παράγοντες φαίνεται να συνέτειναν σ’ αυτό.
Η ψυχοσύνθεση και η ευαισθησία του λαού της πιθανότατα. Το φυσικό κάλλος της, η παιδία και ο πολιτισμός των ανθρώπων που σφραγίζεται από την καταλητική παρουσία του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τα στοιχεία αυτά που έδεσαν και το Στάθη Μάστορα μ’ αυτόν τον τόπο, για πάντα.
Καθοριστικό ρόλο όμως φαίνεται πως έπαιξε η διοικητική ένταξη της επαρχίας.
Είναι αξιοσημείωτο πως η Βιάννος ανήκει διοικητικά στο νομό Λασιθίου από το 1867 μέχρι το 1932. Θρησκευτικά μάλιστα μέχρι και πρόσφατα.
Αυτή η διοικητική εξάρτηση αναμφίβολα δημιουργεί ανταλλαγές, σχέσεις, παράγει κοινά πολιτισμικά στοιχεία, κοινά ακούσματα, γλέντια, παρέες κι οι παρέες γράφουν όπως πάντα στην Ελλάδα ιστορία, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Διονύσης Σάββόπουλος.
Δημιουργούν μουσική με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη προσωπικότητα και φυσιογνωμία.
Αλλά για να επιτευχθεί τελικά η ώσμωση, το πάντρεμα που θα δημιουργήσει τη βιαννίτικη μουσική ενότητα, προέκταση της σχολής Ανατολικής Κρήτης, θα συντρέξουν κι άλλα συγγενή στοιχεία από το γειτονικό χώρο της Πεδιάδας.
Η όμορη επαρχία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρων ως μουσικός χώρος με πυρήνα το Καστέλι και πρωταγωνιστές τον Ηρακλή ή Κουτσοηρακλή, τον Πτολεμαίο όπου μαθήτευσε σύμφωνα με μια εκδοχή ο Αβησσυνός και τους δασκάλους Δοξαστάκη Γιάννη, που χρημάτισε μάλιστα μαέστρος στην Θεσσαλονίκη και Χουλάκη ή πιο σωστά με το καλλιτεχνικό του, Καψιλίδη.
Αλλά και η περιοχή της Εμπάρου, παράγει ήχους και ακούσματα της Ανατολικής Κρήτης. Έτσι συνολικά η Πεδιάδα ως ενότητα γεωγραφική και μουσική, επηρεάζει τη Βιάννο και δέχεται επιρροές απ’ αυτήν.
Η Βιαννιτική μουσική Σχολή λοιπόν μπορεί να συμπεράνει κανείς, δημιουργείται από επιρροές της Ανατολικής Κρήτης και της Πεδιάδας, περιοχές με τις οποίες η Βιάννος είχε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και πολιτιστικών ανταλλαγών. Όλα αυτά τα μουσικά ακούσματα και τα ηχοχρώματα που φτάνουν στο χώρο της Βιάννου μέσα από γάμους, γλέντια, παρέες, ενσωματώνονται αργά αλλά σταθερά στη μουσική παράδοση του τόπου. Αυτό όμως δε γίνεται άναρχα και χωρίς κριτήρια.
Βέβαια λείπει εδώ ένας Καλογερίδης που θα καταγράψει και θα διασώσει έγκαιρα τα αξιόλογα ακούσματα και θα ξανατροφοδοτήσει τη λαϊκή μούσα, αλλά περισσεύει η έμπνευση και το πάθος. Έτσι αυτό το πλήθος από μουσικά στοιχεία βρίσκει αποδέκτες ταλαντούχους βιαννίτες με ευαισθησίες και μουσικές ανησυχίες καθώς και ο χώρος βάζει καθοριστικά το χέρι του κι έτσι δημιουργεί μια μοναδική και παράξενη μείξη που θα γεννήσει τελικά τη βιαννίτικη σχολή.
Ποια όμως ακριβώς είναι αυτή η μουσική; Με ποια όργανα δημιουργείται και εκφράζεται;
Ασφαλώς με το βιολί και τους βιολάτορες που τιμούμε σήμερα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι το αρχαγγελικό μαντολίνο που μπορεί να σταθεί μόνο του, αυτοδύναμο στην παρέα και στην καντάδα, χωρίς πληθωρισμό ήχων και να ιστορίσει τους καημούς και τα ντέρτια με θρησκευτική ευλάβεια τη νύχτα. Δύσκολο πολύ να αναφέρεις όλους τους Βιαννίτες που το τίμησαν. Χρειάζεται γι αυτό μια ιδιαίτερη τιμητική αναφορά, αντίστοιχη με τη σημερινή.
