Για τον Γιώργη Ραπτάκη
Στην καθαριότητα εργάζεται ο φίλος μου ο Γιώργης Ραπτάκης και το ‘χει τιμή του και καμάρι του.
Αυτός παλεύει να ξεβρωμίσει τον άθρωπο κι ο άθρωπος δεν αντέχει την καθαριότητα και παλεύει να ξαναβρωμιστεί.
Κι όταν τελεύει το μεροκάματο κι αναμαζώνει τα κομάθια των δυνάμεων και των αντοχών που του ‘χουνε ‘πομείνει, ο Γιώργης πιάνει το μολύβι και γράφει μαντινάδες.
Γιατί, χρέος του λογιάζει και το ξεβρώμισμα τση ψυχής τ’ αθρώπου.
Κι εγώ τιμή μου και καμάρι μου το ‘χω που τον έχω φίλο.
Θαρρώ, με συντραίμει να κραθιέμαι όσο πλιό καθαρός αντέχω, μέσα κι όξω.
Για τον Γιώργη Ραπτάκη γραφτήκανε τούτες οι αράδες:
Τα χέρια του εσκλαβώσανε τα μάθια μου, και την ψυχή μου, μα αυτός επαραξήγησε το λόγο απού τα ξάνοιγα κι όλο επάλευε να τα χώσει να μη φαίνονται.
Ήτανε φανερό, πως εντρεπότανε να τα θωρεί ένας «γραμματιζούμενος», ετσά που ‘χανε ποδώσει από τη ξεθεωτική δουλειά ποπίσω από το απορριματοφόρο.
Κι εγώ, εντρεπόμουνε να του πω πως εξάνοιγα τα χέρια του, γιατί ήθελα να τα φιλήσω, σαν όπως δεν εφίλησα ποτές μου, μήτε τη χέρα του κυρού μου.
*Πρόκειται για ανάρτηση του Μιχάλη Στρατάκη στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης