Για τον Κώστα Παπαγιάννη...


«Έφυγε» για την αιωνιότητα ο Κώστας Παπαγιάννης
Πλήρης ημερών, όπως συνηθίζομε να λέμε, όταν ο απελθών είναι υπέργηρος. Για μας, τους στενούς συγγενείς και φίλους, η αλήθεια αυτή δεν μετριάζει τον πόνο που προξενεί ο θάνατος. Το οριστικό τέλος.
Ο Κώστας, ήταν μέλος και της οικογένειας του Κατσαράκη. Αναμνήσεις από την κοινή μας ζωή πλημμυρίζουν τη σκέψη μου την ώρα αυτή του αποχωρισμού. Το παλικάρι της μετακατοχικής Ελλάδας, που με το χωνί καλούσε τους Επονίτες και τα Αετόπουλα σε συγκεντρώσεις και λαμπαδηφορίες, αναγκάστηκε αργότερα να καταταγεί εθελοντής στο στρατό, γιατί το ψωμί ήταν πολύ λίγο και δεν αρκούσε για να συντηρηθεί η βαριά άρρωστη Μάνα και τα τρία μικρότερα αδέλφια. Πέτυχε την επόμενη χρονιά στην Σχολή Ευελπίδων. Ο Κώστας πολιτικά, για λόγους που δεν ομολόγησε ποτέ, πήρε το διαμετρικά αντίθετο δρόμο από την οικογένειά του. Αποτέλεσε αυτή του η επιλογή τη «μαύρη» σελίδα της ζωής του και τον έφερε πολλές φορές σε σκληρή αντιπαράθεση με τ’ αδέλφια και τους συγγενείς του. Δεν ήταν καθόλου εμπαθής και ξέρω πως, βοήθησε πολλούς που ήθελαν ή χρειαζόταν τη βοήθειά του. Αναμνήσεις τρυφερές από τον Άγιο Σώστη και το Νέο Κόσμο όπου διέμεναν τα τρία αδέλφια, (Κώστας, Μανόλης και Νίκος), τη δεκαετία του πενήντα. Ο (τότε) δεκαπεντάχρονος ξάδελφος ήταν πολύ συχνά κοντά τους.
Γνώρισα μαζί τους τον Κατράκη, τον Μινωτή, την Παξινού, τον Χορν την Λαμπέτη, στο Εθνικό Θέατρο, στο Πεδίο του Άρεως και στον Εθνικό Κήπο. Πηγαίναμε στο γήπεδο κάθε Κυριακή και είχαμε αντικείμενο για κουβέντα και ευχάριστους διαπληκτισμούς την εβδομάδα που ακολουθούσε. Μετά τη μεταπολίτευση εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Κερατόκαμπο και το Ηράκλειο. Κοινωνικός όπως ήταν, ανέπτυξε φιλίες με πολλούς Ηρακλειώτες .Ήταν αγαπητός από όλους .Ήταν αγαπητός από ανθρώπους που τον χώριζε ιδεολογικό χάος. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν περάσει σκληρές δοκιμασίες την περίοδο 1968-74. Κώστα θα σε θυμάμαι με πολύ αγάπη όσο ζω.
Θα θυμάμαι πως, λίγους μήνες πριν, μια χειμωνιάτικη αστροφεγγιά, πηγαίνοντας να επισκεφτούμε την αγαπημένη μας Χρυσάνθη του Παπαγιάννη, κλάψαμε μαζί, όταν με δάκρυα στα αποκαμωμένα από το βάρος των χρονών μάτια σου, μου είπες, πως δε θέλεις να πεθάνει πριν από σένα. Αγάπη, αναγνώριση για τη στοργή που σου προσέφερε απλόχερα η μονάκριβη αδελφούλα. Έφυγες ήρεμος και ικανοποιημένος κοντά στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά σου.
Το Σάββατο, δύο μέρες πριν το μοιραίο, είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο και με ρωτούσες για όλους τους φίλους, τον Κερατόκαμπο και την Ιωάννα μου, που σ’ αγαπούσε πολύ. Δύσκολη, πολύ σκληρή η ώρα του αποχαιρετισμού αγαπημένε μου ξάδελφε...