Κι ο Μανόλης ο Μυλωνάκης, το Ταγαρουλάκι, έχει τη δική προσφορά και συμμετοχή. Παίζει ως πασαδόρος σε γάμους και γλέντια δίπλα στο Μύρο και σε άλλους και καθιερώνεται με το μπουζούκι του σε κρητικά -και όχι μόνο- μοτίβα και σπάει το φράγμα του χωριού και της επαρχίας παίρνοντας μέρος σε παρέες και καντάδες στα στενά του Ηρακλείου.
Είναι και το ακορντεόν. Στα τέλη της δεκαετίας του 50 ο Μανόλης του Παπαγιάννη φέρνει το ακορντεόν στην καντάδα πλάι στο βιολί του Μύρου και τη μαντόλα του Καλαϊτζή και το σύνολο δένει αρμονικά. Βέβαια αυτή η καντάδα είναι θορυβώδης, συνεχίζεται και την ημέρα, δεν έχει να κάνει με το βιολί και το μαντολίνο που είναι ολόκληρη ιεροτελεστία, με τη μελαγχολία και το πάθος τους, αλλά φέρνει μια απελευθερωτική χημεία, έχει τη δική της φινέτσα και γράφει την ιστορία της.
Μερικά χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 60, όταν ήχοι και χρώματα πλημμυρίζουν το βιαννίτικο στερέωμα με τη συγκλονιστική εμφάνιση των μεγάλων Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Ξαρχάκου, Λεοντή, Σαββόπουλου κ.α., ένα άλλο πνευστό κάνει δειλά την εμφάνισή του. Είναι ο δικός μας ο Γιάννης Γριλιωνάκης, ο Γριλιώνης που δυστυχώς χάθηκε πρόωρα χωρίς να προλάβει να δώσει αυτά που είχε μέσα του. Η φυσαρμόνικά του βγάζει φωτιές όχι μόνο στο Νυχτερινό, στη Στραταρίδα, στον Καλογερίδη αλλά και σ’ όλα τα καλά τραγούδια της εποχής γιατί ο Γιάννης είχε πλούσιο ρεπερτόριο και ευαισθησίες κι έψαχνε προσεχτικά όλα τα μουσικά ακούσματα. Δεν έπαιζε μόνο στις παρέες αλλά και στα στέκια της εποχής, στο Τέρμα της Ασφάλτου, στην Καμάρα, στου Τσόπα το Χαράκι και στα Στενά του Ηρακλείου.
Είναι και ο Σπανακάκης δεξιοτέχνης, με σπουδές στο βιολί έρχεται στη Βιάννο κατά διαστήματα με τον Καραγκιόζη ή με το θίασό του, κάτι σαν τα μπουλούκια της Θεσσαλίας αλλά σε Ηρακλειώτικη έκδοση. Στα διαλείμματα της παράστασης δίνει ρεσιτάλ με τη μουσική της ανατολικής Κρήτης και το λεγόμενο «ευρωπαικό» ρεπερτόριο. Μικροί μεγάλοι ακούνε μαγεμένοι το βιολί του και παρ’ όλο που δεν είναι Βιαννίτης, τροφοδοτεί τη βιαννίτικη μουσική παράδοση με φοβερά ακούσματα αλλά ταυτόχρονα παίρνει κι ίδιος στοιχεία και γεμίζει τις μπαταρίες του.
Τα όργανα λοιπόν παίζουν βασικό ρόλο στη δημιουργία της μουσικής παράδοσης αφού μ’ αυτά εκφράζεται ο μουσικός λόγος, τα μουσικά μοτίβα, οι σκοποί. Η κεντρική ιδέα των ευρύτερων σκοπών, ο βασικός μελωδικός πυρήνας μας ήρθε από την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Κρήτης. Τέτοια μουσικά μοτίβα ήταν ο «Καλογερίδης» και οι «Στειακές κοντυλιές». Από κει και πέρα αυτοί οι μελωδικοί πυρήνες, οι αρχικοί σκοποί μπορεί να πάρουν άπειρες μορφές με τα μελωδικά ποικίλματα που εξαρτούνται από την ψυχική διάθεση του οργανοπαίχτη, τα φωνητικά προσόντα των τραγουδιστών και τις απαιτήσεις των ακροατών. Γι αυτό και μέσα στον ίδιο το χώρο της Ανατολικής Κρήτης, διαφέρουν τα ακούσματα από περιοχή σε περιοχή από επαρχία σε επαρχία. Στη μουσική παράδοση της Βιάννου οι βασικοί σκοποί εμπλουτίζονται από ποικίλα μουσικά τοπικά ακούσματα, δημιουργούνται νέα μοτίβα, σφραγίζονται από το ιδιαίτερο ήθος και ύφος της περιοχής αποβάλλουν τα ξένα αδόκιμα στοιχεία και παίρνουν το δικό τους χρώμα.
Οι Βιαννίτες οργανοπαίκτες με πρωτομάστορες το Καζανάκη και το Σαββαντωνιό που είναι ουσιαστικά εκείνοι που καθαρογράφουν τη μουσική παράδοση στη Βιάννο, δημιουργούν σιγά-σιγά νέα μουσικά μοτίβα, σκοπούς που παίρνουν δικά μας ονόματα και αποκτούν βιαννίτικη ταυτότητα.
Έτσι δημιουργούνται οι βιαννίτικες ή «ανοιχτές» κοντυλιές, ο Αορείτης ή νυχτερινός – ένας χαρούμενος σκοπός, ο Καρυδιώτης βαθύτατα ερωτικός, γεμάτος τρυφερότητα και νοσταλγία, εμπνευσμένος πιθανότατα από την τοποθεσία Καρύδι και τον ομώνυμο χείμαρρο, ο Φλισκούνης ή Φθισικιά κατά το Μιχάλη Κουσκουμπεκάκη, που τον συναντούμε και στο Μαλεβύζι με την ονομασία ¨Χτικιάρης¨ γιατί έχει πολύ παράπονο και πάθος.
Έρχεται μετά ο στοίχος που εκφράζει το ντέρτι, τον καημό, τον πόνο, τον έρωτα, το πάθος πιο εύγλωττα, με τηνανθρώπινη γλώσσα, όχο την θεϊκή όπως κάνουν τα όργανα.
Χωρίς να με διακατέχει καμιά τοπικιστική διάθεση, πιστεύω πως ο στίχος στη Βιαννίτικη μουσική σχολή είναι μοναδικός. Χωρίς γλυκερά λόγια, στόμφο και έπαρση, δεμένος αρμονικά με τη μελωδία και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της τοπικής μουσικής παράδωσης.
Ο στόχος της βιαννίτικής μαντινάδας είναι περίτεχνος, φτιάχνεται αργά και ωριμάζει μέσα στη σκέψη και στη γλώσσα πολλά χρόνια πριν, όπως το παλιό κρασί. Και μόνο τότε γίνεται λόγος, φωνή, άκουσμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι μαντινάδες του γνωστού C.D. έχουν κυριολεκτικά λεηλατηθεί και κυκλοφορούν σ’ όλη την Κρήτη χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στο συγκεκριμένο δίσκο.
Είναι και οι φωνές. Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της βιαννίτικης σχολής. Όχι οποιεσδήποτε. Αλλά αυτές που μπορούν να δέσουν μοναδικά με τη μελωδία. Αυτές οι φωνές που είναι από μόνες τους αυθεντικά όργανα και μπορούν να δέσουν με τα άλλα της ορχήστρας.
Το ορχηστρικό κομμάτι έχει τη μοναξιά, τη μελαγχολία και τη γλύκα της γνησιότητας. Οι φωνές ολοκληρώνουν αποθεωτικά τη μελωδία, το στοίχο και παράγουν τη μοναδική καντάδα.
Αυθεντική φωνή ήταν και η φωνή της Μαστόραινας. Μια φωνή που δε σβήνει εύκολα γιατί αν έχεις μνήμες κι ευαισθησία, την ακούς ακόμα στις πλατείες και τα βιαννίτικα σοκάκια.
Είναι και η Μαρία του Χαρίλαου η Λευτέραινα, ανεξάντλητη τροβαδούρισσα της βιανίτικης μουσικής σχολής, τραγούδησε όσο λίγες Βιαννίτισες και Βιαννίτες τον έρωτα και τα πάθη του.
Κι ο Σήφης ο Κόμης είναι αυθεντική φωνή που δένει αρμονικά με το βιολί, το μαντολίνο, το στοίχο και τη μελωδία και γεμίζει το χώρο και το χρόνο.
Κι ο Αντώνης ο Δημόπουλος. Που είχε τα φόντα να τραγουδήσει επαγγελματικά – του έγινε μάλιστα και πρόταση- αλλά αυτός προτίμισε να τραγουδήσει την πάσα νύχτα για το κέφι του και να ξαγρυπνά το Πετρούνι και η Βιάννος για να τον ακούει.
Έτσι δεν είναι παράδοξο πως με όλα αυτά τα μαγικά φτερά της μουσικής, τα βιολιά, τα μαντολίνα, το φοβερό στοίχο, τις αρχαγγελικές φωνές, η βιαννίτικη μοσική σχολή απογειώθικε προς την καντάδα. Πώς όλη αυτή η αρμονία έγινε μια ταξιδευουσα μαντινάδα από το σκοτάδι και το πάθος προς το φως. Γι’ αυτό και οι καντάδα της δεκαετίας του ’30 και του ’50 και του ’60 που άκμασε, είχε αναγορευτεί σε επιστήμη στη Βιάννο. Στην επτανησιακή καντάδα τα πάντα είναι αρμονικά, προγραμματισμένα και δεν ξεφεύγουν από τους μουσικούς κανόνες.
Εδώ η παρέα εξελισσόταν σε καντάδα για να βγάλει το πάθος στα φόρα, εδώ αν συμμετείχες λυτρωνόσουνα και αν ήσουνα ακροατής, έμενες έκθαμβος από τη χημεία των συντελεστών και ζήλευες.
Ξεκίνησα αυτή την αναφορά, διατυπώνοντας δειλά στην αρχή με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη συνέχεια, την άποψη, πως υπήρχε και υπάρχει βιαννίτικη μουσική σχολή.
Στην πορεία διαπίστωσα πως όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν αδιάσειστα τεκμήρια, ατράνταχτες αποδείξεις για τον ισχυρισμό μου αυτό. Κι ήρθε μετά η κατακλείδα, το αποκορύφωμα, ο τόπος όπου έλαβε χώρα αυτή η λυτρωτική διαδικασία.
Είναι δυνατόν αναρωτήθηκα να μην έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των πνευμάτων και των ακουσμάτων των βιαννιτών δημιουργών, το Λουτράκι, ο Γαμπριγιέλες, ο Παλέμιδος, Μυρταράς, ο Απάνω Αι- Γιάννης, όλοι ονείρων τόποι. Είναι δυνατόν να μη διαμορφώσει το ήθος και το ύφος της μελωδίας του βιολιού και του μαντολίνου, η Μεσοστενιά, ο Σωρός, η Πλάκα, Τ’ Αι- Γιωργιού η Σκάλα;
Υπάρχει περίπτωση να μην επιδράσει στον ψυχικό κόσμο των βιολιστών ο Πλάτανος με τα εκατοντάδες πουλιά, ο Αυγός στις δόξες του, το Φαράγγι, τα Λιβάδια, ξ Αγία Μονή, η θέα του Κερατοκάμπου, η Αρμενόπετρα, η Βίγλα η Ρίχτρα όπου ο Κερατοκαμπίτης πέφτει με χλαπαταγή και σχηματίζονται αμέτριτα ουράνια τόξα.
Είναι δυνατόν να μη δημιουργήσει ακούσματα η αρχαγγελική φωνή του Πιτήδειου τη Μεγάλη Εβδομάδα;
Η Κορακιά, ο Καλές, του Τσόπα το Χαράκι, οι Καμάρες, οι νερόμυλοι; Η Αγία Πελαγιά, η Αγία Κερά, η Ρούσα Κεφάλα, το Γυμνάσιο, ο Κάτω Μύλος του Μπουρέ το μουρέλο, οι χοροσπερίδες του Συλλόγου Διαβάτη τη δεκαετία του ’30, τα καφενεία, το Πλακάδο οι τελάληδες; Όλα αυτά γαλούχησαν και έδωσαν ακούσματα στους βιολάτορες, με τη σιωπή ή την εκφραστικότητά τους.
Όλα αυτά έδωσαν στην Βιαννίτικη μουσική παράδοση το δικό της χρώμα, το άρωμα, την ψυχή της.
Το μόνο που λειτουργεί αρνητικά και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή της ή όχι, είναι το γεγονός πως δεν έχει γίνει συστηματική καταγραφή αυτής της πορείας, δεν υπάρχει συλλεκτικό υλικό, δεν έχει μπει τάξη στο χάος και λείπουν αρκετά ντοκουμέντα.
Η μοναδική προσπάθεια για να καταγραφούν τα διάσπαρτα κομμάτια που υπάρχουν στο Βιαννίτικο χώρο, είναι ο δίσκος (C.D.) που κυκλοφόρησε τα τελευταία χρόνια από μια ομάδα Βιαννιτών με ευαισθησία και μεράκι για τη μουσική. Είναι σοβαρή πολιτιστική δουλειά κι ένα χαρακτηριστικό δείγμα βιαννίτκης καντάδας. Μιας καντάδας με λυρισμό, νοσταλγία, τρυφερότητα και πάθος.
Χάθηκα μέσα στους βιαννίτικους δρόμους και τόπους για να αποδείξω το αυτονόητο. Έτσι έπρεπε. Γιατί μέσα απ’ αυτή την επίπονη πορεία πέρασαν θέλοντας και μη και τα πρόσωπα που καθόρισαν αυτή τη σχολή.
Ο Δήμος Βιάννου τιμά απόψε τους Βιαννίτες βιολιστές, τους Βιαννίτες βιολάτορες που καταπιάστηκαν μ’ αυτό το δύσκολο αλλά μαγικό όργανο, γιατί είναι αυτοί που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να γραφτεί η Βιαννίτικη μουσική παράδοση.
Ο Νίκος Κουσκουμπεκάκης, κατά κόσμο Καζανάκη, ένα σπουδαίο δεξιοτέχνη του βιολιού, μύθο και θρύλο γιατί είχε την ατυχία και η Βιάννος μαζί, να χαθεί πρόωρα χωρίς να δώσει παρά ελάχιστα απ’ αυτά που μπορούσε και είχε μέσα του.
Είναι αυτός που με τα ακούσματα της Ανατολικής Κρήτης αλλά και το ζωογόνο ρεύμα του προσφυγικού Μικρασιατικού στοιχείου, καθιέρωσε το βιολί ως βασικό όργανο της βιαννίτικης μουσικής παράδοσης αφού μέχρι το 1930 κι εδώ κυριαρχούσε η λύρα με το Θεοδοσοπέτρο και άλλους λυράρηδες.
Η απουσία του στέρησε τη Βιαννίτικη μουσική από τη δημιουργική πνοή της και σημάδεψε την πορεία και την εξέλιξή της.
Καμιά πληροφορία από τις πολλές και διασταυρωμένες δεν αντιφάσκει με αυτή τη διαπίστωση και μας υπενθυμίζει έντονα την τραγική περίπτωση του μεγάλου Ροδινού από το Ρέθυμνο που χάθηκε στα εικοσιτρία του ενώ είχε τεράστιες δυνατότητες και φοβερό ταλέντο.
Τιμούμε απόψε*
Το Γιάννη Αγαπάκη ή Καλαϊτζή που είχε το μεράκι και την έμπνευση να καταπιαστει από πολύ μικρός με το βιολί. Η βιοπάλη, γιατί είχε να θρέψει πολλά στόματα, δεν του αφήνει μεγάλα περιθώρια για ν’ ασχοληθεί συστηματικά με το βιολί. Κι όμως δε χάνει ευκαιρία για να παίξει και στου Απόστολου που είχε εκείνο το ντουλάπι με τα τσιγάρα και στις παρέες και στις καντάδες.
Όταν αργότερα προς το τέλος της δεκαετίας του ‘ 50 θ’ ανοίξει το περίπτερο στον Αρχάγγελο, όλο και πιο συχνά ακούγεται το βιολί του.
Άπο το ’52 και μετά όπου όλο και περισσότεροι βιολάτορες παίζουν επαγγελματικά, κρατεί πάσο με την κιθάρα του( για την ακρίβεια τη μαντόλα) στο Μιχάλη τον Κουσκουμπεκάκη και κυρίως στο μύρο, με τον οποίο μερικές φορές εναλλάσσεται στο βιολί. Συμμερέχει σε χοροεσπερίδες, γάμους, γλέντια, σχολικές γιορτές, γυμναστικές επιδείξεις και βέβαια στις πολυήμερες καντάδες.
Πέθανε το 1981 κα άφησε κληρονομιά το βιολί του στο για του το Νικολή, που είχε ταλέντο και στο βιολί και στο ακορντεόν, αλλά δυστυχώς έφυγε κι αυτός νωρίς
Τιμούμε ακόμα
Το Νίκο Ραφτάκη ή Πουλιό. Γεννήθηκε το 1927 στην Πλάκα από μάνα μικρασιάτισσα που κουβαλούσε μέσα της όλα τα ηχοχρώματα της Μικρασίας.
Το πρώτο μαντολίνο,δώρο από τον ξάδερφό του το Δημήτρη Ραφτάκη το δάσκαλο, του το περνά κολάρο ο πατέρας του ο Ίλαρχος. Αλλά το Πουλιό δεν το βάζει κάτω. Και με το κουτί από λουκούμια που παίρνει από το παντοπωλείο Γιώργη Περβολαράκη (Σαπουνά), φτιάχνει το αντηχείο (το σκάφος του μαντολίνου) και καταφέρνει να στείλει τις πρώτες νότες στον πλακιώτικο αέρα. Ακούει το Σαββαντωνιό που βγάζει αγγέλους και μένει άναυδος. Καταπιάνεται με το βιολί που το χει ακόμα και γράφει το όνομα του διάσημου κατασκευαστή βιολιών «Στραντιβάριους» αλλά δεν είναι γνήσιο όπως λέει γελώντας. Παίζει επαγγελματικά με τον Καλαϊτζή, το Κομάκι και τους άλλους βιολάτορες της εποχής σε διάφορα χωριά της επαρχίας σε γάμους και σε γλέντια. Μετά τη σύλληψη του πατέρα του από τους Γερμανούς το 43 φεύγει από τη Βιάννο και ξεκόβει από την παράδοση. Δε θα γλιτώσει όμως εύκολα από τη μουσική που έχει μέσα του. Χάνει την επαφή του με τα έγχορδα και κάνει στροφή στα πνευστά. Ασχολείται με τη φυσαρμόνικα –έχει όλη τη σειρά της HONER- και ακούγεται στο ραδιόφωνο της Λάρισας και της Θεσσαλονίκης.
Τιμούμε ακόμα το Νίκο Καρτσάκη ή Σαβαντωνιό όπως είναι πιο γνωστός. Έναν από τους πρωτομάστορες. Γεννήθηκε στη το 1922 μια σημαδιακή χρονιά για τον τόπο, την ιστορία και τη μουσική. Όλα τα αδέρφια του, αγόρια και κορίτσια έπαιζαν μουσικά όργανα. ο αδερφός του ο Μανόλης στάθηκε πιο πολύ κοντά του, ίσως γιατί κατάλαβε τι κρύβεται μέσα του. Αγκαλιάζει με πάθος το βιολί και παίζει φοβερά πράγματα. Δεξιοτέχνης μοναδικός, άνοιξε μουσικούς δρόμους με το παίξιμό του, αρνήθηκε πεισματικά την καριέρα που αναμφίβολα μπορούσε να κάνει, όχι μόνο στην κρητική μουσική αλλά και στη λεγόμενη ευρωπαϊκή και επέλεξε να παίζει μόνο για το κέφι του στην παρέα που άκουγε μαγεμένη το βιολί του.
Οι νεώτεροι βιολάτορες της Βιάννου, ο Νίκος Κόμης και ο Μύρος τον παρακολουθούν και πλουτίζουν τις μουσικές τους αποσκευές. Το Σαβαντωνιό είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στο Καζανάκι και στους νέους και συμβάλει ουσιαστικά στη μουσική Σχολή της Βιάννου. Όταν τελειώνει το Γυμνάσιο, μπαίνει στη Νομική Σχολή αλλά τα παρατά γιατί το βιολί και η μουσική τον έχουν κερδίσει οριστικά και αμετάκλητα. Μέχρι το 1952 μεσουρανεί στη Βιάννο. Τη χρονιά αυτή διορίζεται αρχιφύλακας στην Αγροφυλακή και μπαίνει στη ρουτίνα. Υπηρετεί στα Βασιλικά Ανώγεια και αποκόπτεται από τη Βιαννίτικη Σχολή. Όταν μετατίθεται στον Άγιο Μύρωνα βρίσκει το δάσκαλο και βιολάτορα Γιάννη Μαρουκλή και επιστρέφει. Στην ουσία όμως έχει μπει σε περίοδο ύφεσης. Έχει αποστασιοποιηθεί σε επίπεδο επαγγελματικό επίπεδο αν και ποτέ στην πραγματικότητα δεν υπήρξε επαγγελματίας. Το 1973 φεύγει οριστικά για την Αθήνα αλλά συμμετέχει ενεργά στη ζωή της βιαννίτικης παροικίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που κυριολεκτικά τον απαγάγουν από το σπίτι του για να παίξει στην καντάδα. Είναι η περίοδος που παίρνει μέρος σε εκπομπές της ΕΡΤ. Ακόμα κι ο Ηρακλής του «βγάζει» το καπέλο όταν του εκμυστηρεύεται πως τον απασχολεί ένα μουσικό μοτίβο που δεν θυμάται ακριβώς. Το Σαββαντωνιό του ζητά να σημειώσει λίγο το σκοπό στο βιολί. Όταν σε λίγο πιάνει το δοξάρι, αφήνει έκπληκτο το μεγάλο βιολάτορα από την Επισκοπή.
Το Νοέμβρη του 97 μας άφησε και ταξίδεψε για τελευταία φορά αγκαλιά με το βιολί του.
Τιμούμε απόψε και το Μιχάλη Κουσκουμπεκάκη ή πιο απλά το Μιχάλη τον Κουσκουμπέκη, ένα από τους πιο πολυταξιδεμένους βιολάτορες της Βιάννου που έσπασε το φράγμα της επαρχίας για να παίξει επαγγελματικά στη δυτική Κρήτη, πράγμα σπάνιο για τους βιολάτορες της Βιάννου.
Ίσως ήταν και ο μόνος κατά κύριο επάγγελμα βιολιστής-οργανοπαίχτης. Έχοντας κλείσει βαθιά μέσα του την παράδοση της ανατολικής Κρήτης με ακούσματα και μνήμες, συνέβαλε αποφασιστικά στο να καθιερωθεί η μουσική Σχολή της Βιάννου.
Έπαιξε επαγγελματικά σε γάμους, γλέντια, παρέες, εκδηλώσεις με διάφορους πασαδόρουςκαι κυρίως με το Δημήτρη Ραπτάκη (Μελίτακα), με τον οποίον αποτελούσαν αχτύπητο ντουέτο.
Όργωσε τα στενά της Βιάννου και της Εμπάρου και τα σοκάκια της επαρχίας και υπήρξε ο επίσημος αγαπημένος της «παράνομης» νεολαίας της εποχής. Μια φορά μάλιστα η καντάδα του με τον Ερωτόκριτο κόστισε στους συμμετέχοντες με οκτώ ημέρες αποβολή. Αγάπησε με πάθος το «υπεριφανάκι» του, όπως έλεγε το βιολί, μ’ ένα βαθύ παράπονο να κρέμεται μόνιμα στο δοξάρι του. Και αρνήθηκε πεισματικά σε μια καντάδα, να αλλάξει θέση σ’ ένα παραθύρι στην Πλάκα γιατί έτσι ήθελε ο πασαδόρος του ο Μιχάλης ο Πλαντζουνάς.
Τιμούμε και το Μύρο Κουτρουμπάκη ή απλά το Μύρο, ένα από τους βασικούς δημιουργούς της μουσικής παράδοσης της Βιάννου, που με το χαρακτηριστικό και μελωδικό του παίξιμο έσπρωξε ακόμα πιο μπροστά τα μουσικά δρώμενα του τόπου.
Ο Μύρος γεννήθηκε στη Βιάννο τον Απρίλη του 1926 και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση σε ηλικία 16 χρονών. Φεύγει για τη Μέση Ανατολή, τη Γάζα συγκεκριμένα όπου αγοράζει και το πρώτο του βιολί. Σαν παιδί παρακολούθησε το Σαββαντωνιό και μάθαινε ακούσματα και τέχνη. Έπαιζε επίσης μαντολίνο και ασκομαντούρα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος. Παίζει σε παρέες και στις καντάδες με το Γιάννη Πετράκη στο μαντολίνο και άλλους. Παίζει στις πολυήμερες καντάδες με τον Παπαγιάννη στο ακορντεόν και τον Καλαϊτζή στη μαντόλα. Το 1952 παντρεύεται και αρχίζει ουσιαστικά να παίζει επαγγελματικά. Σε γάμους, βαπτίσεις, πανηγύρια, γλέντια, γυμναστικές επιδείξεις και εκδρομές. Παίρνει μέρος στην εκδήλωση τυ Συλλόγου Βιαννιτών Ηρακλείου «ο Πατούχας» με το Ross Daly.
Καλείται και παίρνει μέρος στους χορούς του Συλλόγου Βιαννιτών της Αθήνας «ο Διαβάτης», η τελευταία το Μάρτη 1979, ακριβώς στα γεγονότα του Μουσείου. Πενήντα χρόνια υπηρέτησε ο Μύρος το βιολί και τη βιαννίτικη μουσική παράδοση. Το κύκνειο άσμα του ήταν η τελευταία παρέα το 1988.
Αλλά το Μύρο τον έκαψε τελικά ακτίς ηλίου. Τον έκαψε μια μαθήτρια εβδόμης γυμνασίου. Και μ’ αυτή τη μαντινάδα με την οποία έκλεψε τη γυναίκα του, την Ελπίδα, τα τρία βιολιά του και μια κοντυλιά γεμάτη πάθος, πέρασε τελικά στην αιωνιότητα στις 8 Γενάρη 2003.
Τέλος τιμούμε απόψε το Νίκο Κόμη. Με τη δική του ιδιαίτερη παρουσία στη βιαννίτικη μουσική παράδοση και την αξιόλογη συμμετοχή του στην πρώτη και μοναδική επίσημη καταγραφή. Τα αδέρφια του, Γιάννης, Μανόλης, Σήφης, όλοι τους παίζουν όργανο καθώς και ο πατέρας τους Γιώργης Κόμης. Αυτός είναι που του δίνει και την πρώτη πάσα σε ηλικία επτά ετών για να μπει στα μουσικά πράγματα της Βιάννου. Μοντέλο μια δασκάλα που μένει στο ανώγειο του Μαυρογένη, στη σκάλα του Αι-Γιωργιού. Η δασκάλα φαίνεται πως ήταν νόστιμη και είχε γίνει πρωτοσέλιδο εκείνη την εποχή στη Βιάννο. Του δείχνει λοιπόν ο πατέρας του ένα σκοπό που συνοδεύει την μαντινάδα:
Στου Μαυρογένη τον οντά κοιμάται μια δασκάλα
κι εγώ το κακορίζικο στου Αι-Γιωργιού τη σκάλα.
Έτσι ξεκινά τα γυμνασιακά χρόνια μ’ ένα ιταλικό χειροποίητο μαντολίνο που έβγαζε φωτιές. Την τελευταία χρονιά παίζει με δανεικό βιολί αλλά πριν πάει φαντάρος αγοράζει το πρώτο ιδιόκτητο. Μόλις απολύεται, συνεργάζεται με το Μύρο για δύο χρόνια και εναλλάσσονται στο πάσο και στο βιολί. Το 1958 παντρεύεται και πάει στο Μπαδιά Μονοφατσίου και παίρνει διαζύγιο με τα όργανα. στο Μπαδιά δε βρίσκει κατάλληλο μουσικό περιβάλλον και κάνει έργα ως κοινοτάρχης, φυτεύει πράσινο αλλά με τα όργανα δυστυχώς δεν έχει σχέση. Το 1964 εγκαθίσταται στο Ηράκλειο αλλά η σιωπή των οργάνων συνεχίζεται. Το 1980 σε μια κοινωνική εκδήλωση παίζει με την πίεση της παρέας και το πρωί πάει για αγορά καινούριου μαντολίνου…
Το μαντολίνο είναι η γέφυρα που τον ξαναφέρνει στη Βιάννο και τον Κερατόκαμπο. Και εκεί φυσικά τα δίνει όλα. Διάβολε, 25 χρόνια είναι πάρα πολλά για ένα που έχει το μικρόβιο μέσα του. Κι εκεί οργιάζει. Παρέες, καντάδες, νύχτες μαγικές…
Αργότερα συμμετέχει στη χορωδία «Ιωνία Αηδών» με παραστάσεις στη Μυτιλήνη, στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη. Μετά πηγαίνει στο Μουσικό Σύλλογο «Ταξιδιώτες της Παράδοσης» με νησιώτικα, μικρασιάτικα και κρητικά τραγούδια. Επιστρέφει στην «Ιωνία Αηδών» με συναυλίες σ’ όλο το νομό με βιολί και μαντολίνο. Έχει τιμηθεί από τη διεθνή Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και με άλλες διακρίσεις. Μετά από πολύχρονη απουσία γύρισε λοιπόν μια μέρα, ο Νικολής του Κόμη στους δρόμους της μουσικής κι είχε κάτι απ’ το Σαββαντωνιό ο ήχος και το πάθος του. Έπιασε το δοξάρι και ξανακούστηκε θριαμβικά ο Νυχτερινός, ο Καλογερίδης, η Στραταρίδα, ο Καρυδιώτης. Πάνω που όλοι είχαμε πιστέψει πως η βιαννίτικη καντάδα ήταν τελειωμένη υπόθεση. Κι όμως είχαμε λαθέψει γιατί ό,τι έχει ψυχή, ό,τι είναι φυσιογνωμία, δεν τελειώνει έτσι εύκολα. Και να που ο ήχος αυτός αποτυπώθηκε σε στέρεο καλούπι κι έβαλε τη βιαννίτικη μουσική στην ιστορία. Κι έτσι έκλεισε το χάσμα και το τραύμα.
Λίγοι είναι οι τόποι που παίρνουν ένα πολιτιστικό ή μουσικό δάνειο και το επιστρέφουν πίσω στην ευρύτερη λαϊκή παράδοση στο πολλαπλάσιο. Εδώ έγινε αυτό, με την έμπνευση, το πάθος, την ιερή τρέλα των βιολιστών της Βιάννου, κυρίως.
Προσπάθησα να φωτίσω ένα ενδιαφέρον από κάθε άποψη θέμα, νομίζω, που αρκετοί από εμάς ήδη ξέρουμε, αλλά αποσπασματικά και συγκεχυμένα.
Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τα κατάφερα. Ίσως έδωσα ερεθίσματα για να δούμε προσεχτικότερα και σε βάθος τη μουσική παράδοση της Βιάννου που είναι ένα με τη ζωή του τόπου, και να αναδείξουμε ενδιαφέροντα στοιχεία γι αυτήν, τέτοια που δε μπόρεσε αυτή η μικρή αναφορά να συμπεριλάβει.
Ο Κλεάνθης Ψαρολογάκης, είναι συν/χος Δάσκαλος-Συγγραφέας
*(Από την ομιλία στα πλαίσια των «Κονδυλάκειων» τον Ιούλιο 2004)